Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Καλησπέρα,

Το ταξίδι αυτό ήταν πρωτόγνωρο και για μένα. Το άγχος πολύ, αναίτιο ίσως. Το βιβλίο ήταν ολοκληρωμένο, η επιμέλεια όμως έπρεπε να γίνει πάλι από μένα. Βδομάδα στη βδομάδα και θα υπήρξαν λάθη που δεν φιλτράρισα. Μία ίωση κάποια στιγμή με τρομοκράτησε, μην και δεν σταθεί δυνατό να είμαι συνεπής στο ραντεβού μου.
Τελείωσε και βγαίνω απ’ αυτή εδώ την περιπέτεια,  με λίγη ανακούφιση και μπόλικη νοσταλγία. Σας ευχαριστώ που υπήρξατε συνοδοιπόροι μου. Ήταν μια αίσθηση παράξενη ίσως μυσταγωγική.  Να μοιράζομαι μαζί σας κάτι που ήταν αποκύημα ούτε καν του νου, μα της ψυχής και των αισθήσεων. Κι όλοι εμείς, σα να αιωρούμασταν τους τελευταίους αυτούς μήνες, σε ένα σύμπαν δικό μας μόνο, και χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε να συναντιόμαστε, να ακουμπούν τα ακροδάχτυλα του ενός, αυτά του άλλου.
Δεν ξέρω αν θα κάνω κάτι ανάλογο στο μέλλον. Καθώς δεν έχω καμία ένδειξη για το ποιοι είστε όλοι εσείς οι «μυστηριώδεις» συνταξιδιώτες μου, σας δίνω την ηλεκτρονική μου διεύθυνση και παρακαλώ όποιον επιθυμεί να επικοινωνήσει. Δεσμεύομαι σε περίπτωση που ξεκινήσω κάτι νέο, να ζητήσω και πάλι να με συντροφέψετε. 
Σας ευχαριστώ για το ταξίδι


CORTO MAΛTESE

enamithistorimakathetetarti@yahoo.com

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

FIN





      Την ίδια κιόλας νύχτα έφυγε η κυρά Χρυσάνθη. Ήσυχα ξεψύχησε, σα σπουργίτι που έγειρε το κεφάλι του στο βαρυχείμωνο και έσβησε.
      Το προηγούμενο βράδυ όταν την άφησαν πίσω τους, του κάκου προσπάθησε ο Θράσος να μείνει μαζί της. Ξάφνου, όλες οι ανησυχίες που τόσες μέρες πέταγαν γύρω του και τις απωθούσε σαν ενοχλητικές μύγες, βγήκαν στην επιφάνεια.
      «Να χαρείς βρε γιόκα μου, τι σε έπιασε. Αμέτε και οι δυο σας, αφήστε με να ξαποστάσω. Δεν έχω κέφι για βεγγέρες», τον πείραξε και το βλέμμα της σπινθήρισε.
      Ο Μάνος προσπαθούσε να υγράνει το στεγνό του λαιμό. Τα κατάφερε η κυρά Χρυσάνθη να τους ξεφορτωθεί και βγήκαν αμίλητοι στο δρόμο.
      Βάδισε λίγα μέτρα κι έπειτα στάθηκε. Γύρισε ξαφνιασμένος ο Θράσος και τον κοίταξε, μα το ίδιο ξαφνιασμένος στεκόταν κι ο Μάνος.
      «Ξέχασα το κινητό μου νομίζω», έκανε χτυπώντας τα χέρια στις τσέπες και το ύφος του έμοιαζε χαμένο.
      Έκαμε να στραφεί ο Θράσος.
      «Κατέβα εσύ, μη γυρνάς. Πετάγομαι και θα σε προφτάσω».
      Ο Θράσος τον κοίταξε για λίγο να απομακρύνεται. Σήκωσε τους ώμους και βαρύθυμα πήρε το δρόμο της επιστροφής.
      Ο Μάνος ανέβηκε γοργά τα σκαλιά και έσπρωξε την πόρτα.
      «Κυρά Χρυσάνθη μην τρομάξεις, εγώ είμαι».
      Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κι έσπρωξε κάτι από το στήθος της που κύλησε πλάι στα σκεπάσματα.
      «Δεν κλείδωσες την πόρτα», την ψευτομάλωσε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Άπλωσε τα χέρια και σκέπασε τα δικά της. Ήταν ακόμη πιο κρύα.
      «Δε με μέλουν οι πόρτες και οι κλειδωνιές πια. Και δεν μπορούν να με κλείσουν ούτε μέσα, ούτε απ’ έξω».
      Ο Μάνος ένιωσε ένα δυνατό σφίξιμο να τον στραγγαλίζει.
      «Γιατί δε μας αφήνεις να μείνουμε μαζί σου; Γιατί μας διώχνεις;».
      Η κυρά Χρυσάνθη του χαμογέλασε και αχνά κινήθηκαν τα παγωμένα χέρια της και σκέπασαν τα δικά του.
      «Άσε με γιόκα μου. Ήρθε η ώρα μου. Μη βάνεις θλίψη. Μη σε τρώει. Δε νιώθω να σας αποχωρίζομαι. Νομίζω πάντα τριγύρω σας θα πετάω».
      Του έσφιξε το χέρι.
      «Θα θαρρείς πως ξεμώρανα, αλλά μόνο το σώμα μου μ’ εγκαταλείπει. Έτσι αισθάνομαι. Και είναι καλό Μάνο, γιατί μου ‘γινε βάρος. Βάρος, να το σέρνω μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Να πονά, να με βαραίνει, να με τραβά θαρρείς στο χώμα. Από αυτό το σώμα, που κίνησε να σαπίζει θα λευτερωθώ και θα ‘μαι λεύτερη για πάντα. Γι’ αυτό σταμάτα να κάνεις σαν κοπελούδα κι όταν έρθει εκείνη η ώρα να μην κοιτάτε στο χώμα να με βρείτε. Να κοιτάτε ψηλά στα σύννεφα, στον ήλιο, ανάμεσα στα κλαδιά στα δέντρα, δίπλα στα πουλιά που θα πεταρίζουν. Γιατί εκεί θα είμαι, δε θα είμαι στο χώμα. Λεύτερη. Ελαφριά».
      Ο Μάνος έγειρε πάνω στην εύθραυστη αγκαλιά της κι άφησε τα δάκρυα που με τόσο κόπο συγκρατούσε να χυθούν. Τα άφησε να κυλούν, χωρίς να αρθρώνει κουβέντα, να κυλούν και να μουσκεύουν την ποδιά της.
      «Σς, σώπα. Σώπα τώρα. Δεν κάνει αυτό που κάμεις. Δεν κάνει. Πρέπει να μ’ αφήσεις να φύγω. Μη με κρατάς».
      Ο Μάνος κατάφερε σιγά σιγά να επιβληθεί και πάλι στον εαυτό του. Σκούπισε τα δάκρυά του, πήρε βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ανακτήσει την αναπνοή του που δεν έβρισκε το δρόμο της.
      Έσκυψε και φίλησε το δροσερό της μάγουλο και την έσφιξε απαλά στην αγκαλιά του, μην και θρυμματιστεί.
      Βγήκε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατηφόρισε προς το ξενοδοχείο.
      Την βρήκαν την άλλη μέρα, γαλήνια σαν μορφή αγίου, με μια φωτογραφία του Θράσου σφιγμένη πάνω στο στήθος της, κάτω απ’ τα σταυρωμένα χέρια.








      Η Αθηνά είχε ετοιμάσει το φάκελο να τον καταθέσει στον συνεταιρισμό, για έκδοση άδειας. Όλα ήταν έτοιμα.
      Είχε την απαραίτητη έκταση που χρειαζόταν για να χαρακτηριστεί αγρότισσα και να διατηρήσει το δικαίωμα σε αγροτικές ενισχύσεις.
      Ο βολβός  του κυκλάμινου συλλέγονταν αρχές της άνοιξης και αφού χωρίζονταν σε δύο μέρη, χωρίς να καταστραφεί το φυτό, φυτεύονταν ώστε ανανεωμένο να ξαναφυτρώσει.
      Όμως μέχρι να έρθει αυτή η στιγμή η Αθηνά ήθελε να προσπαθήσει να κάνει κάτι και με τις ελιές, τις εγκαταλειμμένες τόσα χρόνια, μήπως προλάβει και γλιτώσει ένα μικρό μέρος της σοδειάς.
      Το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του και από τα λίγα πράγματα που μπορούσε πλέον να κάνει, είναι να καθαρίσει τον ελαιώνα από τα αγριόχορτα, να τον σκάψει έπειτα από τόσα χρόνια που αφέθηκε στην τύχη του και να τον λιπάνει.
      Και μιας και υπήρχε γεώτρηση, θα φρόντιζε για τη δημιουργία ενός συστήματος άρδευσης και για να ενισχύσει τη φετινή παραγωγή αλλά και να για να μείνει για τις επόμενες χρονιές.
      Εν τω μεταξύ η Κατερίνα είχε πάρει την άδεια όλων των ντόπιων παραγωγών για να μπορέσει η Αθηνά να περισυλλέξει μέσα από ελαιώνες  και αγρούς τους βολβούς. Με χαρά τους της τη δώσανε, όταν τους ζήτησε εργατικά χέρια για την περίοδο του χειμώνα που γι’ αυτούς νεκρή περίοδος ήταν και από εργασίες μα και από οικονομική σκοπιά.
      Με τη βοήθεια της Κατερίνας η Αθηνά αγόρασε σωλήνες και διακόπτες από τον γεωπόνο που τηρούσε εμπορικό μαγαζί στο νησί, και το πρώτο αμέσως Σάββατο βρέθηκαν οι δυο τους μαζί με τον Άγγελο στον ελαιώνα. Πιάσανε να τους απλώνουν και να τους συνδέουν μεταξύ τους ανάμεσα στα λιόδεντρα.
      Ο ήλιος έκαιγε λες και τα φυλλώματα ήταν μαγνήτες που τον τραβούσαν. Ιδρωμένοι και σκονισμένοι έσερναν τους σωλήνες και τους τοποθετούσαν σε σειρά. Είχαν φάει από νωρίς κάποια σάντουιτς που είχε ετοιμάσει η Αθηνά και τώρα έπιναν νερό από τα παγούρια τους.
      Μέσα στον καυτό ήλιο και το σύρσιμο των σωλήνων δεν άκουσαν το Μάνο που πλησίασε, μέχρι που στάθηκε ανάμεσά τους.
      «Ώρα για διάλειμμα. Η Θεανώ στέλνει τη σπιτική λεμονάδα της».
      Ακούμπησε το σακίδιό του στο τραπέζι που είχαν βγάλει έξω και τοποθετήσει κάτω από μία αιωνόβια ελιά.
      Τράβηξαν κοντά τις καρέκλες και ο Μάνος τους σέρβιρε στα μεταλλικά κύπελλα που έβγαλε από το σακίδιο. Καθώς κατέβαζαν με λαχτάρα το δροσερό και απολαυστικό περιεχόμενό τους ο Μάνος έβγαλε ένα ακόμη κλειστό δοχείο, το άνοιξε κι εμφανίστηκε η περίφημη ροδακινόπιτα.
      «Είπα της Θεανώς πως ένα ολόκληρο γλυκό είναι μάλλον υπερβολή, μα κόντεψε να μου τις βρέξει». Έτσι σερβιρίστηκαν από ένα γενναιόδωρο κομμάτι και απολάμβαναν τη δροσιά και τη γλύκα του μέσα στη ραστώνη του μεσημεριού.
      Ότι περίσσεψε το μετέφερε ο Μάνος στη δροσιά της αποθήκης και ακολούθησε την Κατερίνα που με περηφάνια του έδειχνε την πρόοδο τους.
      Ο Άγγελος με την Αθηνά συνέχισαν να κουβαλούν ένα μακρύ από βαρύ λάστιχο εύκαμπτο σωλήνα και ήταν αρκετά απορροφημένοι καθώς το μήκος του τον έκανε ασήκωτο.
      Με την άκρη των ματιών της είδε η Αθηνά την Κατερίνα να παίρνει ένα φτυάρι στα χέρια της και να τραβά ανάμεσα στην αποθήκη και στο στημένο τραπέζι. Το κάρφωσε κάθετα σε ένα σημείο πάνω στο στεγνό χώμα, σήκωσε το πόδι και το πάτησε με δύναμη.
      «Πατόφτυαρο», της ήρθε στο νου αμέσως η λέξη μα το μυαλό της έμεινε θολωμένο να επεξεργάζεται την άχρηστη πληροφορία.
      Χλόμιασε καθώς την παρακολουθούσε να σκάβει το χώμα. Ο σωλήνας έπεσε από τα χέρια της και κάπου πίσω της και βαθιά άκουσε μια κραυγή διαμαρτυρίας από τον Άγγελο.
      Ο Μάνος που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την αποθήκη αντίκρισε την εικόνα της Αθηνάς που έμοιαζε να έχει πετρώσει. Με μια ματιά είδε την Κατερίνα πιο δίπλα.
      «Τι σκάβεις εδώ πέρα;», ρώτησε αδιάφορα και στάθηκε με ανοιχτά τα πόδια στο χώμα αριστερά τους. Τα πόδια του πάτησαν με τόση δύναμη λες και δήλωναν πως σκοπεύουν να απλώσουν ρίζες εκεί.
      «Μου φάνηκε πως σε αυτό το σημείο έχει πολύ πυκνοφυτεμένους βολβούς. Σκέφτηκα να δοκιμάσω να χωρίσω μερικούς στη μέση, να τους ξαναφυτέψω και να δω αν θα πιάσουν».
      Ο Μάνος της χαμογέλασε.
      «Πολύ δημιουργική η ιδέα σου, αλλά θα σου ζητήσω να την αναβάλλεις για λίγες ημέρες. Βλέπεις, σύμφωνα με τα σχέδια, εδώ υπάρχει υδραυλική εγκατάσταση που τροφοδοτεί την αποθήκη με νερό από τη γεώτρηση. Το συνεργείο θα περάσει να την ελέγξει αύριο μεθαύριο. Καθώς φαίνεται να λειτουργεί ακόμη, καλό θα είναι να μην ρισκάρουμε να κάνουμε καμιά ζημιά».
      Η Κατερίνα ακούμπησε το φτυάρι στον τοίχο πίσω της.
      «Αλήθεια, έχει η αποθήκη νερό;».
      «Φυσικά», της απάντησε ο Μάνος και την τράβηξε απαλά μέσα.
      «Δε νομίζω να είναι πόσιμο, αλλά τη δουλειά του την κάνει», ακούστηκε η φωνή του και το νερό της βρύσης στη συνέχεια να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του.
      Η Αθηνά πήρε δυο βαθιές ανάσες και σκούπισε τον παγωμένο ιδρώτα από το πρόσωπό της. Έσκυψε και σήκωσε τον σωλήνα ξανά.

   



       Οι δυο μέρες που ακολούθησαν κύλησαν σαν σε όνειρο για τη Ραλλού και το Νικόλα και κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να πει με σιγουριά πως συνέβησαν.
      Το ίδιο απόγευμα έκλεισε η αρχική συμφωνία με τους Ιταλούς κι ο Νικόλας που είχε προειδοποιήσει τη Ραλλού φόρτωσε τα λιγοστά τους πράγματα σε ταξί και φύγανε για ένα ξενοδοχείο στην Πλάκα.
      Πέταξαν τα πράγματά τους σε διπλανά δωμάτια και πήραν πάλι τους δρόμους που τους έλουζαν τα χρώματα του δειλινού. Στους ίδιους δρόμους που πλανήθηκε η Ραλλού νωρίτερα και τώρα είχαν γλυκάνει στα μαβιά και στα ρόδινα.
      Ο Νικόλας της πρότεινε να πάνε για φαγητό, μα η Ραλλού δεν μπορούσε, δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Ήταν λες κι έπρεπε να καλύψουν κάθε σπιθαμή του νέου τούτου κόσμου.
     Μετά βίας στάθηκαν σε ένα καφενεδάκι στα πόδια της Ακρόπολης να πιουν μια λεμονάδα και να πάρουν ένα υποβρύχιο.
      Η Ραλλού άφησε το βλέμμα να ξεκουραστεί πάνω στα καταπράσινα εδάφη του Θησείου μπροστά τους, με τις χαμηλές ελιές και τα κυπαρίσσια σκόρπια.
     «Λες και δεν αντίκρισαν ομορφιά ξανά τα μάτια μου, τι θάμα είναι τούτο Νικόλα».
      Εκείνος τη χάιδεψε τρυφερά με το βλέμμα και χαμογέλασε με τον παιδικό ενθουσιασμό της. Σαν παιδί που πρωτοαντίκριζε τον κόσμο.
      Σκέφτηκε πως θα την πίεζε αργότερα να βάλει στο πρόγραμμά της τέτοιες μικρές αποδράσεις. Στην ανάγκη θα δημιουργούσε εκείνος τους λόγους για να την πείθει να φεύγει από το νησί πού και πού. Και τη δυνατότητα είχε, μα και το χρωστούσε στον εαυτό της. Μικρό κορίτσι ακόμη, κι οι ώμοι της κουβαλούσαν τις έννοιες και τα βάσανα μια μικρής αυτοκρατορίας. Και της οικογένειάς της.
      Απόλαυσε με λαχτάρα τη βανίλια από το υποβρύχιο κι έπειτα τύλιξε με τις παλάμες της το ποτήρι με την παγωμένη λεμονάδα και το έφερε στο στόμα. Το κατέβασε με ηδονική αργή απόλαυση, λες και ρουφούσε τη ζωή την ίδια.
      Μια σκιά στεφάνωσε τα μάτια του Νικόλα, στιγμιαία, σα μακρινή αστραπή, που αναρωτιέσαι αν πράγματι την είδες ή ήταν αποκύημα της φαντασίας σου. Όμως στο βλέμμα του Νικόλα άλλη σκιά δεν υπήρξε.
      Κι όταν η Ραλλού στράφηκε με πρόσωπο φωτεινό σαν τον Ήλιο πριν πάρει να δύει, εκείνος είχε θάψει τη λαχτάρα του, που ήταν πιο ζωτική κι από την ανάσα του στα πιο βαθιά μύχια της ύπαρξής του. Δεν υπήρχε περίπτωση να ακουμπήσει άλλο ένα βάρος,  άλλη μια έννοια στους ώμους της ψυχής του μικρού τούτου κοριτσιού που τόση ανάγκη είχε να ρουφήξει τη ζωή του παιδιού που της είχαν στερήσει.









      Όταν ο Μάνος γύρισε νωρίς το απόγευμα στο ξενοδοχείο, ο ήλιος ήταν ακόμη στο ζενίθ του.  Η κάψα άφηνε τους δρόμους άδειους, μα εκείνος ένιωθε να λούζεται από ευγνωμοσύνη για την ώρα τούτη του μεσημεριού, που τώρα, στέγνωνε τον κόσμο στο πέρασμά της μα παράλληλε ζύμωνε κι οδηγούσε την πλάση στην τελική ωρίμανσή της.
      Καθώς η κατηφόρα του δρόμου τον έφερε σιγά σιγά στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας, στάθηκε σε ένα άνοιγμα απ’ όπου αριστερά και κάτω έβλεπε να υψώνεται το λευκό αρχοντικό κτίριο του ξενοδοχείο, δεξιά και πάνω οι πιο ταπεινές γειτονιές της, με τα χαμηλά σπιτάκια πνιγμένα στις μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά.
      Τα πόδια του στάθηκαν ανοιχτά για μια στιγμή, και σάστισε όταν κρύο  αεράκι τον χτύπησε. Ένιωσε μια απρόσμενη δροσιά να τον τυλίγει σαν όταν μέσα στο νερό της θάλασσας πέφτεις σε παγωμένο ρεύμα.
      Έμεινε παραξενεμένος για λίγο κι έπειτα έστρεψε το κεφάλι στο βάθος και το μάτι του στάθηκε στο δρομάκι που ανέβαζε στο σπίτι της κυρά Χρυσάνθης.
      Έκλεισε τα μάτια και τον τύλιξε άρωμα βασιλικού, αυτό που πάντα έφερναν τα χέρια της. Η ανάσα του κόπηκε, τα μάτια του έγιναν θάλασσες. Στάθηκε λίγα λεπτά έτσι ακίνητος, καταμεσής του δρόμου, ρουφώντας με λαχτάρα το άρωμα τούτο που είχε πλημμυρίσει την πλάση και του έφερνε ζάλη, μα και μια αίσθηση ανακούφισης συνάμα.
      Έπειτα άνοιξε τα μάτια, με δυσκολία, σα να έπρεπε να αποχωριστεί κάτι αφόρητα αγαπημένο και ριζωμένο στην ψυχή του βαθιά.
      Αναποφάσιστος για μια στιγμή, το βλέμμα του έτρεξε ανάμεσα στην επάνω γειτονιά και στο ξενοδοχείο. Και ήταν λες κι ένα αόρατο χέρι ακούμπησε απαλά τον ώμο του και τον ώθησε προς το ξενοδοχείο.
      Βρήκε το Θράσο να μιλάει στο τηλέφωνο. Μπροστά του στοίβα τα χαρτιά. Ο υπολογιστής ανοιχτός στο σύστημα των κρατήσεων.
      Στάθηκε για λίγο έξω από το γραφείο, μα κατάλαβε πως θα αργούσε. Απομακρύνθηκε και πήγε στο δωμάτιό του να πλυθεί μιας και ήταν μέσα στη σκόνη και στον ιδρώτα.
      Για την κυρά Χρυσάνθη δεν υπήρχε πια καμιά βιάση. Ότι βιαζόταν στη ζωή της τώρα πια θα μπορούσε να περιμένει.
      Όταν γύρισε στη ρεσεψιόν ο Θράσος είχε τελειώσει. Τον είδε και στράφηκε προς το μέρος του.
      «Πώς πήγαν οι γεωργικές εργασίες; Φαινόσουν κατάκοπος».
      Ο Μάνος τον κοίταξε. Είδε έναν άνθρωπο μεσήλικα κι αναρωτήθηκε πότε πέρασαν τα χρόνια από πάνω τους. Πως δεν το είδε τόσο καιρό; Ήταν η αναχώρηση της κυρά Χρυσάνθης που τον έκανε να δει το Θράσο όπως ήταν; Έναν άντρα που η νιότη του τον είχε αφήσει προ καιρού;
      Μα αυτό θα πει μεγαλώνω, σκέφτηκε. Να μην υπάρχει πια γονιός να έχει την έννοια σου. Όσο έχεις μια κυρά Χρυσάνθη, να σκέφτεται να σου φτιάξει το αγαπημένο σου φαγητό, είσαι πάντα παιδί. Το παιδί κάποιου, μα και στη συνείδησή σου παιδί.
      Και τώρα εγώ είμαι η οικογένειά του και αυτός η δική μου. Μείναμε οι δυο μας.








      Το σούρουπο είχε αρχίσει να πέφτει και τα μαβιά και πορτοκαλιά χρώματα παντρεύονταν με το λευκό του γιασεμιού και το φούξια της μπουκαμβίλιας.
      Η Αθηνά αναστατωμένη μπαινόβγαινε ανάμεσα στο σπίτι και στον κήπο και παρά την πρόοδο που σημείωναν όλες οι εργασίες τόσο στο κτήμα όσο και στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
      Εκνευρισμένη πήρε ένα παγωμένο νερό από το ψυγείο, το σήκωσε και άρχισε να το κατεβάζει.
     Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της που άφηνε να την στοιχειώνουν μυστικά άλλων. Στριφογύρισε λίγο ακόμη σα λιοντάρι στο κλουβί  κι αποφάσισε ότι δε θα αφήσει άλλο σκελετούς κρυμμένους στη ντουλάπα. Θα έβαζε ένα τέλος.
      Φόρεσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και τράβηξε αποφασιστικά προς την έξοδο.
      Όσο ήρεμη ήταν η φύση την ώρα του δειλινού, τόσο αναστατωμένο ήταν όλο το είναι της. Σαν τσαγερό που αν δεν το κατεβάσουν  στη στιγμή από τη φωτιά θα αρχίσει να φτύνει αφηνιασμένα ατμούς και καυτό νερό.
      Η φόρα της κόπηκε απότομα όταν αντίκρισε πίσω από την πόρτα που άνοιξε την κυρία Ραλλού. Στην άκρη του κήπου στεκόταν ο Μάνος με τον κύριο Νικόλα.
      «Ετοιμαζόσουν να βγεις παιδί μου;», ακούστηκε η φωνή της Ραλλούς.
      Έγνεψε καταφατικά.
      «Ναι, σκόπευα να πεταχτώ ως το κτήμα».
      «Θα μου άρεσε πολύ να περπατήσω ως εκεί μαζί σου. Κάποτε το κτήμα του παππού σου ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Ή μάλλον το μοναδικό μου σπίτι».
      Η Αθηνά στάθηκε στη δήλωση της κυρίας Ραλλούς και ήρθαν στο μυαλό τα γράμματα με το μυστηριώδες Ρ. για υπογραφή.
      Η Ραλλού δεν περίμενε απάντηση. Έκανε ένα βήμα προς τον κήπο και στάθηκε στο πλάγι περιμένοντας την Αθηνά να την ακολουθήσει.
      Εκείνη κοντοστάθηκε για λίγο παραζαλισμένη, κι έπειτα έκλεισε πίσω της την πόρτα και προχώρησε προς την έξοδο.
      Ο Μάνος κι ο  Νικόλας την χαιρέτησαν με ένα νεύμα του κεφαλιού και τις άφησαν να προπορευτούν.
      Κατηφορίζοντας το δρόμο τον λουσμένο στις ευωδιές που την ώρα τούτη απόσταζε ο τόπος χύνοντας τες σαν βάλσαμο επάνω του η Αθηνά δεν διαμαρτυρήθηκε καν για την αργή πορεία τους. Ήταν τόσο αποπροσανατολισμένη από την ξαφνική και παράδοξη τούτη εισβολή που δεν μπορούσε να αντιδράσει.
      Και μαθημένη όπως ήταν να περπατά πάντα με ρυθμό τάχιστο θα έπρεπε να την ξενίσει φυσιολογικά ο περίπατος τούτος. Με το ρυθμό που πηγαίνανε και στο χρόνο που θα τους έπαιρνε να φτάσουν στο κτήμα η ίδια θα μπορούσε να πάει και να γυρίσει δύο φορές τουλάχιστον.
      «Τον παππού σου τον γνώρισα παιδί. Είχα ορφανέψει από πατέρα και το σπίτι μου είχε γίνει το πιο ξένο μέρος για μένα. Με μάζεψε ένα μεσημέρι που είχα κουτρουβαλιαστεί με το ποδήλατο στα βράχια, κι από τότε εκείνος έγινε ο άνθρωπός μου και η αποθήκη στο κτήμα σπίτι μου.
      Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί γνωρίσαμε τον τόπο, μαζί ονειρευτήκαμε. Και κάναμε όνειρα πολλά. Θέλαμε να σπουδάσουμε μαζί, να πραγματοποιήσουμε μαζί τα όνειρά μας, και το κτήμα με τις ελιές θα γινόταν το σπίτι μας».
      Είχαν αρχίσει να βγαίνουν από το δρόμο και να κατηφορίζουν το φιδίσιο μονοπάτι όταν  η Αθηνά πρόσεξε πως ο βηματισμός της κυρίας Ραλλούς είχε γίνει ελαφρύς, το πρόσωπό της λαμπερό σα να το είχε στεφανώσει φωτοστέφανο κι έμοιαζε να ίπταται πάνω από το έδαφος.
      «Τελείωνα το σχολείο και η μητέρα μου συνεννοήθηκε με την οικογένεια του άντρα μου. Ο γάμος έγινε πριν το καταλάβω. Δεν ωφελούσε τίποτε και τίποτε δεν μπόρεσα να κάνω για να το σταματήσω.
      Νόμισα πως ήταν το τέλος της ζωής μου, πιο απάνθρωπο θηρίο δεν συνάντησα στον κόσμο τούτο. Κάθε κακό υπήρχε μέσα του και σκόρπαγε μόνο πόνο και δυστυχία.
      Το μόνο που με κράτησε στη ζωή ήταν πως βρήκα το θάρρος και έφερα στον κόσμο την Αναστασία μου, παιδί του παππού σου. Κι άρχισε και πάλι ένα φως να λάμπει».
      Φτάσανε στο κτήμα και είχε πάρει να νυχτώνει.
      Η Αθηνά ξεκλείδωσε και έβγαλε μερικές καρέκλες. Ο Μάνος κι ο Νικόλας δεν φαινόντουσαν πουθενά, ενώ η κυρία Ραλλού στεκόταν καταμεσής στο ξέφωτο μπροστά απ’ το πέτρινο κτίριο, με το κεφάλι υψωμένο να την λούζει το φως του φεγγαριού. Κι έμοιαζε σα να συνομιλούσε με τ’ άστρα.
      Πέρασε λίγη ώρα και η Αθηνά ανήσυχη και τρομαγμένη στάθηκε δίπλα της.
      «Ένα βράδυ ακολούθησα τον άντρα μου αργά τη νύχτα στο εργοστάσιο. Είχα αρχίσει να ακούω διάφορα, και ήθελα να διαπιστώσω μόνη μου την αλήθεια. Εκεί τον είδα να βιάζει ένα αγόρι δεκατεσσάρω, δεκαπέντε χρονώ. Ήταν γιος εργάτη και το απειλούσε πως θα πετάξει τον πατέρα του στο δρόμο».
      Στράφηκε προς το μέρος που περίμενε να εμφανιστεί ο Μάνος και ο Νικόλας.
      «Δεν ξέρω που βρήκε το κουράγιο το παιδί, αλλά κάποια στιγμή είδα τον άντρα μου να σωριάζεται. Του είχε πετύχει αρκετά χτυπήματα με ένα μαχαίρι που κουβάλαγε μαζί του. Βγήκα μπροστά και τον βοήθησα να φορτώσει το κουφάρι σε μια βάρκα. Τον έστειλα εδώ να βρει τον παππού σου».
      «Νομίζω πως μετά από κοντά εξήντα χρόνια θα ξανασυναντήσω τον άντρα μου. Ή ότι απέμεινε από αυτόν», συμπλήρωσε περιφρονητικά.
      Η Αθηνά ταλαντεύτηκε.
      «Στο χέρι σου είναι να αποφασίσεις τι θα κάνεις με όσα γνωρίζεις. Ούτε χρειάζεται να ανησυχήσεις. Κι εγώ κι ο Νικόλας έχουμε φτάσει σε τέτοια ηλικία που δε θα μας πειράξουν. Αποδείξεις δεν υπάρχουν. Το έγκλημα θα έχει παραγραφεί», συμπλήρωσε με απόλυτη αδιαφορία λες και μιλούσαν για τον καιρό.
     «Αν όμως αποφασίσεις να μη μιλήσεις», συνέχισε, «θέλω να σου ζητήσω μία χάρη ακόμη. Άσε το Μάνο και το Νικόλα να πάρουν…», έδειξε με μία κίνηση του κεφαλιού τη γη.
      «Θέλω να μείνω μόνη μου εδώ πέρα. Αισθάνομαι πως είναι εδώ σήμερα, μαζί μου», σήκωσε ξανά το κεφάλι προς τον ουρανό και την έλουσαν τα άστρα.
      Η Αθηνά μετά βίας κατάφερε να σηκώσει τα πόδια της και να πορευτεί προς το μέρος του Μάνου. Ο Νικόλας έκανε να τραβήξει προς το μέρος της Ραλλούς μα κάτι τον συγκράτησε.
      Η εικόνα της ίσως, φωτεινή σα να ήταν άστρο κι αυτή, τα μαλλιά της πάλλευκα μέσα στη νύχτα, να κατηφορίζει σα να μην πατάει στη γη προς τη θάλασσα.
      «Λοιπόν Αθηνά», την άγγιξε απαλά ο Μάνος στο μπράτσο.
      Εκείνη αναθάρρεψε λίγο, σαστισμένη, κι έπειτα του ένευσε καταφατικά.










      Λίγο πιο πάνω τους καρτερούσε ο Θράσος με ένα αγροτικό αυτοκίνητο που είχε δανειστεί από τον κυρ Μιχάλη. Δεν επέμενε στην ερώτηση του προς το Μάνο, όταν του είπε πως θα χρειαστούν τη βοήθειά του.
      Τους είδε να πλησιάζουν το αυτοκίνητο και να αφήνουν κάτι που έμοιαζε με χαρτόκουτο στην καρότσα. Στη συνέχεια άνοιξαν την πόρτα του συνοδηγού και στριμώχτηκαν και οι τρεις μέσα.
      «Πέρνα από τα νεκροταφεία», του ψιθύρισε ο Μάνος.
      Ο Θράσος ήταν πολύ κουρασμένος από την κηδεία της μητέρας του για να ανοίξει συζήτηση. Τον κοίταξε μόνο για μια στιγμή ξαφνιασμένα κι έπειτα ξεκίνησε.
      Στάθηκε ακριβώς στην είσοδο των νεκροταφείων, έξω από τη Χώρα. Ο Μάνος κατέβηκε κάτω και ο Νικόλας τον συνόδεψε. Η Αθηνά έκανε να τους ακολουθήσει μα την σταμάτησαν.
      Μπήκανε σε ένα μικρό κτίριο, πίσω από το εκκλησάκι που δέσποζε δεξιά της εισόδου.
      «Το φακό κυρ Νικόλα».
      Ο Νικόλας φώτισε πάνω στην πόρτα που ήταν ακλείδωτη και υποχώρησε στο πρώτο άγγιγμα.
      Το λιγοστό φως του φακού φώτισε το στενό και αραχνιασμένο χώρο. Στους τοίχους τριγύρω ράφια γεμάτα μπλε κουτιά, και κάποια ανοιχτά και πεσμένα κατάχαμα. Κάνα δυο οστά και μία νεκροκεφαλή ανάμεσά τους.
      Ο Μάνος εντόπισε ένα κενό σε ένα άνοιγμα και έσπρωξε το παράταιρο κουτί του αρκετά πίσω όμως, ώστε να μην φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Έπειτα κοίταξε ικανοποιημένος το χώρο και έγνεψε του Νικόλα βγαίνοντας.
      Ο Νικόλας έμεινε λίγα δευτερόλεπτα ακόμη, να κοιτά το σημείο όπου είχε αποθέσει το κουτί. Έπειτα έσβησε το φως και βγήκε τραβώντας την πόρτα πίσω του.
      Σα γύρισαν στο ξενοδοχείο ο Νικόλας δεν τους ακολούθησε μέσα. Κάθισε σε μία λευκή φερ φορζέ πολυθρόνα, την οποία τράβηξε σε μία σκοτεινή ανατολική άκρη της βεράντας, με το βλέμμα του καρφωμένο στη θάλασσα, προς τη μεριά του κτήματος.
      Πέρασαν έτσι λίγες ώρες κι ένα πεφταστέρι έσκισε τον ουρανό.  Όταν πήρε να ανατέλλει σηκώθηκε αργά και κουρασμένα. Βγήκε στο δρόμο και πήρε να ανηφορίζει.
      Όταν έφτασε στο κτήμα την είδε αμέσως. Ήταν καθισμένη στα ριζά μας ελιάς, ακουμπισμένη στη ράχη του δέντρου, με το κεφάλι γερμένο ελαφρά στο πλάι.       Τα λευκά της μαλλιά στεφάνωναν το πρόσωπό της που ήταν γαλήνιο, χαμογελαστό θαρρείς.
      Ο Νικόλας άκουσε ένα θρόισμα μέσα από τις φυλλωσιές της ελιάς και είδε δυο αηδόνια να πετούν συντροφεμένα. Χαμογέλασε αχνά και κάθισε κάτω, δίπλα στη Ραλλού. Ακούμπησε την πλάτη του στον κορμό του αιωνόβιου δέντρου.
      Άπλωσε το χέρι και πήρε το δικό της, παγωμένο μέσα στο δικό του. Έγειρε το κεφάλι πίσω και τα βλέφαρά του γείρανε.
      Μέσα στο δροσερό πρωινό ένιωσε μια γλυκιά θέρμη να τον τυλίγει.
 

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

20ο κεφάλαιο



      Ο θάνατος της κυρίας Χρυσάνθης έπεσε σαν κεραυνός στη ζωή του Θράσου. Το τέλος της υπήρξε το ίδιο αθόρυβο με τη ζωή της.
      Κανέναν δεν είχε αφήσει να καταλάβει πως σιγά σιγά οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν.
      Είχε ελαφρύνει σα σπουργίτι και το βήμα της γίνηκε αθόρυβο, λες κι ένα σύννεφο τριγύρναγε απαλά τριγύρω το σπίτι. Κι ήταν σα να μην άφηνε πια το αποτύπωμά της στο κόσμο τούτο. Λες κι ήταν ήδη αερικό, που ανάλαφρα αιωρούνταν ανάμεσά τους.
      Όσο περνούσε ο καιρός μείωνε τις δραστηριότητες της. Περιόριζε τις ανάγκες της. Έκανε τα στραβά μάτια στο πάντα αστραφτερό σπιτάκι της, και χαμογελούσε σκανδαλιάρικα στη σκόνη. Και σαν έβλεπε κανένα σκουπιδάκι το έσπρωχνε πονηρά κάτω από καμία κουρελού.
      Αντί να μαγειρεύει, αφού ο Θράσος έτρωγε στο ξενοδοχείο, τρεφόταν μόνιμα με κάποιο φρούτο και λίγο τυράκι. Και μπόλικο γάλα.
      «Τώρα κυρά Χρυσάνθη», έλεγε στον εαυτό της μονολογώντας, «ήρθε η ώρα σου για ανάπαυλα και διακοπές».
      Κι όταν καμιά φορά της έσφιγγε ο πόνος σα μέγγενη το στήθος, έσφιγγε κι αυτή τα δόντια. Και στηρίζοντας το λιποβαρές κορμί της από έπιπλο σε έπιπλο κατάφερνε να φτάσει στο κρεβάτι της και να ξαπλώσει.
      «Ή που θα με πάρεις, ή που θα μ’ αφήσεις», βγήκε από το στόμα της κάποια φορά με δυσκολία η φωνή της.
     «Στα χέρια σου είμαι».
      Και κάποιες φορές δεν κατάφερνε να φτάσει στο κρεβάτι της. Κι έμενε εκεί όπου την χτύπησε σαν κεραυνός ο πόνος, σωριασμένη σα ρούχο ριγμένο κατάχαμα.
      Μα το βλέμμα της είχε γαληνέψει κι ήταν πιο ανάλαφρο. Κι εκεί ήταν που ξεγελούσε το Θράσο. Η ηρεμία της, η έλλειψη κάθε ανησυχίας.
      Μα εκείνη έβλεπε και συνομίλαγε πια και με άλλα πλάσματα, εκτός του κόσμου τούτου. Ήδη διάβαινε ανάμεσα στους αγγέλους.
      Την Κυριακή είχε φωνάξει το Θράσο για φαγητό. Δεν του ‘χε πει τίποτε, μα το φαγητό το ετοίμασε η Δέσποινα, η μικρανεψιά της, σύμφωνα με τις οδηγίες της.
      Κι έφαγε ο Θράσος κι εκείνη κάθισε αντίκρυ του, ανακατεύοντας το φαγητό της.
      «Συγχώρα με γιέ μου, ξέρεις ότι δεν μπορώ να κάνω πίσω στα κολοκυθάκια αυγολέμονο. Δοκίμασα και ξαναδοκίμασα», του γέλασε πονηρά με το φαφούτικο στόμα της.
      Κι ο Θράσος την κοίταξε τρυφερά, κι αναρωτήθηκε πότε η μητέρα του έγινε έτσι άυλη σαν αερικό που τριγυρνά σε έρημα δωμάτια τη νύχτα.     
      «Πότε έρχεται ο Μάνος;», τον ρώτησε ψιθυριστά λες και δεν ήθελε να τον βγάλει από την ιεροτελεστία του φαγητού.
      «Το απόγευμα», της απάντησε και αναρωτήθηκε αν το είχε ξεχάσει η μητέρα του.
      Του χαμογέλασε και σκάλισε το πιάτο της.
      «Κάνε ότι τρως», είπε στον εαυτό της κι ανεβοκατέβαζε ένα σχεδόν άδειο πιρούνι στο στόμα.
      «Άστα εδώ παιδί μου», του είπε όταν σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι.
      «Απόκαμα. Βοήθα με στο κρεβάτι μου».
      Την φίλησε στο λείο της μάγουλο, το απαλό και λευκό.
      «Θράσο, θέλω να μου φέρεις το Μάνο σήμερα. Τον πεθύμησα».
      «Εντάξει μητέρα», της είπε και της χάιδεψε το μάγουλο με το πίσω μέρος της παλάμης του.
      «Δε θα λησμονήσεις! Μου το υπόσχεσαι;».
      «Στο υπόσχομαι βέβαια».
      Και θα είχε ανησυχήσει φυσιολογικά ο Θράσος με το αίτημά της, που ήταν κάπως πιεστικό. Αλλά ήταν τέτοια η γαλήνη στα μάτια της. Και η αδυναμία που είχε του Μάνου έκδηλη τόσα χρόνια τώρα. Που πάλι τον ξεγέλασε.









      Η Αθηνά άδειασε το διαμέρισμά της. Λιγοστά πράγματα, χώρεσαν σ’ ένα τόσο δα φορτηγάκι και στάλθηκαν  στο νησί.
      Ήταν στο γραφείο δείχνοντας ότι χρειαζόταν στο νεαρό που θα την αντικαθιστούσε. Εκκρεμότητες δεν είχε να αφήσει πίσω της, ποτέ τέτοιο βραχνά δεν επέτρεπε να χαλά την ησυχία της. Ο νεαρός που θα έμενε στη θέση της ήταν ήδη κάποια χρόνια στη δουλειά και δεν ανησυχούσε για τίποτε. Εκείνος από την άλλη αισθανόταν ανασφάλεια.
      «Ένα mail θα μας χωρίζει», τον καθησύχασε. « Ότι χρειαστείς θα είμαι εδώ».
      Από το παράθυρο του γραφείου είδε τον κύριο Σωτηρόπουλο να της γνέφει.
      «Δώσε μου μισό λεπτό».
      Προχώρησε στο βάθος του έρημου διαδρόμου, έρημου αφού η εταιρία ήταν κλειστή για διακοπές. Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και πέρασε μέσα.
      «Με θέλετε;»
      «Αθηνά, ναι. Γι’ αυτό ήρθα σήμερα. Από τις προάλλες που ανταμώσαμε έχω φάει τον κόσμο να ψάχνω. Έχω γυρίσει κάθε πέτρα ανάποδα. Έκοψα τις άδειες στους χημικούς και τους βοτανολόγους μας. Ήρθα σε επαφή με εταιρίες στο εξωτερικό».
      Την κοίταξε λες κι αναρωτιόταν γιατί στεκόταν εκεί μπροστά του. Της έγνεψε να καθίσει τελικά.
      Η Αθηνά κάθισε στην άκρη της βαθιάς δερμάτινης πολυθρόνας. Δεν της άρεσε ποτέ να βουλιάζει όταν κάθεται, ήθελε να είναι πάντα σε ετοιμότητα.
      «Φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές προοπτικές στην επεξεργασία του άγριου κυκλάμινου. Και πλησιάζει ο καιρός να λανσάρουμε κάποιο νέο προϊόν», της είπε και έκανε μια παύση. Σκεφτόταν.
      «Αποφάσισα να χρηματοδοτήσω την προσπάθειά σου Αθηνά .Θα σε στηρίξει η εταιρία. Βοτανολόγος, γεωπόνος και το κόστος της παραγωγής. Θα απορροφήσουμε την παραγωγή των δύο πρώτων ετών, σε ότι συμπεράσματα και να καταλήξει η έρευνα. Και μετά θα αποφασίσουμε».
      Η Αθηνά επεξεργαζόταν με ταχύτατο ρυθμό τις νέες πληροφορίες που δεχόταν.
      Είχε κάνει καλά τους υπολογισμούς της και ήξερε πως μπορούσε να επιβιώσει για κάποιο διάστημα. Και να αναλάβει το ρίσκο. Αν ο κύριος Σωτηρόπουλος αναλάμβανε τα έξοδα των δύο πρώτων χρόνων, το κεφάλαιο που της είχε αφήσει ο παππούς της δεν θα εξανεμιζόταν. Το ρίσκο πλέον δε θα ήταν οικονομικό. Είχε και η ίδια τις αποταμιεύσεις της.
      «Τι σκέφτεσαι Αθηνά; Σου μιλάω, με ακούς;».
      Ύψωσε αργά το βλέμμα κι αναμασούσε μέσα της τη φράση:
      «Δεν χρωστάς σε κανέναν ευγνωμοσύνη. Πρέπει να βλέπεις μόνο το στόχο. Δε χρωστάς τίποτε σε κανέναν…».
      Όταν τα μάτια της αντίκρισαν αυτά του διευθυντή της δεν μπόρεσε να πει όσα κατέκλυζαν το μυαλό της. Το στόμα της ήταν στεγνό και κατάφερε να ψελλίσει μόνο ένα ευχαριστώ.
     
          






      Η Ραλλού κατέβαινε για τρίτη φορά στο λιμάνι του Πειραιά. Την πρώτη ήταν για να υπογράψει τα χαρτιά για το δάνειο, αυτό που τους δόθηκε ώστε να υλοποιήσουν την επένδυσή τους.
      Η δεύτερη ήταν για να υπογράψει τα χαρτιά της επιχορήγησης όταν πια είχαν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της επένδυσης.
      Και τώρα ήταν η τρίτη. Θα προχωρούσαν στην γνωριμία ενός πολύ μεγάλου πελάτη. Αν καταλήγανε σε κάποια αρχική συμφωνία, το επιτελείο του θα κατέβαινε στο νησί, να ελέγξει τις εγκαταστάσεις τους και τη δυνατότητά τους να κατασκευάσουν για λογαριασμό της εταιρίας τους μία σειρά από πολυτελή σκάφη αναψυχής.
      Ο πελάτης ήταν ένας βαθύπλουτος Ιταλός και είχαν κατέβει με το Νικόλα. Κατάλυσαν σε ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά και το ραντεβού τους ήταν την επόμενη μέρα. Αφού κατέβηκαν από το καράβι ξημερώματα, ξεκουράστηκαν στα δωμάτιά τους και το πρωί συναντήθηκαν στην μεγάλη αίθουσα όπου σερβίρανε πρωινό.
      Ο Νικόλας θα πήγαινε στο Υπουργείο Ανάπτυξης καθώς είχε δουλειές να τακτοποιήσει. Η Ραλλού επέμενε να πάει μαζί του, μα εκείνος ήταν κάθετος.
      «Θα σε αφήσω στην Πλάκα και θα έχεις ώρες μπροστά σου να σεργιανίσεις. Θα συναντηθούμε κατά τις τέσσερις ακριβώς εδώ», της έδωσε ένα χαρτάκι με μία διεύθυνση.
      Η Ραλλού τον κοίταξε για λίγο σα χαμένη, ζαλισμένη απ’ την χαρούμενη φασαρία γύρω τους. Μα έπειτα γέλασε με το δείλιασμα της και τον χαιρέτισε. Είχε δίκιο ο Νικόλας. Μπορούσε να τα δει και να τα απολαύσει όλα τούτα.
      Ανέβηκε στην Κυθανηδαίων, έστριψε αργά στην Θέσπιδος και πήρε να ανηφορίζει. Η μέρα ήταν γλυκιά και ζεστή πολύ, αλλά γινόταν υποφερτή κάτω από τον ίσκιο των δέντρων και των σπιτιών δεξιά κι αριστερά στα στενά σοκάκια.
      Τριγύρισε στα Αναφιώτικα, χάζεψε γάτες που λιάζονταν και σκύλους που τεμπέλιαζαν. Ένα γλυκό φως πλημμύριζε την πλάση, η σκιά του βράχου της Ακρόπολης το φιλτράριζε και το έριχνε πάνω σε όλα, αγιασμένο θαρρείς.
      Αισθάνθηκε ανάλαφρη η Ραλλού, ανάλαφρη σαν μικρό παιδί που γυρνά αμέριμνο στους δρόμους, χωρίς προφανή λόγο και σκοπό. Μα να είναι η άσκοπη αυτή του περιπλάνηση η γνωριμία του με τα πιο βασικά στοιχεία της ζωής του. Το φως, το χώμα, τη δροσιά, τα αρώματα.
      Το βλέμμα της ταξίδευε, χάιδευε όμορφα αετώματα σε σπίτια, γιασεμιά σκαρφαλωμένα σε αυλόγυρους.
      Ελεύθερη αισθάνθηκε, ελεύθερη από όλα τα δεσμά. Ξέχασε τη δουλειά και τη συνάντηση, σταμάτησε να αγωνιεί για την Αναστασία που είχε αφήσει πίσω της, στα χέρια και το άγρυπνο βλέμμα του κυρ Αναστάση.
      Πόσο λαχτάρησε αυτή την ελευθερία, να είναι ανέμελη σα σπουργίτι που τριγυρνά από χαμόκλαδο σε χαμόκλαδο χωρίς να ανησυχεί για τίποτα.
      Σε ένα δρομάκι ανάμεσα σε δυο σειρές παλιά σπίτια, φτωχικά μα ζωντανά, με τενεκέδες με βασιλικούς και γεράνια αραδιασμένα σε σειρά μπροστά τους και δέντρα στα πεζοδρόμια να στεφανώνουν τα κλαδιά τους στο κέντρο του, σταμάτησε. 
      Στάθηκε, ύψωσε το βλέμμα κι άφησε να τη χαϊδέψουν οι ακτίνες του φωτός που τρύπωναν παιχνιδιάρικα μέσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές.
      Αισθάνθηκε λες κι ήταν το χέρι του Θεού που την άγγιξε κι έκλεισε τα μάτια της που πλημμύρισαν από δάκρυα.
     Δάκρυα λύπης, ευγνωμοσύνης, δεν ήξερε να πει. Σα να ήταν κάθε δάκρυ ένα χαμένο όνειρο, μια ελπίδα αλλότινη. Μα και το σήμερα της, η Αναστασία, ο Νικόλας, ο κυρ Αναστάσης. Και τότε κατάλαβε πως οι πόνοι κι οι χαρές, τα χαμένα όνειρα κι η ζωή που αξιώθηκε, οι άνθρωποι που χάθηκαν μα κι οι άνθρωποι που ήρθαν, όλα μετριούνταν το ίδιο στο ισοζύγιο της ζωής της. Κι άνοιξε τον εαυτό της πρώτη φορά και τα αγκάλιασε όλα με την ίδια αποδοχή. Χωρίς να αποστρέφεται τίποτα και χωρίς να μετράει τίποτε περισσότερο από τα άλλα.
     
     






      Το άλλο πρωί ο Θράσος ανηφόριζε το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της μητέρας του. Δίπλα του ο Μάνος, σιωπηλοί απολάμβαναν το ελαφρύ απογευματινό αεράκι.
      Στο μυαλό του Θράσου που τον τελευταίο καιρό ήταν γεμάτο από το καινούριο λογισμικό για την λογιστική παρακολούθηση του ξενοδοχείου, τώρα έτρεχαν σα σκηνές από ταινία κουβέντες και εικόνες από τις προηγούμενες μέρες.
      Ανησυχία άρχισε να τον πλημμυρίζει. Ανησυχία καθώς έφερνε στο νου του ξανά σκηνές από τη μητέρα του. Ένιωσε το οξυγόνο του να λιγοστεύει όταν έφερε τη φιγούρα της ξανά στα μάτια του. Διάφανη σχεδόν, λες και γινόταν άυλη.
      Είχε αρχίσει να αιωρείται θαρρείς πάνω απ’ το υλικό της σώμα, μα κανείς δεν το πρόσεξε. Αισθάνθηκε μια μέγγενη να του σφίγγει την ψυχή κι η ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία. Ο Μάνος δίπλα του πρόσεξε την αλλαγή αυτή στη διάθεσή του μα δεν μίλησε.
      Η κυρά Χρυσάνθη καθόταν στο χαμηλό μπαλκονάκι της που το έπνιγαν γλάστρες με γεράνια και μυριστικά. Το κεφάλι της στεφανωνόταν από μια αραιή πια λευκή πλεξούδα, τυλιγμένη γύρω του, ήταν στητό πάνω στο λεπτό κορμί, τα μάτια κλειστά, δεχόταν τις ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν μέσα από την κληματαριά.
      Τα λευκά διάφανα χέρια ήταν σταυρωμένα πάνω στην ποδιά της.
      Ανέβηκαν τα σκαλιά με το Μάνο να προπορεύεται και να τα ανεβαίνει δυο δυο.
      Στράφηκε προς το μέρος τους και άνοιξε αργά τα μάτια. Ύψωσε τα χέρια και ο Μάνος τα πήρε στα δικά του και τα φίλησε. Δεν είχαν πια κανένα βάρος.
      «Τι τελεσίγραφα είναι αυτά που στέλνεις; Λες και χρειαζόταν πρόσκληση για να έρθω να σε δω!», την μάλωσε τρυφερά.
      Έφερε τα χέρια του κοντά στο πρόσωπό της και έγειρε το μάγουλό της πάνω τους. Ο Μάνος τρόμαξε με το δροσερό σχεδόν παγωμένο άγγιγμα που ένιωσε, μα δεν το έδειξε.
      «Μη με μαλώνεις γιε μου. Αυτό είναι το καλό του να είσαι γέρος. Έχεις τις παραξενιές σου και οι άλλοι κάνουν υπομονή μαζί σου».
      Του χαμογέλασε πονηρά με το φαφούτικο στόμα της κι ήταν σα ζαβολιάρικο ξωτικό.
      Ο Θράσος παρακολουθούσε αμίλητος τη σκηνή.
      Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως δυο ζευγάρια μάτια τον παρατηρούσαν και προχώρησε προς το μέρος τους κοιτάζοντας την εξεταστικά.
      «Θράσο μου θα θυμώσεις αν σου γυρέψω κάτι;».
      Πετάχτηκε σα να ξύπνησε από λήθαργο.
      «Ότι θέλεις μητέρα».
      «Ξέχασα να στείλω τη Δέσποινα για ψώνια και πεθύμησα παγωτό τριαντάφυλλο.  Θα πεταχτείς να μας πάρεις λίγο;».
      Ο Θράσος κοίταξε τον Μάνο που του ένευσε καταφατικά. Έπειτα τράβηξε μια καρέκλα δίπλα της και της χαμογέλασε συνωμοτικά.
      «Βρε την κυρά Χρυσάνθη που πεθύμησε παγωτό τριαντάφυλλο! Από πότε μου έγινες λιχούδα εσύ;».
      Φώτισε πάλι το διάφανο πρόσωπο με το φαφούτικο χαμόγελό της. Το βλέμμα της παιχνίδιζε.
      «Κάθισε γιε μου», του είπε κι έπειτα σκέπασε με το χέρι της το δικό του, μόλις έφυγε ο Θράσος.  Τον κοίταξε και το βλέμμα της πλημμύρισε τρυφερότητα.
      «Ήρθε η ώρα μου γιέ μου», του είπε με ήρεμο βλέμμα.
      «Τι λες κυρά Χρυσάνθη;», πετάχτηκε ο Μάνος. «Έχεις εσύ πολλά ψωμιά ακόμη να φας», την πείραξε έπειτα.
      «Και πολύ παγωτό τριαντάφυλλο. Μη σε ξανακούσω…».
      Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
      «Σώθηκε το λάδι μου γιέ μου. Έτσι είναι τούτο. Όπως άλλωνε πριν από μένα. Κι όπως κι άλλωνε μετά από μένα. Έτσι είναι τούτο», τον καθησύχασε.
      «Μην πεις τίποτε του Θράσου. Αλλά να ξέρεις. Άλλον από σένα δεν έχει. Την ευχή μου σου δίνω γιόκα μου και την ψυχή του την ακουμπάω στα χέρια σου. Τώρα που θα φύγω μην τον εγκαταλείψεις. Και να δίνει ο Θεός να στέκεστε παντοτινά ο ένας δίπλα στον άλλον. Έτσι όπως εσείς θελήσατε. Έτσι όπως θέλησε και σας ευλόγησε κι Εκείνος».
      Ο Μάνος δεν μπόρεσε να αρθρώσει κουβέντα, μόνο κράτησε σφιχτά τα χέρια της και την αντίκρισε πίσω από τα βουρκωμένα μάτια του.







      Τα λιγοστά έπιπλα είχαν τοποθετηθεί στα δωμάτια από τους ανθρώπους του ηλεκτρολόγου, με τη βοήθεια του Μάνου. Το σπίτι ήταν έτοιμο, καθαρό και λειτουργικό. Έμενε μόνο η σύνδεση με το τηλέφωνο και το διαδίκτυο, που δε θα αργούσε.
      Ούτε μοναστηριακό κελί δεν είχε τέτοια λιτή επίπλωση, μα η ζωή της ήταν πάντα λιτή και με ελάχιστες αποσκευές.
      Γυρνούσε μέσα στα άδεια σχεδόν δωμάτια και σε αντίθεση με κάθε φυσιολογικό άνθρωπο που θα σχεδίαζε πως θα τα γεμίσει, εκείνη απολάμβανε τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες να εμποδίζουν τη θέα προς τα έξω, τους άδειους τοίχους και  τα ελάχιστα έπιπλα που δεν στέκονταν εμπόδιο.
     Είχε την αίσθηση πως η έλλειψη αντικειμένων άφηνε τον αέρα να κυκλοφορεί ελεύθερο σαν τον άνεμο πάνω από το πέλαγος.
      Την ίδια κιόλας ημέρα κατέβηκε να επισκεφτεί τον γεωργικό συνεταιρισμό του νησιού. Γεωργικό τοις τύποις, καθώς στην ουσία ελαιοπαραγωγικός ήταν, μιας και ελάχιστες άλλες καλλιέργειες υπήρχαν στο νησί.
      Τα γραφεία του συνεταιρισμού στεγάζονταν σε μία πλινθόκτιστη παλιά αποθήκη των αρχών του προηγούμενη αιώνα. Οι πέτρες ήταν στο χρώμα του πηλού και το κτίριο σκίαζαν ψηλά πεύκα. Μπήκε μέσα και διέσχισε κάθε χώρο για να μην βρει κανέναν. Από μία ορθάνοιχτη πόρτα στο πίσω μέρος βγήκε στην αυλή. Εκεί συνάντησε τους δύο γεωπόνους του συνεταιρισμού καθισμένους σε έναν ξύλινο πάγκο με απλωμένα χαρτιά κι ένα ανοιχτό λάπτοπ μπροστά τους.
      Η Κατερίνα και ο Άγγελος. Νέα παιδιά και οι δυο, της προξένησε εντύπωση η ηλικία και το χαλαρό τους ντύσιμο.
      Συστήθηκε ευγενικά και ρώτησε αν θα μπορούσαν να της διαθέσουν λίγο από το χρόνο τους. Ο Άγγελος της ένευσε να καθίσει και η Κατερίνα την ρώτησε ευθέως από πού ήταν και πως βρέθηκε στο νησί τους.  
      Η Αθηνά ξαφνιάστηκε με την απροκάλυπτη τούτη εκδήλωση περιέργειας. Ούτε για τους τύπους η Κατερίνα δεν έδειξε διακριτικότητα.
      Κι όταν μην ξέροντας πώς να ξεφύγει, εξιστόρησε με συντομία το πώς βρέθηκε εκεί και ποιες ήταν η προθέσεις της, η Κατερίνα πετάχτηκε όρθια και της έπιασε τα χέρια.
       «Δηλαδή θα γίνεις κάτοικος, αυτό είναι τέλειο! Χρειαζόμαστε νέες ιδέες και νέους ανθρώπους. Άγγελε, πρέπει να το γιορτάσουμε!».
      Έμεινε να στέκεται πελαγωμένη ανάμεσα σε κραυγές ενθουσιασμού και ατελείωτα σούρτα φέρτα λες και βρέθηκε ξάφνου σε ένα κοτέτσι όπου όλες οι κότες είχαν κάνει ταυτόχρονα αυγό.
      Κι ήταν πράγματι σαν αφράτη πουλάδα, έτσι όπως πηγαινοερχόταν η Κατερίνα μέσα κι έξω από το κτίριο, κουβαλώντας δίσκους και ποτήρια και πριν το καταλάβουν έπιναν ρακόμελα ενώ η Αθηνά τους περιέγραφε τα σχέδιά της.
      Όταν αργά το βράδυ έκλειναν μαζί με τον Άγγελο και την Κατερίνα τα γραφεία για να χωρίσει ο δρόμος τους λίγο παραπάνω, η Αθηνά αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψής της εκεί. Και χαμογέλασε μόνη της.







      Η Ραλλού βρήκε το Νικόλα να την περιμένει μπροστά στο Ρολόι των Αγέρηδων. Κατέβαινε ανάλαφρη τα σκαλιά κι ο Νικόλας στράφηκε και την κοίταξε.
      Η μορφή της στεφανωνόταν με φως και δεν μπορούσε να πει αν ήταν το φως του ήλιου που έπεφτε επάνω της, ή έφεγγε η ίδια σαν αυτόφωτο άστρο.
      Στάθηκε στη μέση του δρόμου, ξαφνιασμένος, σα να ήταν μια άλλη Ραλλού αυτή που κατηφόριζε, μια Ραλλού φωτεινή κι απαστράπτουσα μες το λευκό απλό της φόρεμα και στα χαμηλά της πέδιλα. Ένα κορίτσι ολόλαμπρο.
      Τον πλησίασε και γέλασε έτσι όπως τον αντίκρισε μαρμαρωμένο.
      «Νικόλα, φάντασμα είδες;».
      Εκείνος προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Και καθώς η Ραλλού γελούσε με την ξαφνιασμένη σχεδόν αλλοπαρμένη του έκφραση, παραπάτησε και της άπλωσε το χέρι να κρατηθεί.
      Της κράτησε σφιχτά τα χέρια και στηρίχτηκε πάνω του, σαστισμένη με τη σειρά της γιατί έβλεπε στα σκούρα μάτια του έναν Νικόλα άλλον που δεν ήξερε κι έναν Νικόλα που την παρατηρούσε λες και την αντίκριζε για πρώτη φορά.
      Και για κάποιον παράξενο λόγο την έκανε αυτό να τον βλέπει και αυτή κάτω από ένα καινούριο πρίσμα, σα να είχε φορέσει γυαλιά με χρωματιστούς φακούς και άλλαξε η οπτική της γωνία.
      Ο Νικόλας κράτησε απαλά το ένα της χέρι, ίσα με τα ακροδάχτυλά του και την τράβηξε αργά δίπλα του.
      «Πεινάς;», την ρώτησε.
      Του έγνεψε αρνητικά. Στάθηκαν έτσι, κρατημένοι από το χέρι, αμήχανοι ξαφνικά. Κι έπειτα εκείνη χαμογέλασε και χύθηκε φως στο στενό.
      «Ας περπατήσουμε».
      Χύθηκαν μες τα στενά, με το Νικόλα να την ακολουθεί στην αρχή. Κι ήταν λες και κρατούσε ένα τόσο δα κοριτσάκι από το χέρι, ένα κοριτσάκι που αντίκριζε πρώτη φορά το φως, το θαύμα του κόσμου ολάκερο.
      Κι έπειτα συνειδητοποίησε πως το κορίτσι ήταν η Ραλλού, όταν τη γνώρισε ήταν λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερή του. Κι είχε σηκώσει και κρατήσει γερά, βάρη άταιρα με τα χρόνια μα και τη δύναμή της.
      Τα σήκωσε και τα άντεξε αγόγγυστα. Κι έγινε λιμάνι για τόσους ανθρώπους, που τους στήριξε και τους φύλαξε στους δύσκολους καιρούς σιμά της.
      Και τότε ένιωσε για πρώτη φορά όχι την ανάγκη να την στηρίξει από ευγνωμοσύνη, σαν πιστό σκυλί που θα αφήσει την τελευταία του πνοή, προστατεύοντας τον άνθρωπο που διάλεξε να αγαπά.
      Μα την ανάγκη να την προστατέψει , να σηκώσει τα βάρη της για να προλάβει εκείνη να ζήσει ότι ψήγματα της νιότης της υπήρχαν ακόμη, αυτής που τόσο πρόωρα της έκλεψαν.
      Κι ήταν λες και το διαισθάνθηκε η Ραλλού και περιπλανήθηκαν γύρω και μέσα στην Πλάκα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη κι ήταν τόσο ανάλαφρη σα να είχαν σβήσει ένα σωρό δύσκολα χρόνια από το χάρτη της ζωής της.
      Κοίταξε δίπλα της και είδε το Νικόλα να της χαμογελά και πίσω του μέσα στην εκτυφλωτική έκρηξη του ήλιου θάρρεψε πως είδε τη φιγούρα του πατέρα της να της κλείνει το μάτι.