Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

4ο κεφάλαιο



      Θα ήταν δεκατριών χρονών εκείνο το καλοκαίρι. Είχε φάει αθόρυβα με τη μητέρα της. Η Εριφύλη δεν της επέτρεπε να βοηθάει το Λενιώ στο ξέστρωμα του τραπεζιού. Κρυφά χωνόταν η Ραλλού στην κουζίνα κι εκεί μουλωχτά την άφηνε το Λενιώ να ανακατώνεται στις δουλειές της.
      Της μάθαινε να φτιάχνει χαλβά, να τυλίγει ντολμάδες και ν’ ανοίγει φύλλο. Έτσι κι ακούγανε βήματα στο διάδρομο, έδινε μια η Ραλλού και το έσκαγε από το παράθυρο.
      «Η μάνα σου», ήταν η τρομαγμένη φωνή της Λενιώς.
      Εκείνη καθότανε κοντά της κι όταν αρρώσταινε. Της έβαζε πανιά βρεγμένα με ξύδι, στο μέτωπο και στα πόδια για να πέσει ο πυρετός. Της έλεγε ιστορίες  να  ξεγελάσει τον πόνο.
      Έφαγε γρήγορα  κοιτάζοντας την Εριφύλη  να δει αν τελείωνε. Μόλις άφησε στην άκρη  τα μαχαιροπίρουνα, σηκώθηκε κι εκείνη και τράβηξε για το δωμάτιο της. Περίμενε λίγο ν’ ακούσει το αργό βήμα της ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, να προχωρά στο διάδρομο και να σβήνει πίσω από την πόρτα.
      Περίμενε, ξαπλωμένη με τα παπούτσια πάνω στο κρεβάτι, κοιτώντας το ταβάνι.  Ήταν πια σίγουρη πως η μητέρα της κοιμόταν.
      Άνοιξε το παραθυρόφυλλο και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι. Έδωσε μια, πέρασε πάνω από τα κάγκελα όπως έκανε τόσες φορές. Πιάστηκε γερά από τον κορμό της κερασιάς  που ψήλωνε ως πάνω. Περνώντας από κλαδί σε κλαδί,  βρέθηκε στην αυλή.
      Τράβηξε προς τα πίσω, έβγαλε το ποδήλατο από το σπιτάκι του κήπου κι έφυγε από την ξύλινη πόρτα της αυλής. Διέσχισε τον χωματόδρομο κι όταν απομακρύνθηκε αρκετά, ανέβηκε στο ποδήλατο και κατηφόρισε να συναντήσει το δρόμο που τραβούσε παράλληλα με τη θάλασσα.
      Πιο κάτω άφησε το δρόμο κι ακολούθησε ένα χωμάτινο μονοπάτι που θα την έβγαζε στον όρμο της. Όταν είδε το γκρίζο ερπετό να διασχίζει σα σαΐτα το μονοπάτι εμπρός της, ήξερε πως ήταν πολύ αργά για να το αποφύγει. Η ενστικτώδης αντίδρασή της ήταν να πετάξει τον εαυτό της και το ποδήλατο πέρα, μακριά από το μονοπάτι. Το ποδήλατό της γλίστρησε στα χώματα και μαζί μ’ αυτήν άρχισε να πέφτει στα βράχια που κρέμονταν πάνω από τη θάλασσα.
      Η  Ραλλού προσπάθησε να κρατηθεί απ’ ότι έβρισκε, σχίζοντας τα χέρια και τα πόδια της στις πέτρες αλλά και στα αγκάθια των θάμνων  που συναντούσε. Όπως κυλούσε μαζί με το ποδήλατο, το δεξί της πόδι, κουβαλώντας και το βάρος του γδέρνονταν βαθιά.
      Μα δεν ένιωθε τίποτα. Ο φόβος να μην φτάσει στην άκρη των βράχων και γκρεμιστεί,  πότισε αδρεναλίνη το είναι της και πάσχιζε μόνο να κρατηθεί. Κάποια στιγμή κατάφερε να σταματήσει το κατρακύλισμα. Ακούμπησε το κεφάλι της στο χώμα παίρνοντας μία ανάσα. Έπρεπε να ανεβεί. Σκέφτηκε αν ήταν καλύτερα να τραβηχτεί σιγά σιγά από το ποδήλατο και να σκαρφαλώσει επάνω, ή να δώσει μια με τα πόδια της και να το ξεφορτωθεί στα βράχια.
      Κάθε απότομη κίνηση θα μπορούσε να κάνει τις πέτρες  να υποχωρήσουν και να την παρασύρουν μαζί τους και  η κρίση της έγειρε προς την πρώτη  σκέψη. Σφάλισε τα μάτια και προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμόνια της αέρα.
      «Μην κουνηθείς», ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πάνω της και τα μάτια της θόλωσαν.
      «Μην κουνηθείς, έχω φέρει σκοινί», ακούστηκε ξανά. «Κάνω μια θηλιά τώρα για να πιαστείς και το κατεβάζω. Θα σε τραβήξω».
      Τώρα που ήξερε πως κάποιος ήταν εκεί  να τη βοηθήσει, ένιωσε  αδυναμία να κατακλύζει τα μέλη της. Αισθανόταν την πικρή γεύση του χώματος στο στόμα  και την δεξιά της μεριά  να την τσούζει.
      Μπροστά της σταμάτησε ένα σκοινί που σχημάτιζε μία θηλιά στην άκρη του.
      «Άσε ένα ένα τα χέρια σου και πιάσου».
      Η Ραλλού ρούφηξε όσο πιο πολύ αέρα μπορούσε. Έπειτα άφησε πρώτα τις ρίζες που είχε γραπώσει με το αριστερό της χέρι και έπιασε το σκοινί. Ένιωσε να κινείται, λίγο μόνο, ανεπαίσθητα κι έπειτα σταθερό το σκοινί κάτω απ’ το χέρι της.
      «Τώρα το άλλο». Κρατούσε την ανάσα της.
      «Το άλλο. Τώρα. Θα σε κρατήσω, μην φοβάσαι».
      Πήρε μια βαθιά ανάσα, κρατήθηκε γερά  με το αριστερό και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου  το δεξί χέρι άφησε τις ρίζες κι έπιασε το σκοινί. Τραντάχτηκε ολόκληρη,  το ποδήλατο έφευγε κάτω από τα πόδια της μαζί με χώμα και πέτρες. Ένιωσε τη γη να χάνεται και πιάστηκε όσο πιο γερά μπορούσε. Προσπάθησε να πατήσει με δύναμη βάζοντας αντίσταση.
      «Ωραία,  σε τραβάω. Ανέβαινε τώρα, μικρά βήματα».
      Τα ελάχιστα λεπτά που πέρασαν της φάνηκαν χρόνος. Βήμα βήμα, κι έπειτα ένα ζευγάρι πόδια. Την τραβούσαν με δύναμη πάνω σε σταθερό έδαφος.
      Άφησε το κορμί της πληγιασμένο κι ανήμπορο πάνω στο χώμα. Σαν είδε τον άνθρωπο που είχε γονατίσει δίπλα της  έκανε να σηκωθεί.
      Δεν μπόρεσε να κρατήσει μια κραυγή πόνου.
      Δυο χέρια την κράτησαν από τις μασχάλες, στηρίζοντάς την.
      «Θα σε σηκώσω εγώ!».
      Ύψωσε το  βρωμισμένο της πρόσωπο και μέσα απ’ τα θολά  μάτια κατάφερε να συναντήσει το πιο ζεστό βλέμμα που είχε αντικρίσει ποτέ. Ο πόνος της ξέσκιζε τη σάρκα, αλλά την κατέκλυσε ένα αίσθημα σιγουριάς.
      Ο νεαρός με μάτια σαν κάρβουνο, τα σγουρά μαύρα μαλλιά και το σταρένιο δέρμα, δε θα έπρεπε να ήταν πολύ μεγαλύτερος από εκείνη. Το βλέμμα του γαλήνιο σα θάλασσα την ήρεμη ώρα καλοκαιριάτικου δειλινού. Πέρασε το χέρι του κάτω από τα γόνατά της. Τη σήκωσε σαν πούπουλο στην αγκαλιά του κι εκείνη κούρνιασε μέσα της. Έπειτα έχασε τις αισθήσεις της.








      Ήταν μεσημέρι και τα τραπέζια στην τραπεζαρία στρωμένα στην εντέλεια. Τα λευκά κολλαριστά τραπεζομάντιλα άψογα τεντωμένα. Την ώρα που ο Θράσος στεκόταν και επέβλεπε με την  εξεταστική του ματιά το χώρο, η  σιδερένια πόρτα του ασανσέρ  έτριξε. Δε χρειαζόταν να γυρίσει , η κυρία Ραλλού πάντα κατέβαινε πρώτη  κι έπειτα αποσυρόταν στο δωμάτιό της να ξεκουραστεί.
      Την περίμενε στο  τραπέζι της δίπλα στο παράθυρο και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.
      «Πιπέρια γεμιστά, τ’ αγαπημένα σας». Έκανε να φύγει μα μετάνιωσε.
      «Η Θεώνη σήμερα μαγείρεψε μακαρονάδα με σάλτσα από αχινούς. Την φτιάχνει πολύ σπάνια».
      Μια λάμψη φώτισε το βλέμμα της. 
      «Πες της Θεώνης πως θα δοκιμάσω».
      Της ένευσε καταφατικά και τράβηξε προς την κουζίνα. Ενημέρωσε τη Θεώνη, και καθώς έβγαινε  έπεσε πάνω στην κυρία Πολίτου. Θα ήθελε να κάνει επί τόπου στροφή και να εξαφανιστεί από προσώπου γης, αλλά  φόρεσε το υπηρεσιακό του χαμόγελο.
      «Μα κύριε Ουσταμπασίδη! Εν έτη 2014 ξενοδοχείο χωρίς μπανιέρες; Εδώ είναι δύσκολο να βρεις δωμάτιο χωρίς τζακούζι πια!».
      «Γνωρίζετε κυρία Πολίτου πως το ξενοδοχείο χτίστηκε το 1897.».
      «Renovation αγαπητέ μου,  renovation! Προσφέρετε φαγητό! Αφού δεν συμπεριλαμβάνετε στην τιμή, μπορούμε να φάμε και εκτός! Έτσι αγάπη μου;», έκανε ένα αδιόρατο νεύμα στον άχρωμο σύζυγό της και συνέχισε.
      «Αλήθεια, θα μας συστήνατε κάποιο εστιατόριο;».
      «Όπου και να φάτε, θα φάτε εξαιρετικά καλά», της απάντησε ο Θράσος. «Και θα πληρώσετε τουλάχιστον τα διπλά χρήματα για να φάτε όπως εδώ», πρόσθεσε μέσα του.
      «Στο επανιδείν λοιπόν», έκανε και στράφηκε προς την έξοδο τινάζοντας την κοτσίδα της.
      Ο Θράσος ένευσε και την παρακολούθησε άνευρα να βγαίνει από το ξενοδοχείο. Του άρεσε να φαντάζεται τη ζωή των πελατών του. Η κυρία Πολίτου θα έχει μία πολύ σημαντική δουλειά κάπου, με ξένο τίτλο σίγουρα. Πωλήσεις, management. Του κώλου τα ενιάμερα. Γυναίκα καριέρας και επιτυχημένη. Ο κύριος Πολίτης, δεν ήταν αυτό το όνομά του, αλλά του Θράσου του ταίριαζε να σκέφτεται πως ο  άβουλος σύζυγος έφερε το όνομα της γυναίκας του. Είχε ίσως κι εκείνος κάποια σημαντική δουλειά.  Όχι αυτοδημιούργητος. Και χρήματα. Πρέπει να είχε κάποια εφόδια που οδήγησαν την κυρία Πολίτου να σηκώσει το βλέμμα της επάνω του.
      Κουρασμένος, παραιτημένος μάλλον, ακολουθούσε την κυρία του χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εκφράσει άποψη. Για ποιο λόγο άλλωστε.
      Γύρισε στο γραφείο του σκεφτικός. Το στοίχημα για το ζευγάρι αυτό θα ήταν αν η κυρία Πολίτου θα έμενε εφ’ όρου ζωής ικανοποιημένη από την έξυπνη αγορά που είχε κάνει. Ένας εύρωστος αλλά και άβουλος σύζυγος που θα της επέτρεπε να σχεδιάζει τη ζωή κατά το δοκούν.
      Ή υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσει κάποια στιγμή το ανικανοποίητο μέσα της; Να  χαθεί ανάμεσα σε όσα θα έχει χτίσει βασιζόμενη στην  αγάπη της για τον απόλυτο έλεγχο και στο χρήμα του άντρα της και να νιώσει πως στέκεται πάνω σ’ ένα κούφιο και σαθρό οικοδόμημα;
      Κάθισε στο στενό γραφείο του την ώρα που είδε ν’ ανηφορίζουν από την μαρίνα του καταμαράν ένα τσούρμο νέοι με σακίδια στις πλάτες.
      Τότε μια σκέψη τον χτύπησε σαν δροσερό αεράκι και τον ξάφνιασε.
      Κι αν ο κύριος Πολίτης ξυπνούσε μία μέρα κι αποφάσιζε να πάρει πίσω το παλιό του όνομα, την αποφασιστικότητά του και αρχίσει να ανασαίνει πάλι τον αέρα της ελευθερίας;
    Στην εκδοχή αυτή χαμογέλασε με ικανοποίηση και αποφάσισε πως αυτήν θα επέλεγε σαν τέλος της ιστορίας της κυρίας και του κυρίου Πολίτη.





      Η Αθηνά καθόταν μπροστά στον κύριο Γιαννούλη, τον νεώτερο. Το ύφος του ήρεμο και γαλήνιο και δεν φαινόταν να βιάζεται να της εξηγήσει το λόγο για τον οποίο της ζητούσε να τον επισκεφτεί.
      «Κυρία Τερζή. Προσπαθούμε εδώ και δεκαπέντε χρόνια να επικοινωνήσουμε μαζί σας. Άκαρπα! Να θεωρήσω τη σημερινή μέρα σαν μία πολύ σημαντική μέρα στη ζωή μου;».
      Κατέβαλε προσπάθεια να μην απαιτήσει άμεσα να μάθει  το λόγο της επίσκεψής της. Φαίνεται πως διάβασε τη σκέψη της.
      «Δε θα καθυστερήσω περισσότερο. Καταλαβαίνω. Πείτε μου όμως, τι γνωρίζετε για τους συγγενείς του πατέρα σας;».
      Η Αθηνά τον κοίταξε έκπληκτη. Ένιωσε πως βάδιζε σ’ ένα δρόμο κι ένα χέρι ξάφνου την άρπαξε και της άλλαξε κατεύθυνση. Εκατόν ογδόντα μοίρες. Χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να συγκεντρώσει τη σκέψη της.
      «Ο πατέρας μου.. Οι γονείς του ζούσαν στο νησί. Είχαμε πάει κάποια φορά. Ήμουν πέντε χρονών θαρρώ. Ο παππούς Κυριάκος και η γιαγιά Αθηνά».
      Στο νου της τρύπωσε ένα ηλιόλουστο καλοκαίρι. Ένιωσε ξανά τη ζέστη στα πέλματά της γιατί γυρνούσε ξυπόλητη. Ένα ροζιασμένο χέρι που την κρατούσε κι ένα ζεστό χαμόγελο. Κι έντονο άρωμα καλοκαιριού.
      Ο κύριος Γιαννούλης την κοίταζε ερωτηματικά.
      «Τη γιαγιά μου δεν τη θυμάμαι καθόλου. Δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι όμως τον παππού μου». Κοντοστάθηκε λίγο σα να πίεζε τον εαυτό της.  «Δεν μπορώ να φέρω τη μορφή του στα μάτια μου, αλλά τον θυμάμαι να στέκεται δίπλα μου και να μου κρατά το χέρι. Θυμάμαι που  με κρατούσε και τραβούσαμε για τη θάλασσα».
      Ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το βλέμμα του. Η Αθηνά κοκκίνισε.
      «Δεν τους ξαναείδατε;».
       Τον κοίταξε αμήχανα,  γιατί δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει.
      «Έχασα τον πατέρα μου λίγα χρόνια μετά. Η μητέρα μου, δεν ξέρω γιατί, δεν διατήρησε σχέσεις μαζί τους. Ποτέ δε μου μίλησε. Δεν ξέρω καν αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ή  η απόσταση και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε μετά οδήγησαν στο να απομακρυνθεί».
      Δεν είμαι καν υποχρεωμένη να εξηγήσω τη συμπεριφορά της κυρίας Ιουλίας. Δεν είμαι, σκέφτηκε πιο έντονα.
      Λες και σκεφτόταν δυνατά της απάντησε.
      «Δεν είμαστε εδώ  για να εξηγήσουμε τις πράξεις των άλλων. Θεωρώ πως ο καθένας έχει έναν καλό λόγο γι’ αυτά που πράττει αλλά και για κείνα που δεν πράττει. Ας αρκεστούμε στα γεγονότα».
      Άνοιξε έναν μεγάλο φάκελο που τόσην ώρα ακούμπαγε πάνω τα χέρια του.
      «Ο παππούς σας πέθανε πριν από δεκαπέντε χρόνια ακριβώς. Η γιαγιά σας είχε φύγει πριν από εκείνον. Φαίνεται πως προσπάθησε να επικοινωνήσει με τη μητέρα σας, αλλά και μαζί σας, χωρίς αυτό να σταθεί εφικτό. Πριν πεθάνει, επικοινώνησε με το γραφείο μας, μέσω ενός δικηγόρου από το νησί και μας όρισε διαχειριστές της περιουσίας του».
      Σταμάτησε και την κοίταξε ενώ η Αθηνά έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται τι άκουγε. Εκείνος συνέχισε.
      «Όταν πέθανε η γιαγιά σας, ο παππούς σας μεταβίβασε όλη την περιουσία τους στο όνομά σας. Δεν ήταν βαθύπλουτος  ο άνθρωπος. Επικοινωνήσαμε με τη μητέρα σας, η οποία όμως αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί μας. Φαντάστηκα πως θα υπήρχαν προηγούμενα, συμβαίνουν αυτά στις οικογένειες. Περιμέναμε αναγκαστικά. Απειλούσε πως θα κινηθεί δικαστικά και σαν μοναδική κηδεμόνας σας θα είχε το νόμιμο δικαίωμα να αποποιηθεί για λογαριασμό σας της κληρονομιάς. Δε θέλαμε να οδηγηθούμε σε αυτό και έτσι απομακρυνθήκαμε διακριτικά».
      Έκανε ένα διάλλειμα προσπαθώντας να δει αν τον παρακολουθεί. Η Αθηνά άκουγε λέξεις, οι οποίες καρφώνονταν στο κεφάλι της χωρίς να βγάζουν νόημα.
      «Περιμέναμε λοιπόν να ενηλικιωθείτε. Τότε αποσύρθηκε όμως  ο πατέρας μου και δυστυχώς η υγεία του δεν του επέτρεπε να μου μεταφέρει όλους τους εκκρεμείς φακέλους του. Χώρια που υπήρξε ένα χρονικό κενό από τη στιγμή που εκείνος αναγκάστηκε εσπευσμένα να αποσυρθεί μέχρι τη στιγμή που ήμουν εγώ σε θέση να αναλάβω το γραφείο. Πριν από μόλις τέσσερις μήνες βρήκα το φάκελο καταχωρημένο ανάμεσα σε ένα σωρό κλειστές υποθέσεις που έπρεπε να φύγουν για το αρχείο. Και σας μιλώ ειλικρινά, τους τελευταίους τέσσερις μήνες κινήσαμε γη και ουρανό ωσότου να σας εντοπίσουμε».
      Η Αθηνά αισθάνθηκε το στόμα της στεγνό. Ο κύριος Γιαννούλης άπλωσε το χέρι και της έδωσε το ποτήρι με το νερό που είχε απιθώσει νωρίτερα μπροστά της. Το σήκωσε και το κατέβασε μονορούφι. Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη.
      «Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω;».
      Της χαμογέλασε υπομονετικά.
      «Μα να αναλάβετε τη διαχείριση της περιουσίας σας φυσικά. Μη φανταστείτε φοβερά πράματα! Είναι ένα σπίτι στο νησί, σε καλή όμως κατάσταση, κάποια κτήματα και ελαιώνες. Κι ένα όχι ασήμαντο ποσό σε καταθέσεις», δήλωσε ικανοποιημένος. Έμοιαζε να φεύγει ένα μεγάλο βάρος από τις πλάτες του.
      «Μετά από τόσα χρόνια; Δεν ακυρώνεται η διαθήκη ή κάτι τέτοιο;», αναρωτήθηκε δυνατά εκείνη.
      «Όχι. Και όσο  για  τα χρήματα ήταν στο όνομά σας όλα αυτά τα χρόνια».

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

3o ΚΕΦΑΛΑΙΟ



      Το επόμενο πρωινό η  Ραλλού κατέβηκε αργά τα σκαλιά της βεράντας και κάθισε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων στην μικρή μπροστινή αυλή του ξενοδοχείου. Την βεράντα αυτήν την ώρα την έλουζε ανελέητα ο ήλιος, κι αυτή τον ήλιο τον είχε βγάλει εδώ και χρόνια από τη ζωή της. Έστεκε πάντα σαν εξωτερικός παρατηρητής, καλά προφυλαγμένη από το φως του και παρατηρούσε τους άλλους να ζουν τις ζωές τους.
      Ήξερε πως λίγες ήταν οι ζωές που πραγματικά ζούσαν στον ήλιο. Οι περισσότεροι ζούσαν την αυταπάτη του. Λιγοστοί οι άνθρωποι που γνώριζαν το  μερτικό που είχαν στο φως. Κι αυτοί αποδέχονταν καλύτερα την πραγματικότητά τους και πορεύονταν σ’ αυτήν με αξιοπρέπεια.
      Αξιοπρέπεια. Ήταν μια λέξη που ταλάνισε αρκετά τη ζωή της. Όταν έχασε τον πατέρα της, η μητέρα της κρέμασε πάνω τους τη λέξη σαν παντιέρα κι έπρεπε με δαύτη πια να συνεχίσουν.
      Δε μπορούσε να κλάψει το γονιό της, γιατί η θέση τους κι η αξιοπρέπεια που αυτή όριζε, δεν το επέτρεπε.
      «Μοιρολογούν οι γυναίκες του λαού», είπε η Εριφύλη που σφράγισε τα χείλη της σε μια στεγνή γραμμή και δεν τα άφησε ποτέ πια να χαλαρώσουν σ’ ένα γλυκό λόγο, σ’ ένα χαμόγελο.
      Ούτε να παίξει δεν την άφηνε, γιατί στο δρόμο γυρνούνε μόνο τα χαμίνια. Μια μοναδική φορά η Ραλλού τόλμησε να πει πως ο πατέρας της όχι μόνο της επέτρεπε, αλλά και ενθάρρυνε τα παιχνίδια της.
      «Πατέρα πια δεν έχεις», ήρθε η απάντηση της Εριφύλης κοφτερή σαν  τροχισμένη λεπίδα. Κι έκρυβε θαρρείς μίσος τούτη  η δήλωση, που η Ραλλού αισθάνθηκε κατηγορούμενη για τον πρόωρο χαμό του γονιού της. Έσκυψε το κεφάλι  να σκεφτεί, αν θα μπορούσε να ευθύνεται σε κάτι.
      Και  σιγά σιγά σώπαινε, να μην ακούγεται στο σιωπηλό σπίτι που οι τοίχοι του αντανακλούσαν κάθε ήχο. Το πάτημά της ελαφρύ, τα ρούχα της άτονα.
      Να μην ακούγεται και να μην φαίνεται, αυτή ήταν η μόνη της έννοια. Όσο λιγότερο την πρόσεχε η Εριφύλη, τόσο το καλύτερο.
      Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το χαμό του πατέρα της, η ανάγκη μάλλον την έκανε να βρει καταφύγια. Το ένα ήταν η σκοτεινή θεόκλειστη πια βιβλιοθήκη του καπετάν Γιάννη. Θησαυρός ολάκερος!
      Χωνόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα του κι όταν ένιωθε και ιδιαίτερα θαρραλέα ή σίγουρη πως η μητέρα της δεν θα την ανακάλυπτε, άνοιγε και τα σκίαστρα των παραθύρων για να διαβάσει σε φυσικό φως. Τι δε διάβασε μέσα στους τέσσερις εκείνους τοίχους!
       Ροΐδη και Παπαδιαμάντη. Σαίξπηρ. Καβάφη αλλά και Καββαδία, Βενέζη.
      Ο καπετάν Γιάννης άλλα βιβλία έφερνε κι άλλα έπαιρνε μαζί του στο επόμενο ταξίδι. Αυτή ήταν η μοναδική του συντροφιά μέχρι να γυρίσει στη γυναίκα  και το παιδί του.
      Και μέσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους, ταξίδευε και η Ραλλού σε κόσμους μακρινούς. Γκρεμίζονταν τα σύνορα του δικού της περιορισμένου κόσμου, και ταξίδευε, ταξίδευε! Και  θέριευε η λαχτάρα της για πραγματικά ταξίδια.
      Το άλλο της καταφύγιο ήταν η θάλασσα. Ούτε μέρα δεν περνούσε, να μην ανέβει στο ποδήλατό της και να χαθεί στον όρμο που την πήγαινε ο πατέρας της για κολύμπι.
      Ήταν αθέατος από στεριά κι από θάλασσα. Λίγοι μόνο γνώριζαν την ύπαρξή του κι ακόμη λιγότεροι έτρεφαν την παραμικρή διάθεση να τον επισκεφτούν.
      Τα καλοκαίρια πετούσε το ποδήλατό στους θάμνους πιο πάνω και κατέβαινε σαν κατσίκι τα απότομα βράχια με τη βοήθεια κλαδιών και  ριζών που προεξείχαν από το πετρώδες έδαφος. Έφτανε κάτω, πετούσε με μια κίνηση το φόρεμα πάνω απ’ το κεφάλι  και σκαρφαλώνοντας σε βράχια που προχωρούσαν μέσα στη θάλασσα έφτανε στην άκρη τους απ’ όπου έδινε μια και βουτούσε στα κρυστάλλινα νερά.
      Έπειτα βουτούσε κι έπιανε αχινούς. Τους έπαιρνε στα χέρια της, τους σήκωνε ψηλά. Έβλεπε το φως του ήλιου να στραφτοκοπά στις σταγόνες που σκάλωναν στ’ αγκάθια τους. Καμιά φορά άνοιγε κάποιον κι αφού έπλενε το εσωτερικό του καλά σουρώνοντάς το στο ίδιο το καύκαλό τους, ρουφούσε την πολύτιμη ουσία κι ήταν λες και ρουφούσε την αλμύρα της θάλασσας. Κουβαλούσε τη γεύση αυτή  ώρα μετά κι ένιωθε λες και κουβαλούσε τη θάλασσα μέσα της.
      Έπαιζε ώρα μες το αλμυρό νερό, κοκκίνιζαν τα μάτια της μα ένιωθε λες και την ξέπλενε από τα πάντα. Τον πόνο που είχε φωλιάσει στην ψυχή της. Τις ενοχές που αισθανόταν και την μοναξιά που την τύλιγε σαν σκοτεινό πέπλο.
     
      Η Ραλλού σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε στα κάγκελα που ήταν σκεπασμένα από  γιασεμί. Έσκυψε απαλά και ανάσανε το μεθυστικό άρωμα.








       Ο Θράσος άκουσε τα ανυπόμονα βήματα που σκαρφάλωναν τα σκαλοπάτια της εισόδου. Το πρώτο ζευγάρι πόδια άφηνε πίσω του ήχο δυνατό, όχι από το βάρος που κουβαλούσε, αλλά από τη νευρικότητα που όριζε τον κοφτό χτύπο των ποδιών στο πάτωμα. Ανυπόμονα και βιαστικά, λες κι ο χρόνος τους ήταν λιγοστός και πολύτιμος και έπρεπε όλοι να το νιώσουν και να μην τα καθυστερούν για ανούσιους λόγους.
      Το δεύτερο ζευγάρι πόδια είχε σίγουρα βάρος, αλλά κινούνταν αργά, χωρίς νεύρο. Σχεδόν παρατημένα.
      Ο Θράσος δεν σήκωσε το κεφάλι, καθώς περίμενε το νεαρό ζευγάρι. Ήταν η κυρία Πολίτη κι είχε απαντήσει τουλάχιστον σε εφτά e-mail της πέρα από το αρχικό για την κράτηση του δωματίου.
      Είχε στείλει e-mail  για να απαιτήσει στην ήδη κλεισμένη τιμή ημιδιατροφή αντί για πρωινό. Είχε στείλει mail  για να ζητήσει, κύριος οίδε γιατί, προνομιακές τιμές σε άλλες επιχειρήσεις του νησιού, όπως club και εστιατόρια.
      Και όταν ο Θράσος της απαντούσε πως δυστυχώς αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν στην τιμή και στις υπηρεσίες του ξενοδοχείου, δεν παρέλειπε ποτέ να του απαντήσει και να του υποδείξει πως θα έπρεπε να βελτιώσουν την επιχείρησή τους. Κατάφερε μάλιστα από τις λιγοστές εικόνες που είχε το παρωχημένο site του ξενοδοχείου, που ούτε δυνατότητα για online κρατήσεις δεν προσέφερε, να του υποδείξει το χώρο όπου θα έπρεπε να φτιάξουν το spa τους.
      Ο Θράσος δεν είχε καμία περιέργεια για τους ανθρώπους που θαρρούσαν ότι όριζαν τη μοίρα τους και τη ζωή τους, γιατί όχι και των άλλων. Μια φουσκοθαλασσιά αρκούσε για να τους κάνει συνήθως να χάσουν τη γη κάτω απ’ τα πόδια.
      Ο Μιχάλης του έφερε την ταυτότητα και την πιστωτική κάρτα της κυρίας Πολίτη κι έπειτα συνόδευσε το ζευγάρι στο δωμάτιό τους. Τους καλωσόρισε μ’ ένα νεύμα και άφησε τα στοιχεία δίπλα του για να τα καταχωρήσει.
      Με την γωνία του ματιού  είδε να περνά από μπροστά του μία μικροκαμωμένη, πολύ αδύνατη γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν ανοιχτά ξανθά, πιασμένα σε χαμηλή κοτσίδα. Φορούσε στενό υφασμάτινο παντελόνι, πόλο μπλουζάκι κάποιας ακριβής μάρκας που ο Θράσος αναγνώρισε από το σήμα. Ακριβή τσάντα και μοκασίνια. Ήταν η αποθέωση του μπεζ. Τα ρουθούνια της τρεμόπαιζαν νευρικά σαν του αλόγου.
      «Πρέπει να είστε ο κύριος Ουσταμπασίδης» του έτεινε το χέρι. «Αισθάνομαι σα να σας γνωρίζω πια».
      «Καλώς ήρθατε. Πηγαίνετε να τακτοποιηθείτε και να ξεκουραστείτε κυρία Πολίτη. Σας ευχόμαστε καλή διαμονή».
      Γύρισε στην οθόνη του υπολογιστή του για να ολοκληρώσει την καταχώρηση μίας παραγγελίας στο πρόγραμμα που δούλευε. Έπειτα θα την έστελνε ηλεκτρονικά στο μπακάλικο στην πλατεία. Τους έκανε καλές τιμές, μα  θα μπορούσαν να πετύχουν και  καλύτερες αν έκαναν τις προμήθειές τους από μεγάλες αλυσίδες στην απέναντι στεριά. Αλλά ο Θράσος εκτός από τα απορρυπαντικά και τα χαρτικά προμηθευόταν όλα τα φρέσκα προϊόντα από το μπακάλικο του κυρ Σταύρου. Ο γιος του ο Θωμάς χειριζόταν πια την επιχείρηση και σε μισή ώρα από τη στιγμή που του έστελνε την παραγγελία, τα τρόφιμα βρισκόταν στους πάγκους της κουζίνας τους.
      Ολοκλήρωσε και συνέχισε με τις λεπτομέρειες της κράτησης μίας σχολικής εκδρομής. Τριάντα τρεις μαθητές λυκείου. Δεκαεφτά δίκλινα κι ένα τρίκλινο. Κατέβασε την τιμή όσο μπορούσε, και έκλεισε ήδη  τα εξωτερικά δωμάτια του ξενοδοχείου, κάνοντας το σταυρό του. Δεν περίμενε ιδιαίτερο κόσμο εκείνο το διάστημα αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Θα έπαιρνε το ρίσκο να χρειαστεί να βάλει κόσμο πίσω, αν έρθει κανείς τελευταία στιγμή, στα δωμάτια που χωρίς μπαλκόνι έβλεπαν στον κήπο. Και χρειαζόταν και μία καλή ανακαίνιση.
      Όμως σκέφτηκε πότε ήταν για πρώτη φορά σε θέση να πληρώσει ένα όχι ακριβό, αλλά αξιοπρεπές δωμάτιο.
      Βέβαια τα παιδιά σήμερα δεν είναι έτσι. Πολλά από αυτά θα είχαν ήδη κάνει διακοπές σε πανάκριβα ξενοδοχεία ή resorts. Σε κοσμοπολίτικους προορισμούς στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Σίγουρα όμως όχι όλα.
      Ένας αδιόρατος θόρυβος έφτανε στ’ αυτιά του. Αδιάκοπα και μονότονα και δε θα του έδινε σημασία αν ξαφνικά δεν ερχόταν ο Μιχάλης κρατώντας το τηλέφωνο και ανοίγοντας τα χέρια του σε μία έκφραση απελπισίας και παράδοσης.
      Πάτησε ένα πλήκτρο και του είπε:
      «Η κυρία Πολίτη. Έχει πάθει κρίση γιατί δεν έχει μπανιέρα το δωμάτιό της».
      Ο Θράσος πήρε το ακουστικό νεύοντας του Μιχάλη να φύγει.
      «Κυρία Πολίτη, τι ακριβώς σας έκανε να υποθέσετε πως υπάρχει μπανιέρα στα δωμάτιά μας;».






       Η Αθηνά τράβηξε τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει το προηγούμενο βράδυ. Κατευθύνθηκε στη Χώρα έχοντας πάρει από το ξενοδοχείο έναν καφέ που τον άδειασε στο μεταλλικό παγούρι που πάντα κουβαλούσε.
      Κατηφόρισε προς το κέντρο, παράλληλα με τη θάλασσα. Ήταν ένα ζεστό πρωινό και η πόλη έσφυζε από ζωή. Όμορφη ώρα και γλυκιά. Η Αθηνά θυμόταν παιδί, τα καλοκαίρια να πηγαίνει στο φούρνο για ψωμί. Κι όπως το έπαιρνε ζεστό στα χέρια της, έτρωγε το μισό ώσπου να γυρίσει στο σπίτι. Γιατί άραγε δεν υπήρχε πια ζεστό ψωμί στους φούρνους;
      Κόσμος βιαστικός έτρεχε μέσα σε σαγιονάρες και σανδάλια. Και ποδήλατα.       Σταμάτησε στην κυκλική πλατεία γύρω από το μεγάλο ρολόι και πήρε από ένα ψιλικατζίδικο ένα χάρτη του νησιού. Τον έβαλε κάτω από τη μασχάλη και χώθηκε στον κεντρικό δρόμο, προχωρώντας αργά ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος.
      Της άρεσε να παρατηρεί τον κόσμο καθώς έκανε τις δουλειές του. Της άρεσε  να βλέπει τους πάγκους στα μανάβικα, να βλέπει τα φρέσκα λαχταριστά φρούτα. Κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα οπωροπωλείο και θαύμασε τον τρόπο που ο μερακλής έμπορος τα είχε παρατεταγμένα στα πανέρια. Λες και στήθηκαν για την άρση της σημαίας.
      Στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στο επόμενο τετράγωνο ήταν ο κήπος μιας εκκλησίας. Χτισμένη τον προηγούμενο αιώνα, αρχές σίγουρα, ο ρυθμός της θύμιζε κτίσμα καθολικής εκκλησίας.  Στον κήπο υπήρχαν πανύψηλα πεύκα, ροδόδεντρα και ορτανσίες.
      Κάθισε στο πέτρινο πεζούλι της αυλής και ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ της. Βίδωσε το καπάκι, ακούμπησε στο πεζούλι δίπλα της το σακίδιο, το άνοιξε κι αφού έριξε μια ματιά έβγαλε από μέσα έναν φάκελο. Τον πήρε και τον κράτησε στα χέρια της.
      Ο φάκελος απ’ έξω ήταν δακτυλογραφημένος και πάνω είχε την ένδειξη «ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ». Με έντονη γραφή πιο κάτω το όνομα και η διεύθυνσή της.  Ο φάκελος είχε φτάσει στα χέρια της μέσω ενός δικηγορικού γραφείου.
      Όταν βρήκε στο γραμματοκιβώτιό της μία επιστολή που της ζητούσε να επικοινωνήσει με το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, στην αρχή αναρωτήθηκε. Έπειτα τον άφησε στην άκρη και με τον καιρό σκεπάστηκε από λογαριασμούς, διαφημιστικά, φυλλάδια για delivery, και την ξαναείδε μπροστά της όταν ξεψάχνιζε το σωρό για να πετάξει το περιεχόμενό του στα σκουπίδια.
      Παρακαλούμε να επικοινωνήσετε με το δικηγορικό γραφείο μας, «ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΚΑΙ ΥΙΟΣ», και παρακάτω η διεύθυνση στην Ομήρου και το τηλέφωνό τους.
      Ήταν έξι το απόγευμα και αντί να τους καλέσει στο τηλέφωνο, ξαναφόρεσε τα παπούτσια της και κατέβηκε κάτω. Το διαμέρισμα που νοίκιαζε ήταν στο κέντρο και σε δέκα λεπτά θα βρισκόταν στο γραφείο.
      Ανέβηκε με τα πόδια δύο ορόφους και χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε με ένα κουμπί από μέσα και προχώρησε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Στη μία άκρη, μπροστά από μία μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη φακέλους, ήταν ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο, μία οθόνη επάνω του κι ένα τηλέφωνο.
      Πίσω του καθόταν μία νεαρή γυναίκα. Τα μαλλιά της  πιασμένα σε ένα απόλυτα τιθασευμένο σινιόν και  φορούσε ένα εκρού αμάνικο στενό φόρεμα. Ήταν άβαφα βαμμένη. Η Αθηνά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάνανε τόσο κόπο να βάψουνε ένα πρόσωπο, όλο σε μπεζ αποχρώσεις στο φυσικό του χρώμα δηλαδή.
      Όπως και να είχε η νεαρή γυναίκα φαινόταν να παίρνει πολύ σοβαρά το ρόλο της, αυτόν της ρεσεψιονίστ δηλαδή κι η Αθηνά ήταν σίγουρη ότι δεν σκόπευε να μείνει μόνο σ’ αυτό. Δεν επένδυε τόσο κόπο στην εικόνα της χωρίς λόγο.
      «Καλησπέρα. Λέγομαι Αθηνά Τερζή και πριν λίγο καιρό έλαβα αυτόν το φάκελο που μου ζητούσε να επικοινωνήσω με το γραφείο σας».
      Η άλλη την κοίταξε με τα μάτια στενεμένα σα να την μέμφονταν που την διέκοπτε από κάτι σίγουρα πολύ σοβαρό.
      «Μπορώ να τον δω;», την ρώτησε με απρόθυμη ευγένεια.
      Τον επεξεργάστηκε και σηκώθηκε.
      «Καθίστε παρακαλώ. Θα επιστρέψω αμέσως».
      Κατευθύνθηκε αγέρωχα προς τα μέσα κι αφού χτύπησε μία πόρτα στο βάθος, άνοιξε και πέρασε  χωρίς να περιμένει απάντηση.
      Η Αθηνά άδραξε την ευκαιρία που είχε να περιεργαστεί το χώρο.
      Σκούρο ξύλο, δερμάτινοι  καναπέδες, φθαρμένοι   σαν πρόσωπα αυλακωμένα από το χρόνο. Ανάμεσα στις ξύλινες βιβλιοθήκες πίνακες. Σκοτεινές θαλασσογραφίες.
      Η Αθηνά χαμογέλασε καθώς αναρωτιόταν αν ήταν η σοβαρότητα της δικηγορίας που επέβαλε την αυστηρή και συντηρητική θεματολογία.
      Από  την πόρτα πρόβαλλε  η νεαρή γυναίκα και της ένευσε να περάσει.            
      Μόλις πέρασε στο γραφείο, ένας νέος σχετικά άνδρας σηκώθηκε να τη χαιρετήσει. Τα μαλλιά του ήταν σγουρά και ανακατεμένα, το πρόσωπό του λίγο αναψοκοκκινισμένο. Φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά, μεταλλικό το κάτω μισό και κοκάλινο το πάνω.
      Η Αθηνά δεν περίμενε πως αυτά τα γυαλιά συνέχιζαν να υπάρχουν.
      «Κυρία Τερζή. Τι απρόσμενη έκπληξη! Ειλικρινά είχα αρχίσει να πιστεύω πως δε θα  σας γνωρίσω ποτέ!».
      Η Αθηνά έμεινε με το χέρι απλωμένο. Έπειτα από την ψυχρή υποδοχή στην είσοδο, η αλλοπρόσαλλη τούτη δήλωση την άφησε άφωνη.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ



     Το ορθάνοιχτο παράθυρο και η μπαλκονόπορτα άφηναν το πρωινό αεράκι να τρυπώνει παιχνιδιάρικα στο φωτεινό δωμάτιο.
      Η Αθηνά στάθηκε για μια στιγμή μετέωρη στο κέντρο του δωματίου της. Το γαλάζιο του πελάγου την καλούσε, μα κάτι την τραβούσε στο βορινό παράθυρο.
      Καθώς το ξενοδοχείο ήταν πάνω στη θάλασσα έβλεπε από εκεί τα πυκνοφυτεμένα πεύκα με τα σκόρπια αρχοντικά ανάμεσά τους ν’ ανηφορίζουν τον λόφο.
      Ακούμπησε στην ξύλινη κάσα και στο περβάζι του παραθύρου και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί σε αυλές, σε σκιερές βεράντες.  Περίτεχνα σιδερένια κάγκελα φορτωμένα με αγιόκλημα, φούλια, περικοκλάδες. Και πεύκα. Άφηναν το άρωμά τους να πλανιέται σαν δροσερή ανάσα.
      Στερέωσε ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα για να μην χτυπούν από το αεράκι και πήγε κι ασφάλισε εκείνα του μπαλκονιού.
      Έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι που κοίταζε βόρεια, βγάζοντας μόνο τα παπούτσια της. Άφησε λίγο το βλέμμα της να πλανηθεί στις κορυφές των δέντρων και στις στέγες που φαινόταν από το παράθυρο.
      Τα μάτια της βάρυναν και για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό έπεσε σε έναν βαθύ και χωρίς όνειρα ύπνο.







      Το πρωινό είχε τελειώσει κι οι σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια. Ο Θράσος ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση έστω και μία πετσέτα να μην είναι άψογα διπλωμένη στη θέση της, ή  ένα βάζο να μην είναι ακριβώς στο κέντρο του τραπεζιού, αλλά πάραυτα διέσχισε την τραπεζαρία και το βλέμμα του εξέτασε ακόμη και τις κουρτίνες.
      Μπήκε στην κουζίνα και κατευθύνθηκε στους πάγκους όπου η Θεώνη και η Μελέκ καθάριζαν με ιλιγγιώδη ρυθμό πατάτες η μία ενώ η άλλη δίπλα άνοιγε φύλλα για πίτα.
      Γνώριζε απ’ έξω το μενού και δε χρειαζόταν να ελέγξει σε ποιο στάδιο βρισκόταν οι ετοιμασίες. Άλλωστε η Θεώνη βρισκόταν στο ξενοδοχείο απ’ την στιγμή που βρέθηκε κι ο ίδιος εδώ. Κλεισμένη στην ταπεινή κουζίνα της, ολιγόλογη και μαζεμένη. Η Θεώνη μιλούσε μέσα απ’ το φαγητό της.
      Δε θα σου έλεγε καλημέρα, αλλά να’ τη. Άφησε τον πλάστη και του έκοψε ένα κομμάτι φρέσκια πάστα φλώρα.
      Σα να  είχε  αόρατες κεραίες η Θεώνη. Σαν κάτι τον βασάνιζε ή τον ταλαιπωρούσε, εμφανιζόταν στην τρύπα που έλεγε γραφείο του και αθόρυβα ακουμπούσε ένα πιάτο δίπλα του. Πότε γλυκό, πότε φαγητό. Κουβέντα δεν του ‘λεγε αλλά ο Θράσος ένιωθε το χέρι της μάνας του να του ακουμπά καθησυχαστικά τον ώμο.
      Τις καλημέρισε παίρνοντας μόνο μια χαρούμενη καλημέρα από την Μελέκ. Η Θεώνη συνέχιζε ν’ ανοίγει τα φύλλα της σε βιομηχανικό θαρρείς ρυθμό.
      Η Μελέκ θα μπορούσε να καθαρίζει πατάτες ολημερίς με την ίδια χαρούμενη διάθεση. Η  Θεώνη την είχε βρει  ένα πρωί στο δρόμο για το ξενοδοχείο. Την μάζεψε και την έφερε, την έχωσε από την πίσω πόρτα στην κουζίνα, σα σκυλί που το μάζευε για να το ταΐσει. Την τάισε, την έπλυνε και την ξεψείριασε, κορόιδευε ο Μιχάλης. Έπειτα άρχισε να την κουβαλά κάθε πρωί μαζί της. Η Μελέκ σφουγγάριζε, έτριβε την κουζίνα και του τεντζερέδες, μέχρι που καθρεφτιζόσουν επάνω τους. Καθάριζε πατάτες, κρεμμύδια, φασολάκια, έπλενε τα κρέατα.
      Ο Θράσος αναρωτιόταν ως που θα πήγαινε αυτό. Στην ουσία είχε ένα άτομο στη δούλεψή του, χωρίς να αμείβεται και ανασφάλιστο.
      Ήρθε η στιγμή που ο γέρο Σταύρος, τυπικά βοηθός της Θεώνης στην κουζίνα και ουσιαστικά ένας γέρικος σκύλος κουλουριασμένος στη γωνιά του να καρτερεί το μοιραίο, θα έπαιρνε σύνταξη.
      Ήταν η πρώτη φορά που η Θεώνη ήρθε στο γραφείο του χωρίς να κρατά πιάτο. Ακούμπησε ένα πάκο βρωμισμένα χαρτιά μπροστά του.
      «Θέλω τη Μελέκ στη θέση του κυρ Σταύρου».
      «Από πού είναι;», τη ρώτησε ο Θράσος.
      «Πακιστάν», απάντησε μονολεκτικά  η Θεανώ στρώνοντας την ποδιά της.
      Ο Θράσος έριξε μια ματιά στα χαρτιά που είχε μπροστά του. Διαβατήριο, προσωρινή άδεια παραμονής. Κοίταξε τη Θεώνη κρύβοντας το θαυμασμό του. Τι είχε σκαρφιστεί και πως κατάφερε να βγάλει άκρη με την γραφειοκρατία που έκρυβε η υπηρεσία αλλοδαπών.
      «Έτσι κι αλλιώς την έχεις εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν. Άφησέ τα, θα το τακτοποιήσω», αναστέναξε ο Θράσος παραδεχόμενος την αδυναμία του.
      Η Θεώνη πήγε να κινηθεί προς το μέρος του μα το μετάνιωσε. Γύρισε και απομακρύνθηκε σιωπηλή.
      Το ίδιο απόγευμα, την ώρα που το ξενοδοχείο και οι πελάτες του ησύχαζαν, άλλοι στα δωμάτιά τους και άλλοι στην πισίνα,  απίθωσε ένα πελώριο πιάτο με τάρτα από φράουλες και φρεσκοχτυπημένη κρέμα  δίπλα της. Το αγαπημένο του γλυκό, μα ακριβοθώρητο καθώς τόσες φρέσκες φράουλες θα έβαζαν μέσα τον στενό προϋπολογισμό της κουζίνας.
      Δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου που τρεις φορές την ημέρα έτρωγε τάρτα με φράουλες μέχρι που τελείωσε. Έτσι η Μελέκ συνέχισε να δουλεύει κι επίσημα πια στην κουζίνα. Σιγά σιγά τα ελληνικά της βελτιώνονταν. Όχι πως η επικοινωνία ήταν ποτέ  πρόβλημά της γιατί με το πλατύ της χαμόγελο κατάφερνε να επικοινωνεί με τους πάντες και τα πάντα.
      Ο Θράσος τελείωσε με την πάστα φλώρα και άφησε την κουζίνα.
      Πέρασε από την κεντρική είσοδο και κατέβηκε από τις φαρδιές σκάλες. Κοντοστάθηκε καθώς με την άκρη του ματιού παρατήρησε το λευκό μάρμαρο που ο χρόνος είχε σμιλέψει τις γωνίες του.
      Το μάρμαρο ήταν πολύ ψυχρό υλικό. Και η πέτρα. Όταν όμως γερνούσαν μαζί με το κτίριο, έτσι που αφήνει ο χρόνος τα σημάδια του επάνω τους, οι γωνίες γλυκαίνουν και το σκληρό λευκό μαλακώνει. Κι οι σκάλες τώρα έμοιαζαν λες και χείμαρροι νερού κύλησαν από πάνω της, τη σμίλεψαν κι έδωσαν ψυχή στο άψυχο υλικό.
      Την ίδια ακριβώς αίσθηση του έδιναν και τα μάρμαρα στους τάφους. Πόσο θλιβεροί έμοιαζαν οι νέοι τάφοι με τα επιβλητικά μάρμαρα, έτσι όπως ήταν ψυχροί, τόπος άξενος για τους νέους ενοίκους τους. Όμως με το πέρασμα των χρόνων η πέτρα αλλά ίσως κι οι ψυχές γλύκαιναν σα να αποδέχονταν πια το πέρασμα απ’ τη ζωή στο έπειτα.
      Η πισίνα, ανάμεσα στα ψηλά  πεύκα, που δέσποζε στον πίσω κήπο, έστεκε με τα νερά της ακίνητα. Ο ήλιος έλουζε το γαλάζιο του λευκού και τα δέντρα ρουφούσαν ευγνώμονα το φως του.
      Ο συντηρητής μάζευε τα εργαλεία του, ενώ ο κυρ Στέλιος του ένεψε καθησυχαστικά.
      Καθώς  έκανε τη συνηθισμένη για την ώρα βόλτα του απ’ άκρη σ’ άκρη στον κήπο, ο κυρ Στέλιος βρήκε ευκαιρία να του ψιθυρίσει με καμάρι.
      «Δε μας χρέωσε τίποτα, του είπα ότι είναι δικό του φταίξιμο, γιατί έπρεπε κανονικά να έρθει την προηγούμενη εβδομάδα για συντήρηση».
      Ο Θράσος δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει ικανοποίηση που ο υπάλληλός τους ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει οποιονδήποτε για να γλιτώσει λεφτά στο ξενοδοχείο ή θλίψη. Αλλά αφού η συντήρηση του ξενοδοχείου έπρεπε να γίνει με τον δεδομένο προϋπολογισμό, το να νιώσει οτιδήποτε ήταν απλώς περιττό.
      Μια κίνηση μέσα στα χαμόκλαδα του φράχτη τράβηξε την προσοχή του. Κινήθηκε προς τα κει, κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν τον έβλεπε κανείς τεντώθηκε για να δει πίσω του.
      Ένας πιτσιρίκος που δε θα ήταν τεσσάρων, χωμένος μέσα στους θάμνους. Μπροστά του ανοιγμένο ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα τσαντάκι γιομάτο μαρκαδόρους. Ξαπλωμένος πάνω στο χαρτί  και αφοσιωμένος κάτι μουντζούρωνε επάνω του κι ο Θράσος δεν μπορούσε παρά να δει μια ξανθιά κορυφή  κι ένα αφράτο ροδόλευκο μάγουλο.
      Στάθηκε ακίνητος πίσω από το φράχτη. Ο μικρός τραβούσε κοντές αργές γραμμές. Μια φιγούρα που είχε μόνο κεφάλι, πόδια και χέρια πρόβαλε μπροστά του. Ένα καπέλο. Κι ένα χαμόγελο. Δίπλα του σχημάτισε αργά πάλι, μα σίγουρα μια δεύτερη. Χωρίς καπέλο. Τα τεντωμένα χέρια τους ενώνονταν. Έπειτα τρίτη. Πάλι ενωμένα χέρια. Και τέταρτη. Άλλες φιγούρες είχαν στρογγυλό μεγάλο κεφάλι. Άλλες πιο μικρό κεφάλι και μακριές γραμμές για πόδια. Ήταν λες κι ο πιτσιρίκος είχε ανακαλύψει μια φανταστική φυλή, με δικά της χαρακτηριστικά και σχεδίαζε τους εκπροσώπους της. Με μεγάλα χαμόγελα. Σαν πλάσματα από φιλικό πλανήτη.
      «Νίκο, θα σε περιμένω πολύ ακόμη;», ακούστηκε μια δυνατή, θυμωμένη ανδρική φωνή. Ο Θράσος αναγνώρισε τη φωνή του ένοικου του σπιτιού, πατέρα προφανώς του μικρού. Προχώρησε αδιάφορα πιο πέρα, απομακρύνοντας μερικά μαραμένα άνθη από ένα γιασεμί.
      Με τη γωνία των ματιών του είδε τον πιτσιρίκο να σπρώχνει τα σύνεργά του κάτω από τους θάμνους και να φεύγει τρέχοντας.









      Πρέπει να ήταν περασμένες εννιά όταν η Αθηνά ξύπνησε. Και σίγουρα δεν θα ξυπνούσε αν δεν ένιωθε ένα μοναδικό άρωμα να κατακλύζει το είναι της.
      Άνοιξε τα μάτια. Το σκοτάδι ήταν απαλό, θαρρείς και έπλεαν μέσα του λευκά ρεύματα φωτός, όχι πηχτό κι αδιαπέραστο. Από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα άκουγε θορύβους και ομιλίες. Από το δρόμο κι από τα γειτονικά σπίτια.
      Σηκώθηκε, άνοιξε τα παντζούρια κι άφησε τα μεθυστικά αρώματα να χιμήξουν στο δωμάτιο. Ήταν παιδί της πόλης και δεν ήταν σε θέση να πει από πού ξεχύνονταν τούτες οι μυρωδιές. Μόνο τη δροσερή ανάσα του πεύκου μπορούσε να αναγνωρίσει.
      Ξεντύθηκε, αφήνοντας τα ρούχα της να πέσουν στο πάτωμα και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό της ντουζιέρας να τρέχει και μπήκε από κάτω. Το δροσερό νερό κύλησε αρκετή ώρα επάνω της.
      Αφού σκούπισε τα νερά, άνοιξε το σακίδιό της, τράβηξε από μέσα κάποια ρούχα και τα φόρεσε. Μαζί με το τζιν παντελόνι που στεκόταν πεταμένο χάμω. Έβαλε τα αθλητικά της, χωρίς να μπει στον κόπο να τα λύσει. Έδεσε κι ένα μικρό τσαντάκι γύρω από τη μέση  και βγήκε έξω.
      Με το που κατέβηκε, διέσχισε αθόρυβα το φουαγιέ του ξενοδοχείου και την επιβλητική βεράντα. Ανάλαφρα και χωρίς να κοιτά δεξιά και αριστερά. Ήταν μια ψευδαίσθηση που είχε από μικρή. Αν δεν τους κοιτάς,  δε σε βλέπουν. Αν δεν πιάσεις επαφή με το βλέμμα τους, περνάς απαρατήρητη.
      Βγήκε στο δρόμο. Μπροστά της και αρκετά μέτρα κάτω από το δρόμο, η θάλασσα. Ο κόσμος έκανε τον βραδινό του περίπατο.
      Ανάμεσά τους και παιδιά, άλλα σε καρότσια, άλλα σε ποδήλατα και άλλα τρέχοντας ξέφρενα.
      Αν τράβαγε το δρόμο δεξιά, θα έβγαινε στο κέντρο της μικρής πόλης. Φωνές και φασαρία ξεχύνονταν από το πλήθος που πυκνό κινούνταν πάνω στο δρόμο και ξεχείλιζε από εστιατόρια και καφέ. Ήταν αρκετό για να την σπρώξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
      Αριστερά ο δρόμος ανηφόριζε ανάμεσα σε αραιοκατοικημένα αρχοντικά και τους κήπους τους. Δεν ήταν έρημος αλλά η κίνηση ήταν αργή και αραιή. Που και που κανένα παϊτόνι περνούσε, με τα κουδουνάκια του να προειδοποιούν τους πεζούς για να τραβήξουν στην άκρη.
      Κίνησε να προχωρά κάτω από πεύκα και πελώριους πλατάνους. Οι κήποι ήταν μεγάλοι και παρόλο που βάδιζε αργά,  δεν ήταν πάντα εύκολο να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τα σπίτια που στεκόταν αγέρωχα στο βάθος τους, κρυμμένα πίσω από δέντρα.  Δεξιά, ίσως γιατί ο χώρος δίπλα στην ακτή ήταν περιορισμένος, τα σπίτια ήταν πιο κοντά στο δρόμο και οι κήποι απλώνονταν δεξιά κι αριστερά τους, φτάνοντας ως τη θάλασσα. Και καθώς το έδαφος κατηφόριζε προς τη θάλασσα, πολλά σπίτια ενώνονταν με το δρόμο με μικρές γέφυρες, που ξεκινούσαν από την αυλόπορτα και κατέληγαν σε μια πλατιά βεράντα μπροστά τους.
      Ο κόσμος καθότανε στις βεράντες ή στους κήπους πάνω σε λευκά φερ φορζέ έπιπλα κι η Αθηνά απόρησε πως και δεν είχαν ακόμη κατακλύσει το νησί  τα μπαμπού ή τα μοδάτα έπιπλα εξοχής.
      Καθώς ανέβαινε άφησε το χέρι της να χαϊδεύει τα αναρριχητικά φυτά που ξεχύνονταν μέσα από τα κάγκελα  σκεπάζοντάς τα. Αυτό πρέπει να είναι αγιόκλημα, σκέφτηκε, ενώ περνούσε δίπλα από έναν ολάνθιστο φράχτη. Στο νου της ήρθε ο  πατέρας της. Ήταν έντεκα όταν την είχε πάει σε ένα θερινό στον Περισσό για να δούνε κάποια ταινία. Στο δρόμο του γυρισμού, έγειρε δίπλα της συνωμοτικά, άνοιξε την κλειστή χούφτα του και της φανέρωσε ένα λευκό λιτό λουλούδι με κίτρινους στήμονες.
      «Μύρισε», της έτεινε.
      Η Αθηνά έσκυψε κι αναγνώρισε το άρωμα που τους τύλιγε κατά τη διάρκεια της ταινίας.
      «Αγιόκλημα», της είπε και το απίθωσε στο χέρι της.  
      Ήταν η τελευταία βραδιά που πήγαν κάπου μαζί. Στην άλλη εβδομάδα θα μπάρκαρε για το στερνό του ταξίδι.
     
      Κοντοστάθηκε  μια στιγμή κι αναρωτήθηκε τι γύρευε εκεί, ανάμεσα στα αρχοντικά με τους παραμυθένιους κόσμους τους. Ήταν πραγματικός ο κόσμος τούτος, ή σκηνικό για ταινία εποχής;
      Απογοητευμένη από τον εαυτό της  άλλη μια φορά, που ενώ ξεκινούσε να κάνει κάτι και ένιωθε ότι θα την ευχαριστούσε, ξαφνικά ένιωθε άδεια και απόμακρη.
      Στράφηκε στη θέση της και άρχισε  να κατηφορίζει το δρόμο προς το ξενοδοχείο. Σε μία μεγάλη στροφή του δρόμου προς τη θάλασσα, πρόσεξε ένα παρακλάδι δεξιά.  
      Δεν ήταν ιδιαίτερα φαρδύς και ήταν μάλλον ήσυχος δρόμος. Τα σπίτια δεξιά και αριστερά ήταν διώροφα με μια μικρή αυλή μπροστά τους. Δεν έφεραν την αίγλη αυτών του φαρδιού παραλιακού δρόμου. Μερικοί σοβάδες πεσμένοι, κάγκελα που ήθελαν βάψιμο κι άλλα σκουριασμένα.
      Ούτε φωταγωγημένα ήταν σαν τα αρχοντικά που είχε προσπεράσει νωρίτερα. Κι ο δρόμος ακόμη φωτιζόταν αραιά, αφήνοντας πολλά τμήματά του λουσμένα στο σκοτάδι.
      Η Αθηνά τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μέσα στην ησυχία του, στην ανυπαρξία του σχεδόν, ένιωθε να βυθίζεται. Δε συναντούσε κόσμο και προχωρούσε αργά επιτρέποντας στο σώμα της να λούζεται στη δροσερή βραδινή αύρα.
      Ένιωσε πως μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει, λες και τόσο καιρό κάτι βαρύ είχε καθίσει πάνω στο στήθος της δυσκολεύοντάς την.
      Συνέχισε να προχωρά γεμάτη ευγνωμοσύνη για το  σκοτάδι που την έκρυβε και δε χρειαζόταν να φυλάγεται  από  περίεργα βλέμματα. Ένα άρωμα ξεχώρισε από αυτό των πεύκων κι ήταν λες και την καλούσε η μικρή Αθηνά από χρόνια πίσω. Φλαμουριά. Θυμόταν μια φλαμουριά να μεθά τα βράδια της στο σπίτι των παιδικών της χρόνων.
      Ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής της, φορτωμένο με αρώματα φλαμουριάς στο σπίτι τους στον Περισσό. Αγιόκλημα. Αυτή κι ο πατέρας της σ’ ένα θερινό σινεμά.
      Κεφτέδες στο φούρνο. Κυριακάτικο γεύμα με τους γονείς της. Έπειτα έφυγε ο πατέρας της και τ’ αρώματα άλλαξαν. Ξίνισαν, άφηναν μία ενοχλητική οξύτητα που την έκανε να μη θέλει να γυρνάει σπίτι.
      Το λάδι από το καντήλι, το χαμομήλι που έβραζε συνέχεια, φαρμακίλα. Και τα φαγητά που προσανατολίζονταν σε βραστά χορταρικά, αλάδωτα συχνά.
      Λες κι έπρεπε να εξιλεωθεί για κάτι που είχε κάνει, η μάνα της έπεσε σε μια ασταμάτητη νηστεία και ατελείωτη προσευχή. Τι άλλο φοβόταν πως είχε να χάσει; Τον εαυτό της; Έτσι κι αλλιώς την ύπαρξη της Αθηνάς είχε πάψει να την παρατηρεί.
      Κι αντί για λαχταριστούς κεφτέδες και μοσχομυριστά γλυκά, στην κουζίνα μόνιμα έβραζαν καυκαλήθρες κι άλλα άγευστα χορτάρια.
      Η Αθηνά προχώρησε μέχρι που έφτασε στην κορυφή του δρόμου. Έπειτα έστριβε απαλά και χανόταν. Γύρισε και κοίταξε κάτω. Στάθηκε καταμεσής με ανοιχτά τα πόδια.
      Μετά από χρόνων άσκοπες και ασταμάτητες περιπλανήσεις, σα σκύλος που απλά γυρίζει γύρω από την ουρά του, ένιωσε πως υπάρχει ένας τόπος που θα μπορούσε να μείνει ήσυχη. Ακίνητη.