Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

12ο κεφάλαιο



      Το Λενιώ γλιστρούσε σα σκιά μες το σκοτάδι. Η νύχτα ήταν δροσερή στα μεσά της άνοιξης μα το Λενιώ είχε βγει χωρίς να ρίξει τίποτε πάνω της. Δεν το ‘νιωθε το κρύο που την τρυπούσε.
      Από σκοτεινό σε σκοτεινό σοκάκι να μην την πάρει κανένα μάτι, βρέθηκε γρήγορα έξω από το σπίτι του Κυριάκου, στο στενό πέρασμα που χώριζε το σπίτι από το διπλανό. Έμεινε χωμένη εκεί μέσα στο υγρό πέτρινο στενό, τεντώνοντας το λαιμό της για να δει τα φώτα που έκαιγαν στο σπίτι. Αχνοφώτιζαν τα παράθυρα αλλά όχι από τα μπροστινά δωμάτια. Τα φώτα πρέπει να έφταναν εκεί από το πίσω μέρος του σπιτιού, σαν κάποιος να ήταν στην κουζίνα.  
      Στάθηκε αναποφάσιστη ώρα αρκετή. Κόλλησε πάνω στο ψυχρό ντουβάρι κι έπαιρνε βαθιές ήρεμες ανάσες. Τα αυτιά της ήταν τεντωμένα στους χαμηλούς θορύβους του δρόμου.
      Όταν ώρα μετά άκουσε ήρεμα βήματα να ανεβαίνουν τον δρόμο έβγαλε το κεφάλι και καλού κακού έκανε το σταυρό της. Κατάφερε να διακρίνει στο μισοσκόταδο τη φιγούρα του Κυριάκου και δεν περίμενε να βεβαιωθεί. Πετάχτηκε μπροστά του από το πουθενά.
      «Πρέπει να σου μιλήσω παιδί μου».
      Εκείνος έμεινε να την κοιτά παγωμένος, το ξάφνιασμα του απ’ τα λόγια της ν’ αναμετριέται με τον τρόμο που πήρε.
      «Έλα Κυριάκο, μη στέκεσαι».
      Τον τράβηξε μέσα στην αυλή. Στάθηκε πίσω από τον κορμό ενός πεύκου και σε πέντε λεπτά του είχε εξιστορήσει τα πάντα.  Ο Κυριάκος χρειάστηκε μόνο ένα λεπτό για να συνέλθει και ν’ αφομοιώσει όσα είχε ακούσει.
      «Πήγαινε πες της να πάρει δυο πράγματα μαζί της. Ούτε βαλίτσα. Θα την περιμένω στον κόλπο μας, να της πεις. Θα φύγουμε με βάρκα. Θα περάσουμε απέναντι και θα φύγουμε για Αθήνα με το πρωινό καράβι».
      Το Λενιώ έκανε το σταυρό του. Πριν φύγει, τον τράβηξε δυνατά στην αγκαλιά της και τον κράτησε σφιχτά.
      «Να προσέχετε παιδί μου».
      Σε πέντε λεπτά ήταν πίσω στο σπίτι. Έπιασε και μάζεψε αθόρυβα τα πλυμένα πιάτα στην κουζίνα κι έπειτα αχνοπατώντας τράβηξε επάνω.
      Τα σπίτι ήταν βυθισμένο σε απόλυτη σιγή. Πήγε και άνοιξε χωρίς να χτυπήσει το δωμάτιο της Ραλλούς. Την βρήκε να κάθεται στην εσοχή του παραθύρου. Τα παραθυρόφυλλα ήσαν ανοιχτά και η νύχτα έξω ήσυχη σε αντίθεση με τη νύχτα μέσα της.
      Το Λενιώ έκλεισε το ίδιο αθόρυβα την πόρτα και πήγε και κάθισε μπροστά της.
      «Πήγα και βρήκα τον Κυριάκο», άρχισε να της εξιστορεί με ανυπομονησία τα όσα είχαν ξετυλιχτεί την προηγούμενη ώρα. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα για να αντιληφθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το κενό βλέμμα της Ραλλούς την κοίταζε χωρίς να την βλέπει.
      «Κορίτσι μου μ’ ακούς; Ο Κυριάκος σε περιμένει. Σε περιμένει τώρα δα. Πάρε δυο ρούχα και κίνα να τον βρεις».
      Όταν κατάλαβε πως καθόταν απαθής μπροστά της την έπιασε και την τράνταξε από τα μπράτσα.
      «Ραλλού μ’ ακούς; Φύγε!».
      Η κοπέλα ενοχλημένη λες προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια της. Το Λενιώ την κοίταζε έντρομη.
      «Δεν έχω δικαίωμα να το κάνω αυτό», ψιθύρισε ξεψυχισμένη.
      «Δεν έχεις δικαίωμα να καταστρέψεις τη ζωή σου κορίτσι μου. Μιλάμε για όλη σου τη ζωή τώρα. Όχι να κάνεις υπομονή για τρεις τέσσερις μήνες».
      Η Ραλλού ύψωσε το άδειο βλέμμα και το κάρφωσε στο Λενιώ. Η τελευταία ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα να διατρέχει το κορμί της.
      «Λενιώ τελείωσε. Φύγε σε παρακαλώ».
      Η φωνή της δεν είχε ίχνος ζωντάνιας. Λες κι ο άνθρωπος απ’ τον οποίο έβγαινε να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή  χρόνια πριν.
     










      Ο Θράσος είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο σπίτι του. Το συνεργείο κι ο αρχιτέκτονας που είχαν αναλάβει την αναστήλωση του κτιρίου θα καθυστερούσαν αρκετές ημέρες ακόμη.
      Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια βρήκε ευκαιρία να ξεκουραστεί, έστω για λίγο. Για πρώτη φορά απόλαυσε το σπίτι του που το τύλιγε μια ευδαίμονη ηρεμία. Ο γλυκός χαρακτήρας της μάνας του, της κυρά Χρυσάνθης, είχε ανθίσει.
      Κι εκείνη με τη σειρά της πρώτη φορά μπορούσε να φροντίσει και να κανακέψει το παιδί της χωρίς να την ταράζουν οι βίαιες αντιδράσεις του άντρας της που όλα επάνω στο γιο τους τα έβλεπε στραβά.
      Και η κυρά Χρυσάνθη ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ο Θράσος της ήταν το πιο ευγενικό και γαλήνιο παιδί που είχε ποτέ της συναντήσει. Ήταν ίσως διαφορετικός. Πιο κλεισμένος στον εαυτό του σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, μοναχικός. Και ένιωθε πως ήταν διαφορετικός και σε κάτι άλλο.
      Μα για την κυρά Χρυσάνθη, αυτός δεν ήταν παρά ένας ακόμη λόγος για να τον αγκαλιάσει περισσότερο. Να του δείχνει πόσο πολύτιμος και ξεχωριστός ήταν για κείνη. Πολύτιμος με την διαφορετικότητά του. Όλα αυτά που έκαναν το παιδί της μοναδικό. Έτσι το καταλάβαινε με το απλοϊκό μυαλό της.
      Κι εκείνος απολάμβανε την γαλήνη του να είναι στο σπίτι του και να μην χρειάζεται να απολογείται ακόμη και για τον τρόπο που ανάσαινε. Για πρώτη φορά στη ζωή του.
      Κοιμήθηκε ήρεμα χωρίς να ανησυχεί να ξυπνήσει από τα άγρια χαράματα, γιατί έτσι κάνουν οι άντρες. Περπάτησε και γνώρισε κάθε σπιθαμή του νησιού του πρώτη φορά. Έπαψε να μοιάζει με φαντάρος που φοβάται πως θα βγει από στιγμή σε στιγμή στην αναφορά.
      Το γύρισε, το μυρίστηκε, το γεύτηκε. Ήταν περασμένος Απρίλιος κι ένιωσε σα να είχε μόλις γεννηθεί. Όχι επειδή ήταν άνοιξη και τον συνέπαιρνε το ζωντάνεμα της φύσης γύρω του. Ήταν λες και έκανε τα πρώτα βήματα της ζωής του τώρα.
      Αυτά που θα έπρεπε να είχε κάνει πριν τριάντα σχεδόν χρόνια. Όλα εκείνα τα βήματα που κάθε άνθρωπος με λίγο φόβο και πολλή γενναιότητα τολμά όταν έρχεται στον κόσμο.  Βήματα που ο ίδιος δεν τόλμησε να κάνει, κάτω απ’ το κοφτερό βλέμμα του πατέρα του. Στα χρόνια που κι η ανάσα του ακόμη φρόντιζε να είναι αθόρυβη, ανύπαρκτη μην και ξυπνήσει την οργή του.
      Κι ήταν σα να άνοιγε τα μάτια σε έναν κόσμο καινούριο, έναν κόσμο που τον ξάφνιαζε κι απολάμβανε το ξάφνιασμά του.
      Λες και έπαιρνε ένα ένα πίσω τα παιδικά χρόνια που του χρωστούσε η ζωή κι εξερευνούσε κάθε σπιθαμή της ζωής του και του τόπου του με παιδική ανυπομονησία και χαρά.
      Όταν έφτασε το συνεργείο ο Θράσος ήταν ένας καινούριος άνθρωπος. Η κυρά Χρυσάνθη έκανε το σταυρό της, που έβλεπε λίγο χρώμα στα μάγουλα του παιδιού της. Η αρρωστημένη χλομάδα εξαφανίστηκε κι έμοιαζε έτοιμος να αδράξει τη ζωή.
   









      Οι επόμενοι μήνες πέρασαν για την Ραλλού μέσα σε μια στιγμή. Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς. Τελείωσε το σχολείο της μηχανικά χωρίς να καταβάλει καμία ενέργεια ή προσπάθεια από την πλευρά της. Οι βαθμοί της αντικατόπτριζαν αυτήν την απουσία της, αλλά ούτε και αυτό φάνηκε να το αντιλαμβάνεται.
      Δεν αντιλήφθηκε πότε τελείωσε το σχολείο, πότε άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο. Σαν κούκλα ακίνητη κι αμέτοχη στεκόταν στις πρόβες του νυφικού, σαν κούκλα σήκωνε τα χέρια και τα κατέβαζε σε κάθε πρόσταγμα.
      Ευτυχώς η κυρία Εριφύλλη θεωρούσε πως δεν της έπεφτε ιδιαίτερος λόγος κι έτσι δεν τη ρώτησε για τις μπομπονιέρες, τις προσκλήσεις και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες. Ο γάμος δέχτηκε να γίνει στο νησί του γαμπρού. Έτσι δε θα χρειαζόταν να ανησυχεί για τους ανθρώπους που δεν ήθελε να καλέσει αλλά θα ήταν υποχρεωμένη λόγω της θέσης τους στο νησί.
      Έβαλε το Λενιώ να διαδώσει το γεγονός σε όσους δεν ήθελε να μιλήσει ενώ με τους υπόλοιπους ασχολήθηκε προσωπικά. Το Λενιώ αμίλητο έτρεχε πέρα δώθε και το να πάρεις κουβέντα από το στόμα του ήταν απίθανο, ακόμη κι αν κρεμόταν η ίδια η ζωή του απ’ αυτό.
      Η Ραλλού όταν δεν έπρεπε να στέκεται ακίνητη για να της παίρνουν μέτρα, για το νυφικό ή την γκαρνταρόμπα που έπρεπε να έχει ως μέλλουσα κυρία Μαλτέζου, κοιμόταν. Βυθιζόταν σε έναν βαθύ χωρίς όνειρα λυτρωτικό ύπνο. Ένας ύπνος όμως που δεν την ξεκούραζε, αλλά την παρέσερνε θαρρείς σε έναν βαρύ λήθαργο που την άφηνε με τα μέλη μουδιασμένα και τη σκέψη θολή.
      Ο Κυριάκος ήρθε και στάθηκε έξω από τον κήπο της πολλά βράδια. Στάθηκε ώρες ατελείωτες ανάμεσα στις βαθιές φυλλωσιές της φλαμουριάς τους. Όταν απελπιζόταν να περιμένει χωρίς κανένα αντίκρισμα τολμούσε να γλιστρήσει μέσα στον κήπο πλησιάζοντας το παράθυρο της κουζίνας.
      Εκεί συνήθως έβρισκε το Λενιώ, να έχει αποκάμει από την κούραση και τα τρεχάματα. Χώρια που είχαν γυρίσει ανάποδα κάθε λιθάρι και κάθε σανίδα του σπιτιού, να τα τρίψουν και να τα γυαλίσουν κι ας γινόταν ο γάμος αλλού.
      Στα πόδια της έπεφτε. Εκείνης ράγιζε η καρδιά να τον βλέπει να λιώνει, ράγιζε η καρδιά όταν σκεφτόταν πως θα καταστρεφόταν η ζωή του κοριτσιού της.
      Έτρεχε και ξαναέτρεχε στο δωμάτιο της Ραλλούς. Μα εκείνη ούτε τα βλέφαρα δεν τάραζε στα παρακάλια της Λενιώς.
      Ο Κυριάκος ήρθε και την τελευταία βραδιά πριν την αναχώρησή τους. Το σπίτι ήταν ήσυχο και το Λενιώ καθόταν στην κουζίνα αμίλητη. Δάκρυα δεν είχε να χύσει άλλα, είχαν στεγνώσει τα μάτια της.
      Έκανε ν’ ανέβει, το ήξερε ανέλπιδα για να παρακαλέσει άλλη μια φορά την κυρά της. Αλλά πάγωσε σαν αντίκρισε την πόρτα.
      Στο άνοιγμα στεκόταν η Ραλλού. Μια Ραλλού χλωμή, διάφανη και σκοτεινή.






      Η Αθηνά είχε ξεκινήσει παίρνοντας και πάλι το πρωινό στο σακίδιό της και έναν χάρτη του νησιού.  Σκοπός της ήταν να εντοπίσει τους αγρούς που αναφερόντουσαν στο συμβόλαιο.
      «Χωράφια», σκέφτηκε αφού άρχισε να βαδίζει στους ήσυχους δρόμους του νησιού. Η πρωινή δροσιά της άνοιξε την όρεξη, έβγαλε ένα τοστ από την τσάντα της και άρχισε να το μασουλάει.
      Προχωρούσε κάτω από τα πυκνόφυλλα πλατάνια που φιλτράριζαν το φως του ήλιου και το επέτρεπαν να πέφτει κάτω σε λουρίδες. Κι ένα γαϊτανάκι από αχτίδες φωτός μπλέκονταν μεταξύ τους δημιουργώντας ατμόσφαιρα παραμυθιού.
      Ξάφνου έμεινε με το ψωμί μπροστά στο στόμα της καθηλωμένη από μία σκέψη. Ήταν μία αίσθηση déjà vu, πως την είχε ξαναζήσει αυτήν τη στιγμή. Ανέτρεξε χωρίς να το επιδιώξει στα πρώτα της παιδικά χρόνια, στις ανοιξιάτικες σχολικές εκδρομές. Στράφηκε και κοίταξε γύρω της λες και περίμενε να αντικρύσει και το υπόλοιπο σχολείο.
      Χαμογέλασε στη σκέψη που ξεκινώντας για τον προορισμό τους τα πιτσιρίκια βγάζουν στο δρόμο όλο το φαγητό τους και μασουλιούνται, λες και είχαν προλάβει μέσα στη μισή ώρα που είχε μεσολαβήσει από τη στιγμή που άφησαν το σπίτι τους να πεινάσουν ξανά.
      Το φως γύρω της θύμιζε το φως που υπήρχε τότε στη ζωή της. Φως άπλετο πριν πέσει το οριστικό σκοτάδι. Πόσα χρόνια είχαν περάσει! Ένιωσε έκπληξη και μόνο που μπόρεσε η θύμηση αυτή να ανασυρθεί από τη μνήμη της.
      Έμεινε με το φαγητό της μετέωρο μην μπορώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να χαρεί για όλο αυτό το φως που μπόρεσε να ανακαλέσει από τα βάθη του χρόνου. Ή να νιώσει θλίψη για το σκοτάδι που έπειτα το έπνιξε.
      Έκοψε μια γερή μπουκιά από το ψωμί της και τράβηξε αποφασιστικά το δρόμο της.



           




   

      Με τα κλειδιά στο χέρι ανέβηκε τις βρωμισμένες σκάλες του ξενοδοχείου. Το χρονισμένο μάρμαρο ήταν καλυμμένο από χώματα, φύλλα και κλαδιά. Η σκουριασμένη πόρτα της αυλής πίσω του έστεκε στραβά, αφού την άνοιξε παραβιάζοντας την κλειδαριά που την σφράγιζε μιας και δεν κατέστη ικανό να ανοίξει με το κλειδί της.
      Ανέβηκε αργά και κοίταξε την πρόσθια όψη του ξενοδοχείου με τα τζάμια στην πόρτα και τις μπαλκονόπορτες, αδιαφανή από τη βρωμιά και την υγρασία που είχε κολλήσει επάνω τους.
      Δύο από τα τετράγωνα πλαίσια της μπαλκονόπορτας που κανονικά καλύπτονταν από τζάμια έχασκαν κενά.
      Κοντοστάθηκε. Κοίταξε τα θολά παραθυρόφυλλα, αδιαπέραστα από κάθε περίεργο βλέμμα. Η άπλετη επιφάνειά της πολύ φαρδιάς βεράντας σκεπάζονταν από μεγάλα μαύρα και λευκά σαν σκακιέρας τετράγωνα. Τόσο μεγάλη ήταν η βεράντα που απ’ το μυαλό του πέρασαν κυρίες με κρινολίνα να στροβιλίζονται στους νοσταλγικούς ρυθμούς μιας ορχήστρας.
      Ένα τραγούδι διέτρεξε σαν αστραπή  το μυαλό του:
      «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά,
       Μαραμένες οι ελπίδες μου όλες….»
      Χαμογέλασε μονάχος όταν αντιλήφθηκε πως ονειροπολούσε. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη και προχώρησε προς την πόρτα. Το τοποθέτησε αργά και προσεκτικά και άρχισε να το κινεί μέχρι που γλίστρησε εκείνο στη σωστή θέση.
      Το έστριψε και ένιωσε έκπληξη όταν εκείνο αδιαμαρτύρητα άνοιξε την κλειδαριά. Διστακτικά έσπρωξε το χερούλι και την πόρτα για να ακούσει ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα.
      Άνοιξε διάπλατα το πορτόφυλλο και στάθηκε για λίγο στο άνοιγμά του. Κοίταξε το αχνό σκοτάδι γύρω που άφηνε να διακρίνεται σα σκελετός το κουφάρι του ξενοδοχείου. Ψηλά ταβάνια, πελώριες πόρτες που οδηγούσαν σε αχανείς αίθουσες. Στο βάθος μία στρογγυλή φαρδιά σκάλα στριφογύριζε προς τα πάνω.
      Του έκανε αρχικά εντύπωση που μπορούσε να την διακρίνει σε αυτή την απόσταση. Αλλά έπειτα αντιλήφθηκε πως τη σκάλα την έλουζε ένα αχνό φως που πήγαζε από κάπου πίσω της. Στάθηκε προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά την προέλευσή του.
      Αν και κλειστό από δεκαετίες, το κτίριο αυτό ήταν πιο μεγαλόπρεπο και από την εκκλησία. Το σχήμα και το μέγεθος επιβαλλόταν στο νησί και ο Θράσος το είχε παρατηρήσει άπειρες φορές από διαφορετικές γωνίες. Μάλλον δεν το πρόσεχε καν τα τελευταία χρόνια.
      Προχώρησε για να εντοπίσει την πηγή του φωτός. Έφτασε μπροστά στη σκάλα και δίπλα της κατάφερε να διακρίνει έναν ανελκυστήρα με καμπίνα από σιδερένια περίτεχνα κάγκελα. Προχώρησε γύρω τους κι ακολούθησε έναν πλαϊνό διάδρομο που τον άφησε με το στόμα ανοιχτό.
      Αριστερά του υπήρχαν κάποιες σκοτεινές αίθουσες που δεν έμοιαζαν να έχουν την αίγλη και το μέγεθος των μπροστινών. Δεξιά του όμως μία σειρά από πελώριες καμάρες τον οδηγούσαν σε ένα εσωτερικό αίθριο. Η οροφή του έφτανε στους πέντε ορόφους και τους ξεπερνούσε σχηματίζοντας έναν κωνικό θόλο.
      Στο κέντρο υπήρχε ένα στέρφο σιντριβάνι από μάρμαρο που θύμιζε περιμετρική κρήνη σε οθωμανικό λουτρό. Τριγύρω στις καμάρες που κύκλωναν τον χώρο υπήρχαν ξεραμένα αναρριχητικά φυτά που τα κουφάρια τους είχαν απομείνει κολλημένα στις κολώνες.
      Ύψωσε το κεφάλι και στροβιλίστηκε αργά μέσα στο χώρο. Επάνω από τις καμάρες και γύρω από το αίθριο σε κάθε όροφο υπήρχαν μπαλόνια με οπτική πρόσβαση σε αυτό.
      Έμεινε να κοιτάζει μαγεμένος. Ποτέ κάτι υλικό δεν του είχε ασκήσει τέτοια γοητεία. Δεν μπόρεσε να μην φανταστεί τους ανθρώπους που θα είχαν περάσει από εδώ. Κυρίες ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα σε αυτό εδώ το αίθριο, ή παρέες μαζεμένες στις μεγάλες αίθουσες μπροστά να παίζουνε χαρτιά. Και χοροί έξω στην πλατιά βεράντα και στην πλακόστρωτη αυλή.
      Κοίταξε τριγύρω και ήξερε πως αυτό δεν θα ήταν η νέα του δουλειά. Θα ήταν η ζωή του.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

11ο κεφάλαιο



       Η Ραλλού δεν επέτρεψε στον εαυτό της να βουλιάξει στο κενό που της δημιούργησε η αναχώρηση του Κυριάκου. Δεν έφυγε, ποτέ δε θα φύγει, είπε. Είναι μέσα σου κι εκείνος σε κουβαλά μαζί του.
      Με στρατιωτικό προγραμματισμό αφοσιώθηκε στα διαβάσματά της. Και ήταν τέτοια η οργάνωση της δουλειάς της και του νου, που ο χρόνος της περίσσευε. Και περνούσε και ξαναπερνούσε την ύλη για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
      Κάθε βράδυ καθόταν και έγραφε στον Κυριάκο. Και τα γράμματα όλης της εβδομάδας τα έστελνε την Πέμπτη από το νησί. Ο Κυριάκος τα έπαιρνε την Δευτέρα.
      Και κάθε Δευτέρα απόγευμα περνούσε από το σπίτι του. Έβλεπε τους γονείς του και τα αδέρφια του. Άκουγε τα νέα τους, έλεγε τα λιγοστά δικά της. Και φεύγοντας έπαιρνε το πολύτιμο γράμμα του που το έστελνε γι’ αυτήν στο σπίτι του.
      Παλεύοντας ανάμεσα στην ευγένεια και την ανυπομονησία έφευγε κάποια στιγμή προφασιζόμενη διαβάσματα και το πέρασμα της ώρας. Κλεινόταν στο δωμάτιό της. Ξάπλωνε στο κρεβάτι με το γράμμα αγκαλιά. Το άνοιγε τελετουργικά σχεδόν, από φόβο μη σκίσει το φάκελο. Έκλεινε τα μάτια, τον έφερνε κοντά στο πρόσωπό της και το ακουμπούσε στο δέρμα της. Προσπαθούσε ν’ ανασύρει την μυρωδιά του Κυριάκου από πάνω του.
      Ένα μάτσο κόλλες ήταν τα γράμματά του και μόλις άρχιζε να διαβάζει τις πρώτες αράδες, ο Κυριάκος ήταν δίπλα της. Καθόντουσαν δίπλα δίπλα στον κόλπο τους κι οι ώμοι του ενός ακουμπούσαν ανάλαφρα με τους ώμους του άλλου σε απόλυτη σύμπνοια. Δεν ξεχώριζες που ξεκινούσε το σώμα του ενός και που σταματούσε το άλλο. Κάθονταν έτσι συντροφευμένοι, κοίταζαν το πέλαγο και δε μιλούσαν. Κι η σιωπή τους έλεγε τα πάντα.
      Ο καιρός κύλησε. Γρήγορα, αργά; Όταν η Ραλλού ξανάφερε τους μήνες εκείνους της ζωής της εκ των υστέρων στο νου, ήξερε πως ο καιρός που τότε έμοιαζε να κυλά βασανιστικά αργά χύθηκε σαν άμμος μέσα απ’ τα ανοιχτά της δάχτυλα. Γιατί ήταν η τελευταία ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της.
      Ο Κυριάκος ήρθε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και δεν χώρισαν λεπτό. Του κάκου εκείνος τη μάλωνε πως έπρεπε να κάθετε να διαβάζει γιατί δε θα άντεχε να ξαναχωρίσουν. Κι οι εξηγήσεις της για το ότι την ύλη της την είχε από καιρό καλύψει δεν τον έπειθαν. Έτσι αναγκαζόταν να κουβαλά τα βιβλία της μαζί.
      Βρισκόταν στην αποθήκη στο κτήμα, όπου εκείνη ξάπλωνε το κεφάλι στα γόνατά του κι έκανε πως διάβαζε. Ο Κυριάκος καθισμένος διάβαζε συνέχεια για την εξεταστική του.
      Τελείωναν και οι εξετάσεις και μέσα στην ανιαρή ρουτίνα της η Ραλλού δεν αντιλήφθηκε γρήγορα πως κάτι είχε αλλάξει στη μυρωδιά του σπιτιού. Κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε όταν για πρώτη φορά στη ζωή της είδε το Λενιώ κλαμένο. Στο απορημένο βλέμμα της εκείνη έβαλε το χέρι στο στόμα, λες και φοβήθηκε πως θα βγει άθελά της κάποια απρεπής κραυγή κι έτρεξε τρέχοντας να εξαφανιστεί.
      Δεν ήξερε τι να κάνει. Το Λενιώ ήταν ότι πιο κοντά είχε σε μάνα κι ο μόνος ζωντανός άνθρωπος μέσα στο σπίτι.
      Σκέφτηκε πως μπορεί να της είχε μιλήσει άσχημα η κυρία Εριφύλη αν και το Λενιώ δεν τα έβαφε μαύρα με το παραμικρό. Δεν υπήρχε περίπτωση να ρωτήσει τη μητέρα της με την οποία μετά βίας αντάλλαζαν ελάχιστες κουβέντες για τα απολύτως απαραίτητα.
      Θα περίμενε λίγο, να της δώσει την ευκαιρία να ηρεμήσει κι έπειτα θα έψαχνε να την βρει. Όμως την ώρα που πήγαινε στη βιβλιοθήκη η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιό της.
      «Έρχεσαι σε παρακαλώ; Θέλω να σου μιλήσω».
      Δυο πρωτάκουστα συμβάντα μέσα στο ίδιο απόγευμα κι η Ραλλού αποφάσισε πως είναι πια στιγμή ν’ ανησυχήσει.
      «Κάθισε», της υπέδειξε μία πολυθρόνα δίπλα σε ένα μικρό γραφείο που η κυρία Εριφύλη χρησιμοποιούσε για να κάνει τους λογαριασμούς της. Η ίδια κάθισε στητή στην καρέκλα.
      «Το σχολείο σου τελειώνει. Τίποτε άλλο πια για σένα δεν υπάρχει. Ήρθε η στιγμή να με ελαφρύνεις, γιατί πραγματικά ήταν δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια για μένα».
      Παραξενεμένη, με τις αισθήσεις της μπερδεμένες και αναρωτώμενη αν θα έπρεπε να νιώσει ενοχές, κι αν πράγματι βάραινε η παρουσία της την μητέρα της, περίμενε ν’ ακούσει. Η κυρία Εριφύλη από την άλλη δε δυσκολεύτηκε να συνεχίσει.
      «Εδώ και καιρό με πλησίασαν οι Μαλτέζοι από το διπλανό νησί. Σε ζητήσανε για το γιό τους. Προφανώς το όνομά μας μετρά ακόμη. Τους εξήγησα πως δεν θα προχωρήσουμε πριν τελειώσει το σχολείο σου. Δεν ήθελα να τους δώσω την εντύπωση πως είμαι απελπισμένη».
      Κοίταξε έξω από την τραβηγμένη κουρτίνα. Στητή και στεγνή. Το ύφος της φανέρωνε το ύφος του ανθρώπου που έκανε καλά τη δουλειά του.
      Η Ραλλού απέμεινε άφωνη να την παρατηρεί. Για αρκετή ώρα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.
      «Δεν μπορείς να με παντρέψεις. Δεν είναι δική σου απόφαση αυτή».
      Η Εριφύλη την κοίταξε με το ύφος που θα είχε αν μια ενοχλητική μύγα ζουζούνιζε γύρω της.
      «Και οι σπουδές μου; Τι θα γίνει με τις σπουδές μου; Ετοιμάζομαι για κατατακτήριες».
      Η μητέρα της σηκώθηκε και την κοίταξε σα να μην την αναγνώριζε.
      «Οι σπουδές σου; Με ρώτησες ποτέ αν μπορώ να σε σπουδάσω; Με ρώτησε μήπως ο πατέρας σου όταν μας άφησε αν μπορώ να σε μεγαλώσω μόνη μου;», έκανε σοβαρά λες και δεν αντιλαμβανόταν το παράλογο της δήλωσής της.
      «Έκανα παραπάνω από το χρέος μου και τώρα ήρθε η σειρά σου να μου το ξεπληρώσεις. Φύγε!».
      Η φωνή της ήταν παγωμένη.
      Όταν η Ραλλού βγήκε από την πόρτα, ένιωθε σαν ένα παγωμένο χέρι να είχε σκίσει το στήθος και ξεριζώσει την καρδιά της. Είχε την αίσθηση πως δεν ανάσαινε πια. Ήταν σα να έβλεπε το σώμα της να κινείται κι αυτή παρατηρητής να στέκεται σε μιαν άκρη. Απόρησε για μια στιγμή πως μπορούσε να κινείται το άψυχο σώμα της.
      Δεν πρόσεξε το Λενιώ που πίσω από το κεφαλάρι στις σκάλες παρατηρούσε κάτωχρη, με τα μάτια πελώρια από τη φρίκη και το χέρι μόνιμα να σκεπάζει το στόμα της.
      Έπεσε άπνοη στο κρεβάτι της κι απέμεινε εκεί σε λήθαργο θαρρείς. Η αίσθηση του χρόνου και του χώρου είχαν χαθεί.
      Κανείς δεν άκουσε το Λενιώ που βγήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα.












     
      Ήταν καθισμένη στο γραφείο με τα χέρια ακουμπισμένα επάνω του. Το δροσερό αεράκι έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Άφησε το βλέμμα να πλανηθεί σε σκεπές και ταράτσες, στα δέντρα που στέκονταν γύρω από τα σπίτια οριοθετώντας τα σύνορά τους. Τα φύλλα τους κυμάτιζαν  απαλά, έβλεπε ακόμη και κάποιες κουρτίνες να θροΐζουν μέσα απ’ τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα.
      Ένα γατί τεντώνονταν νωχελικά στο απέναντι μπαλκόνι. Τέντωνε τα μπροστινά του πόδια σπρώχνοντας τις βελούδινες πατούσες του όσο πιο μακριά μπορούσε.
      Χάιδεψε με τ’ ακροδάχτυλα τις έδρες του γραφείου. Αφού έφτασε στις γωνίες του ακολούθησε τις πλάγιες πλευρές του για να βρεθεί να κάνει την αντίστοιχη κίνηση από την κάτω πλευρά του.
      Το βλέμμα της Αθηνάς τραβήχτηκε για λίγο από το παράθυρο και το νησί που ζούσε ένα πολύβουο πρωινό και είδε πως ακούμπαγε την κοιλιά δύο φαρδιών συρταριών κάτω από την επιφάνεια του γραφείου.
      Ένα χάλκινο πόμολο, σα μισοφέγγαρο διακοσμούσε το κέντρο κάθε συρταριού. Με τα δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού της και την πλάτη της να στέκεται μετέωρη σα να μην μπορεί ν’ αποφασίσει αν πρέπει να καθίσει ή όχι, προσπάθησε να τραβήξει το ένα από τα δύο συρτάρια. Κλειδωμένο. Ξαναδοκίμασε με το άλλο. Κλειδωμένο.
      Τα παρατήρησε για λίγο σα να περίμενε να της βρουν κάποια λύση. Έπειτα διέτρεξε με το βλέμμα το χώρο και αποφάσισε να ρίξει μια ματιά πίσω από τα κλειστά ράφια της βιβλιοθήκης.
      Βιβλία και χαρτιά ήταν κλεισμένα μέσα σε κουτιά. Σε ένα από αυτά βρήκε παλιές φωτογραφίες μαζί με μερικές κάρτες σταλμένες δεκαετίες πριν.
      Σήκωσε το κουτί και το απίθωσε μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάθισε κατάχαμα. Το φως χυνόταν λευκό μέσα και αχνό, με τη σκόνη να χορεύει θαρρείς πιασμένη στα δίχτυα του. Όπως καθόταν κάτω και την έλουζε, ήταν σα να είχε μπει σε έναν παραμυθένιο κόσμο.
       Άρχισε να αραδιάζει τις φωτογραφίες στο πάτωμα, κι όταν έβρισκε πρόσωπα ίδια τις τοποθετούσε τη μια δίπλα στην άλλη.
            Όλες τούτες οι ασπρόμαυρες φιγούρες της φαίνονταν άγνωστες και βγαλμένες θαρρείς από ταινία, και δεν ήταν εύκολο. Όταν είδε έναν νεαρό πάνω απ’ το κατάστρωμα ενός εμπορικού πλοίου αναθάρρησε. Θα αναγνώριζε παντού το γελαστό βλέμμα του πατέρα της.  Την τράβηξε μπροστά της.
      Με σιγουριά μπόρεσε να εντοπίσει δυο τρεις φωτογραφίες ακόμη, την μία να στέκεται πάνω από μία καθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα με γαλήνια μορφή.
      Στην άλλη η ίδια γυναίκα στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και σε έναν ηλικιωμένο άντρα με τα πιο ζεστά μάτια που είχε αντικρίσει ποτέ της. Αναγνώρισε τον παππού της. Λίγο πιο πέρα βρήκε και την μοναδική φωτογραφία που είχε και η ίδια από αυτόν.
      Οι υπόλοιπες φωτογραφίες δεν της θύμιζαν τίποτε. Σοβαρές φυσιογνωμίες, καμία φορά τρομαγμένες θα τις έλεγες απέναντι στο φακό του φωτογράφου.
      Πήρε στα χέρια της τις κάρτες που ήταν όμορφα δεμένες μεταξύ τους με μία λευκή κάποτε κορδέλα. Αρκετές από αυτές ήταν καρτ ποστάλ από τις τέσσερις γωνιές της γης. Μπουένος Άιρες, Τόκυο, Πράσινο Ακρωτήρι, Αμβέρσα, Μαδρίτη, Σιγκαπούρη.
      Τις κράτησε μία μία. Κάτω δεξιά ήταν γραμμένο το όνομα και η διεύθυνση του παππού της.
      «Αγαπητοί μου μητέρα και πατέρα», ξεκίναγε στην αριστερή πλευρά της κάρτας. «Σας φέρνω το μακρινό Μπουένος Άιρες μια στάλα κοντά σας. Παράξενα μέρη, άλλοι άνθρωποι διαφορετικοί. Αλλά και τόσο ίδιοι. Σας φιλώ με αγάπη και σας κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Ο γιος σας, Κώστας».
      Κράτησε τη μία μετά την άλλη κάρτα στα χέρια της. Ρούφηξε τις εικόνες προσπαθώντας να δει τα νέα και άγνωστα τοπία με τα μάτια του πατέρα της. Διάβαζε τις λιγοστές αράδες του.
      Τι παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος. Τι αλλόκοτο πράγμα η ύπαρξη. Η Αθηνά δεν πίστευε σε κανέναν Θεό. Αν ο άνθρωπος είναι τυχερός κι έχει την υγειά του μπορεί να παλέψει για την ύπαρξή του. Υπήρχαν όμως κι άνθρωποι ανίσχυροι, ανήμποροι που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να επιζήσουν. Καταδικασμένοι.
      Κι όταν χαθεί ο άνθρωπος, χάνεται. Καμιά θεωρία και καμία θρησκεία δεν ερχόταν να καλύψει τις μεταφυσικές της ανησυχίες απλά γιατί δεν είχε.
      Γιατί αισθανόταν τώρα λοιπόν σαν ένα κομμάτι της να πονά αφόρητα στο θέαμα αυτών των καρτών; Πώς γινόταν να μην μπορεί να αποδεχθεί την απώλεια ενός ανθρώπου που έφυγε κοντά είκοσι χρόνια τώρα;
      Πώς γίνεται να τον αισθάνεται να κάθεται λίγο πιο πέρα και να την παρακολουθεί μ’ ένα αχνό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του;






      Ο Θράσος γύρισε στη Ρόδο και στο μικρό δωματιάκι που του παρείχε το ξενοδοχείο όπου εργαζόταν. Κι ήταν ακόμη πιο κλεισμένος από πριν στον εαυτό του. Αλλά και πιο αποφασισμένος. Αν πριν δούλευε με αλύπητο ρυθμό τώρα πια άγγιζε τα όρια της απανθρωπιάς. Είχε  αναλάβει περισσότερες εργασίες απ’ ότι προέβλεπε η θέση του εκμεταλλευόμενος πότε τις γνώσεις του και πότε τη διάθεση των συναδέλφων του να λουφάρουν και είχε φτάσει να έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο του ξενοδοχείου.
      Κι αφού υπήρχαν ακόμη λίγες ώρες του μέσα στο εικοσιτετράωρο ελεύθερες έπαιρνε βιβλία από μικρότερα ξενοδοχεία και δούλευε επιπλέον. Πάντα με την άδεια του διευθυντή του.
      Η προσωπική του ζωή ασκητική και ανύπαρκτη. Στη μικρή κοινωνία του νησιού που βίωνε ακόμη ακραίες συνθήκες επαρχίας δε θα τολμούσε ποτέ να κάνει κάτι, ούτε καν με απόλυτη μυστικότητα. Χώρια που οι μοναδικές ίσως ευκαιρίες να βρει κάποιον νέο με τις ίδιες ερωτικές προτιμήσεις ήταν μάλλον στο στρατό. Κι ο Θράσος ένιωθε πως οποιαδήποτε σχέση με έναν άνθρωπο μακριά από το σπίτι του και στη δυσχερή θέση να υπηρετεί τη θητεία του, δε θα μπορούσε να είναι παρά σχέση ανισότητας. Ίσως και εκμετάλλευσης.
      Έπειτα από δύο χρόνια που βρισκόταν στο νησί ήρθε στη Ρόδο και η Λίνα. Συμμετείχε σε μια ανασκαφή που γινόταν στη Λίνδο, βοηθός του καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Το βοηθός βέβαια σήμαινε πως του έπλενε ακόμη και τα σώβρακα, βιάστηκε να του εξηγήσει η Λίνα γελώντας. Δεν κατάφερε όμως να μειώσει το θαυμασμό για τη φίλη του, που με συνέπεια ακολουθούσε ότι αγαπούσε χωρίς να την αγγίζουν οι δυσκολίες γύρω της. Σαν  άυλο το σώμα της, διάφανο που φώτιζε από την αύρα της.
      «Η μάνα μου φαγώνεται να διοριστώ. Με ξέρεις όμως εμένα. Προτιμώ να τρέφομαι με τα χορτάρια που φυτρώνουν ανάμεσα στις πέτρες, αρκεί να ‘μαι κι εγώ κοντά τους».
      Η Λίνα έμενε σ’ ένα δωματιάκι στο χωριό της Λίνδου. Όλη η αποστολή έμενε σε δωμάτια που μπορούσαν να διαθέσουν από τα σπίτια τους οι κάτοικοι του χωριού. Του περιέγραφε πως έκανε μπάνιο γεμίζοντας έναν τενεκέ υπερυψωμένο μέσα στο στάβλο του σπιτιού που έμενε. Με κρύο νερό.
      Όταν κατέβαινε στην πόλη της Ρόδου, έκαναν ατελείωτες βόλτες στην μεσαιωνική πόλη και δίπλα στο λιμάνι. Άλλοτε ο Θράσος πήγαινε και τη συναντούσε. Τον έπαιρνε μαζί της στις ανασκαφές, τον γιόμιζε χώματα και του έδειχνε τα αραδιασμένα τους ευρήματα. Τα περισσότερα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από σπασμένα αγγεία.
      Γινόταν παιδί με τον παιδιάστικο ενθουσιασμό που την κατείχε. Ήξερε πως στα δικά της μάτια όλα τούτα τα άσχετα κομμάτια ενώνονταν μεταξύ τους και ζωντάνευαν πολιτείες, ζωές ανθρώπων, ιστορίες. Της μίλαγαν σε κάποια γλώσσα που μόνο εκείνη άκουγε. Άφηνε όμως τη χαρά της να τον συνεπάρει.
      Ήταν ένα καλοκαίρι λουσμένο στο φως και έμελλε να το θυμάται. Όμως πέρασε και η ανασκαφή έφτανε στο τέλος της. Η Λίνα θα ακολουθούσε την αποστολή και τον καθηγητή της στην Αθήνα. Δίπλα του θα ξεκινούσε τη διδακτορική διατριβή της.
      «Χαλάλι τα σώβρακα που του έπλυνα», γέλαγε κι ο Θράσος ένιωθε πως ήδη του έλειπε.
      Ξάφνου ο τόσο τέλειος κόσμος του έμοιαζε κενός. Δούλευε όπως πριν, ποτέ η διάθεσή του δεν έφτανε να επηρεάζει ούτε τη δουλειά, ούτε την καθημερινότητά του. Συνειδητοποίησε  μόνο πρώτη φορά πως ο ίδιος δεν ήταν ικανός να δημιουργήσει χαρά, ίσως μόνο να ζήσει ή να μοιραστεί τη χαρά των ανθρώπων που πηγαία ξεπηδά από μέσα τους.
      Δεν απογοητεύτηκε από τη διαπίστωση, τη δέχτηκε με τον ίδιο τρόπο που δεχόταν το ξημέρωμα ή το δειλινό μέσα στη μέρα.
      Όταν τον κάλεσε ο διευθυντής του ξενοδοχείου για να του πει πως η εταιρία στην οποία ανήκε αγόρασε ένα ιστορικό ξενοδοχείο στο νησί του, κλειστό από δεκαετίες και του ζήτησε να το αναλάβει δεν έδειξε καμία έκπληξη.
      «Σε έχω προτείνει ανεπιφύλακτα. Οι ευθύνες σου θα είναι μεγαλύτερες, το ίδιο θα είναι και οι απολαβές σου. Θα είσαι στον τόπο σου. Το μόνο που περιμένω είναι η συναίνεσή σου».
      Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Όχι ότι είχε την οποιαδήποτε διάθεση να γυρίσει στο νησί του. Και να βούλιαζε αδιάφορο θα τον άφηνε. Όμως η μητέρα του γερνούσε και ήταν ολομόναχη. Ίσως να μην του δινόταν άλλη ευκαιρία να βρεθούν μαζί.
      Έτσι δέχτηκε αδιάφορα σχεδόν, θεωρώντας πως η εξέλιξη αυτή του έλυνε με πολύ πρακτικό τρόπο να μόνο ζήτημα που τον απασχολούσε.




 

      Από το ανοιχτό παράθυρο τρύπωνε μέσα μυρωδάτο το αεράκι. Έκανε τις διάφανες κουρτίνες να ανεμίζουν απαλά στο πέρασμά του και χάιδευε τρυφερά τα αντικείμενα στο δωμάτιο.
      Δεν ήταν όμως το δροσερό του άρωμα που έκανε την Αθηνά να ξυπνήσει. Ήταν μια αίσθηση συναγερμού που αντήχησε στο μυαλό της.
      Σαν όταν φεύγεις από το σπίτι και ξαφνικά θυμάσαι ότι άφησες το σίδερο στη πρίζα. Ή το μάτι αναμμένο.
      Κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι και στάθηκε εκεί στην άκρη του να παίρνει βαθιές ανάσες. Στο μισοσκόταδο έβλεπε τα αχνόλευκα κουρτινόφυλλα να σαλεύουν, διάφανα φώτα από το δρόμο να τρυπώνουν στο δωμάτιό της. Σκιές.
      Καθόταν εκεί και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έπρεπε να θυμηθεί. Τι είχε ξεχάσει άραγε.
      Είδε έναν σκοτεινό όγκο στο τραπεζάκι απέναντι κάτω από τον καθρέφτη. Σηκώθηκε για να διαπιστώσει πως ήταν ο μεγάλος φάκελος με τα συμβόλαια του σπιτιού και των κτημάτων και τον πήρε στα χέρια της. Στάθηκε για λίγο έτσι, αναποφάσιστη κι έπειτα τον πήρε και κάθισε μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ακριβώς πάνω στο φωτεινό μονοπάτι που χάραζε το φεγγάρι στο πάτωμα.
      Κράτησε όρθιο το φάκελο και άφησε να χυθεί κάτω το περιεχόμενό του. Τα συμβόλαια του σπιτιού και των κτημάτων. Άρχισε να τα στοιβάζει σε μία άκρη. Κάποια χαρτιά με διευθύνσεις, κάποιες επαγγελματικές κάρτες. Άνθρωποι που έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί τους, άνθρωποι που γνώριζαν την οικογένειά της. Ένα κλειδί.
      Το κοίταξε παραξενεμένη καθώς τα κλειδιά του σπιτιού τα είχε βγάλει η ίδια την προηγούμενη από το φάκελο. Ένα κλειδί για την αυλόπορτα και ένα κλειδί για την πόρτα. Σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν κάποιο αντικλείδι, αλλά ετούτο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Λες και χρησίμευε για να ξεκλειδώσει καμιά μεσαιωνική καστρόπορτα.
      Σηκώθηκε κρατώντας το στο χέρι, ξεκρέμασε το σακίδιό της από τη ράχη μιας καρέκλας κι έψαξε στην μπροστινή θήκη για τα κλειδιά του σπιτιού. Τα βρήκε, τα απίθωσε πάνω στο τραπεζάκι και άναψε τη λάμπα με το πορτοκαλόχρωμο φυσητό γυαλί στην άκρη της. Τοποθέτησε τα κλειδιά δίπλα δίπλα και μπορούσε με βεβαιότητα να πει πως δεν χρησίμευαν για να ξεκλειδώσουν την ίδια πόρτα.
      Έμεινε λίγο όρθια, προσπαθώντας να σκεφτεί. Έπειτα σήκωσε τα χαρτιά από κάτω, τα ακούμπησε στο τραπέζι και κάθισε μπροστά του.
      Άρχισε να διαβάζει το συμβόλαιο της κληρονομιάς. Του είχε ξαναρίξει μια ματιά αλλά την πρώτη μόνο σελίδα. Τα νομικά έγγραφα δεν τραβούσαν ποτέ το ενδιαφέρον της.
      Στην πρώτη σελίδα τα ονόματα. Κυριάκος Τερζής, το δικό της. Έπειτα ξεκινούσε η περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων. Το διώροφο σπίτι. Άρχισε να προσπερνά γρήγορα τις γραμμές. Δεκαεπτά στρέμματα αγροτεμάχια. Ένα αμπέλι τριών στρεμμάτων. Ένας ελαιώνας δώδεκα στρεμμάτων, παραθαλάσσια επί της περιοχής του Άη Γιώργη. Με οχτακόσια πενήντα δέντρα ελιές και αποθήκη σαράντα πέντε τετραγωνικών μέτρων.
      Ξεφύλλισε για λίγο ακόμη το συμβόλαιο και κοίταξε ξανά το κλειδί. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από το σακίδιό της και σημείωσε την περιοχή του Άη Γιώργη και όλα τα ονόματα όσων είχαν ελαιώνες ή κτήματα δίπλα σε αυτό του παππού της. Έπειτα έσβησε το φως και γύρισε στο κρεβάτι της.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

10ο κεφάλαιο



      Το γυμνάσιο για τη Ραλλού υπήρξε πραγματική όαση. Ένας κόσμος που επεκτείνονταν πέρα από τα δικά της κάγκελα. Μα πιότερο, ένας κόσμος που μέσα του χωρούσε κι ο Κυριάκος.
      Μπορεί το σχολειό τους να ήταν θηλέων και αρένων, αλλά στον μικρόκοσμο τους είχαν ατελείωτες ώρες να συναντιούνται στα διαλείμματα, στον πηγαιμό και την επιστροφή.
      Η ζωή της στο σπίτι δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Η παγωμένη συμπεριφορά της Εριφύλης συνέχιζε να στραγγίζει κάθε πνοή ζωής, αλλά δεν άγγιζε πια τη Ραλλού. Ίσως τη βόλευε κιόλας, γιατί η ελάχιστη επαφή, κι αυτή στο μεσημεριανό φαγητό, της έδινε ευκαιρίες για ξεπορτίσματα. Το Λενιώ συνέχιζε να την καλύπτει. Ήξερε με ποιόν περνούσε τα μεσημέρια του το κορίτσι τους. Γνώριζε και τον Κυριάκο και την οικογένειά του. Χαμογελούσε με την παιδική φιλία τους και χαιρόταν που είχε σπάσει η μοναξιά της Ραλλούς.
      Όταν πήγαινε στο κτήμα, ο Κυριάκος την έπαιρνε πάντα μαζί του. Είχε μάθει πια τα πάντα για το μάζεμα της ελιάς, τις αρρώστιές της. Τη φροντίδα του δέντρου, το καθάρισμα από τα ζιζάνια.
      Όταν ο καιρός ήταν καλός κατέβαιναν στον κόλπο τους για μπάνιο και τα καλοκαίρια δεν πέρναγε μέρα χωρίς να βουτήξουν. Συχνά  κουβαλούσε μαζί της κάποιο βιβλίο κι έκανε παρέα στον Κυριάκο που πάλευε για την Γεωπονία Αθηνών. Η Ραλλού αναρωτιόταν μόνο πώς θα έκανε υπομονή ένα χρόνο για να τον ακολουθήσει.
      «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;», την ρώταγε πειραχτικά.
      «Να είμαι μαζί σου», του απαντούσε γεμάτη χαριτωμένη αφέλεια εκείνη.
      Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζε τι  ήθελε να κάνει. Το μόνο που γέμιζε τη ζωή της εκτός απ’ το να συναντά το μοναδικό της φίλο ήταν ο κόσμος των βιβλίων. Λίγα απ’ την μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα της δεν είχε διαβάσει και το ίδιο συνέβαινε με τη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου της.
      Όλο της το χαρτζιλίκι το σπαταλούσε σε βιβλία, που ο κυρ Μανώλης που διατηρούσε χαρτοβιβλιοπωλείο μαζί με το γενικό εμπόριο του νησιού, της τα παράγγελνε από την Αθήνα. Αυτά που είχε στο μαγαζί του, όσα δεν είχε διαβάσει ή αδιαφορούσε, της άφηνε να τα δανείζεται κι εκείνη του τα επέστρεφε στην κατάσταση που τα έπαιρνε.
      Είχε γραφεί συνδρομήτρια και σε ένα φιλολογικό περιοδικό που ελάμβανε κάθε μήνα με το πλοίο. Το ξεκοκάλιζε ως τέλος και από εκεί ενημερωνόταν για τα λογοτεχνικά πράγματα τόσο της Ελλάδος όσο και του εξωτερικού. Λάτρευε τον Καραγάτση και ανακάλυπτε τον Τσίρκα. Ο Κυριάκος την πείραζε λέγοντας πως θα έπρεπε να περιμένει να δημιουργηθεί σχολή φιλαναγνωσίας για ν’ αρχίσει τις σπουδές της.
      Η Ραλλού από την άλλη δεν ήθελε φιλοσοφική γιατί ούτε η αρχαιολογία αλλά ούτε η φιλολογία ως επάγγελμα την ενδιέφεραν. Εκεί που μάλλον έκλεινε ήταν τα παιδαγωγικά καθώς ζήλευε τη χαρά των παιδιών, κι ένιωθε πως τη ρουφούσε. Και θα είχε και χρόνο στη διάθεσή της να απολαμβάνει κι άλλες χαρές.
      Τούτο το μεσημέρι το είχε περάσει βουτώντας ώρες μέσα στο νερό. Όταν πια βγήκε έξω αποκαμωμένη, προσπαθούσε να βρει την ανάσα της.
      Παρόλο που ήταν Μάιος, ο καιρός ήταν ιδιαίτερα ζεστός κι αφέθηκε έτσι ξαπλωμένη ν’ αντλεί θέρμη από τα ζεστά βότσαλα και τις ακτίνες του ήλιου.
      «Σήκω», της φώναξε ο Κυριάκος. «Αν αρχίσεις από τώρα να λιάζεσαι, θα καταντήσεις γύφτος».
      «Ωραίοι είναι οι γύφτοι», του απάντησε μαχμουρλίδικα και ξανάκλεισε τα μάτια
      «Τώρα κατάλαβα τι μου βρήκες», την πείραξε.
      Πήρε μικροσκοπικά βότσαλα κι άρχισε να τα πετάει στην κοιλιά του.
      «Μην λες γύφτο τον καλύτερο μου φίλο. Μόνο εγώ έχω δικαίωμα να τον αποκαλώ έτσι».
      Γέλασε, πήρε μια χούφτα βότσαλα κι άρχισε να σκεπάζει την πλάτη της. Εκείνη έβαλε τα γέλια και γύρισε στο πλάι ρίχνοντας τις πέτρες χάμω.
      Προσπάθησε να σηκωθεί ενώ την ίδια στιγμή ο Κυριάκος έσκυβε προσπαθώντας να την σκεπάσει ξανά με βότσαλα. Το μέτωπό της κουτούλησε με το δικό του και το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που είδε ασημένιες βούλες να αιωρούνται στο οπτικό της πεδίο. Έκλεισε τα μάτια.
      Όταν τα άνοιξε αισθάνθηκε το χέρι του Κυριάκου να έχει τυλίξει το κεφάλι της και να λειτουργεί ως προσκέφαλο. Πρώτη φορά το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά στο δικό του, τα μάτια του μέσα στα μάτια της. Η φωνή του ακούστηκε αδύναμη.
      «θα μου λείψεις έναν ολόκληρο χρόνο».
      Η Ραλλού γέλασε αχνά προσπαθώντας να αγνοήσει τη στιγμιαία της αδυναμία.
      «Δε λες καλά που θα λείπεις και θα στρωθώ να διαβάσω. Αν είσαι εδώ μόνο με τα κιάλια θα δω την Ακαδημία».
      Σηκώθηκαν κι οι δυο, καθώς ο Κυριάκος είχε τα βιβλία του στην αποθήκη στο κτήμα κι ήθελε να διαβάσει. Την ώρα που φορούσε τα ρούχα της την άγγιξε στο μπράτσο ωσάν να ήθελε να την σταματήσει. Τον κοίταξε ερωτηματικά.
      «Ένα χρόνο μόνο θα σε περιμένω. Μην το ξεχάσεις».
      Τα μάτια της βυθίστηκαν στα δικά του σφραγίζοντας λες μια σιωπηρή συμφωνία.












      Η Μελέκ ανέβαινε γρήγορα από τις σκάλες φορτωμένη με ένα δίσκο. Ήταν η ώρα του πρωινού κι ο νεαρός σερβιτόρος ήταν φορτωμένος από δουλειά. Η κυρία Πολίτη είχε ζητήσει το πρωινό στο δωμάτιό της.
      Η Μελέκ στάθηκε έξω από το διακόσια έξι, ισορρόπησε το δίσκο στο δεξί της χέρι και χτύπησε την πόρτα. Η τελευταία άνοιξε αστραπιαία λες και την είχε χτυπήσει ωστικό κύμα.
      «Έλα κορίτσι μου, κουνήσου. Κοντεύει η ώρα για το γεύμα».
      Η Μελέκ χαμογέλασε καθώς τα ελληνικά της ήταν απελπιστικά φτωχά ακόμη. Προχώρησε στο δωμάτιο κι ακούμπησε το δίσκο στη συρταριέρα, κάτω από τον καθρέφτη.
      «Κορίτσι μου πάρτον πίσω όπως είναι. Ζήτησα γιαούρτι και χυμούς, όχι καφέ, ούτε κρουασάν».
      Η Μελέκ δεν ήταν άνθρωπος που την πτοούσε το χάσμα της γλώσσας ανάμεσα σ’ αυτήν και οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Κατάλαβε τις λέξεις γιαούρτι, χυμός, καφές και κρουασάν. Αντιλήφθηκε   πως το θέμα ήταν στο πρωινό και με τα σπασμένα ελληνικά της χαμογέλασε καθησυχαστικά.
      «Μισό λεπτό».
      Πληκτρολόγησε τον αριθμό της κουζίνας και περίμενε να το σηκώσει η Θεώνη. Μόλις άκουσε το ακουστικό να ανεβαίνει άρθρωσε με ανακούφιση.
      «Κυρία Τεόνη;».
      Έτεινε το ακουστικό προς την κυρία Πολίτη χαμογελώντας.
      Η τελευταία έμεινε μια στιγμή να την κοιτά με την οργή να ανεβαίνει μέσα της. Έπειτα πήρε το ακουστικό και το κατέβασε με ορμή.
      «Δεν είναι δουλειά σου να μου υποδείξεις με ποιόν θα μιλήσω στο τηλέφωνο». Η φωνή της χαμηλή σαν σούρσιμο φιδιού. Τράβηξε στην πόρτα. Την άνοιξε και της την έδειξε.
      «Θεέ μου δεν καταλαβαίνεις καν τι σου λέω! Ποιος ξέρει από πού κρατά η σκούφια σου! Γεμίσαμε βρωμιάρηδες».
      Όταν ο άντρας της άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, έμεινε εμβρόντητος βλέποντας τη γυναίκα του να τραβολογά από το μπράτσο και να πετά στην κυριολεξία έξω μία κοπέλα.
      Την ίδια στιγμή ο Μιχάλης κατέβαζε δύο βαλίτσες για λογαριασμό ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Του πέσανε από τα χέρια στο θέαμα που αντίκρισε.
      Όρμησε και στάθηκε ανάμεσα στην Μελέκ και την Πολίτη. Με το χέρι του κάλυψε την πρώτη.
      «Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε ψυχρά ενώ στα αυτιά του ηχούσανε οι φωνές της κυρίας Πολίτη.
       «Το πρόβλημα είναι πως απαιτώ οι άνθρωποι που με σερβίρουν να μιλούν τη γλώσσα μου», απάντησε εκείνη με χαμηλή φωνή που σ’ έκοβε.
      «Γιατί ειδάλλως ασκείτε βία επάνω τους;», συνέχισε εκείνος στο ίδιο ύφος.
      «Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Πώς …».
      Δεν απόσωσε τα λόγια της και ένα χέρι την τράβηξε απότομα στο δωμάτιο.
      «Ζητώ συγνώμη. Ούτε κατάλαβα τι συνέβη. Είσαι καλά κορίτσι μου;».
      Η Μελέκ που από το βλέμμα του κατάλαβε πως απευθυνόταν σε εκείνη ξετρύπωσε πίσω από τον Μιχάλη.
      «Κανένα πρόμπλεμα. Καλά».
      Χαμογέλασε πλατιά για να υποστηρίξει τα λόγια της. Ο κύριος Πολίτης την κοίταζε με δυσκολία.
      «Με συγχωρείς παιδί μου».
      «Κανένα πρόμπλεμα. Καλά». Χαμογέλασε πάλι ενώ μέσα της ένιωθε το άγχος να την κυριεύει. Σκεφτόταν πως ίσως είχε παγιδευτεί σε μία κατάσταση που θα την οδηγούσε να χάσει τη θεόσταλτη δουλειά της.
      Ο Μιχάλης της ένευσε δείχνοντας το ασανσέρ και κουβάλησε τις βαλίτσες. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, η φωνή που ακούστηκε ξεπερνούσε σε ανατριχίλα αυτή της ύαινας που ξεσκίζει το σκοτάδι.
      Καθώς το ασανσέρ κατέβαινε τους δύο ορόφους ο Μιχάλης άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλα το μπράτσο της Μελέκ στο σημείο που την τραβολογούσε η Πολίτη. Εκείνη του χαμογέλασε κουρασμένα. Είχε περισσότερα ν’ ανησυχεί από μια περαστική μελανιά στο μπράτσο της.
      «Όλο καλά».
      Ο Μιχάλης κατέβασε τα μάτια κι ένιωθε να περισσεύει η ευθύνη. Έβγαλε τις βαλίτσες έξω και τις φόρτωσε στην άμαξα που περίμενε το ζευγάρι. Στάθηκε εκεί να τους βοηθήσει ν’ ανεβούν, τους αποχαιρέτησε εγκάρδια και περίμενε εκεί ωσότου η άμαξα ακολούθησε την καμπύλη του δρόμου. Τότε μόνο πετάχτηκε από τη θέση του κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Τράβηξε για την κουζίνα. Η Μελέκ έπλενε τα πιάτα που μαζεύονταν από τα τραπέζια του πρωινού.
      Ο Μιχάλης στράφηκε στην Θεανώ.
      «Μην την ξαναστείλεις επάνω. Και σίγουρα όχι σ’ αυτήν τη σκύλα στο διακόσια έξι».
      «Μα τι έγινε;», έκανε ανυπόμονη η Θεανώ. Η Μελέκ είχε πεισματικά γυρισμένη την πλάτη.
      «Όλα καλά. Όχι καφέ είπε, όχι κρουασάν. Χυμό, γιαούρτι».
      «Δεν είμαστε καλά. Της έβαλα και χυμό και γιαούρτι. Και γιατί ακούγονταν οι φωνές της μέχρι το δρόμο;», κοίταξε απορημένη η Θεανώ το Μιχάλη.
      «Μην την ξαναστείλεις», έκανε αποφασιστικά εκείνος και τράβηξε για τη θέση του στη ρεσεψιόν.
      Ο Θράσος τον είδε να στέκεται στητός στη θέση του και ευχαρίστησε την τύχη του που βρέθηκε  επάνω. Συνέχισε να απαντά στο τουριστικό γραφείο που του ζητούσε κάλυψη για τρία δίκλινα στο τέλος του μήνα. Σκεφτόταν πως αν ανέβαινε εκείνος  πριν, δε θα μπορούσε να φερθεί με επαγγελματισμό.
      Όταν ο Θράσος ξεκίνησε στη σχολή διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων ήταν το πρώτο πράγμα που του έμαθαν.
      «Δεν εξυπηρετείτε τον πελάτη επειδή τον συμπαθείτε. Δεν είναι φίλος. Δεν τρέφουμε αισθήματα γι’ αυτόν. Τον εξυπηρετούμε επειδή αυτό ακριβώς είναι η δουλειά μας».
      Εύκολα είχε περάσει στη σχολή. Ο λόγος που την είχε διαλέξει ήταν γιατί θα είχε την δυνατότητα ως σπουδαστής τα καλοκαίρια να εργάζεται ασκούμενος σε ξενοδοχειακές μονάδες. Και χρήματα θα έβγαζε και δε θα χρειαζόταν να γυρνά στο νησί. Και να πρέπει να ανέχεται τον πατέρα του και να ζει με το φόβο να συναντήσει τον Κωνσταντίνο. Όχι φόβος πια. Ενόχληση. Ήξερε πως εκείνος δε θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει. Αλλά ο Θράσος δεν ήθελε να θυμάται, ήθελε να σβήσει εκείνες τις μέρες από τη ζωή του.
      Ο μόνος λόγος που ο πατέρας του επέτρεψε να πάει στη σχολή και μάλλον θα του επέτρεπε να πάει σε οποιαδήποτε ήταν γιατί έτσι ο γιός του θα μπορούσε επιτέλους να εκδηλώσει τον ανδρισμό του. Για την τουριστικών επιχειρήσεων ένας λόγος παραπάνω.
      «Θα μάθει ξένες γλώσσες, τα ξενοδοχεία έπειτα είναι γεμάτα με ξεβράκωτες τουρίστριες. Δεν μπορεί, κάποια θα του γυαλίσει και του δικού μας του μπουχέσα. Κι άμα πάρει μπρος το μηχάνημα…».
      Ο Θράσος ξαναμπήκε στο δωμάτιό του για να μην καταλάβουν πώς τον ακούσανε. Η δόλια η μάνα του! Ο μόνος λόγος που ήθελε να σπουδάσει ο γιός της ήταν για να γλιτώσει απ’ το βαρύ ίσκιο του άντρα της. Μόνο αυτή δε θα γλίτωνε, αλλά δεν την ένοιαζε. Κι όταν ο Θράσος την κοιτούσε με τα μάτια του να στάζουν λύπη του έδινε κουράγιο.
      «Δεν έχω ανάγκη παιδί μου, αρκεί να μην τον βλέπω να σε τυραννά. Μη με σκέφτεσαι.  Αν ξέρω ότι είσαι καλά παιδί μου, καλά θα είμαι κι εγώ».
      Η φίλη του η Λίνα είχε περάσει φιλοσοφική. Εκείνη έβλεπε να χάνει τη δυνατότητα των σπουδών λόγω των χαμηλών εισοδημάτων τους. Ο Θράσος την παρηγόρησε.
      «Θα βρούμε σπίτι μαζί. Και θα πεις στους δικούς σου πως το ενοίκιο είναι το μισό. Ίσως τα καταφέρουν. Κανείς δε χρειάζεται να μάθει τίποτε. Κι αν κατεβαίνει κανείς από το νησί, όποιος πρέπει θα εξαφανίζεται για λίγες μέρες. Κάπου θα βρούμε να μένουμε».
      Κατάφεραν έτσι να τελειώσουν τις σπουδές τους χωρίς κανείς να καταλάβει πως συγκατοικούσαν. Η Λίνα αφοσιωμένη στο στόχο της έμοιαζε να λούζεται από ένα εσωτερικό φως. Λεπτή και εύθραυστη, αλλά μια φλόγα έκαιγε μόνιμα μέσα της.
      Ο Θράσος πάλι ένιωσε να ξαναγεννιέται στο ημιυπόγειο τούτο δυαράκι. Η αυλή που έβγαιναν είχε γίνει προέκταση της ζωής τους κι άπλωναν τενεκέδες με βασιλικούς και δυόσμους.
      Δούλευε τα Σαββατοκύριακα και κάποια βράδια έκτακτα σε μεγάλο ξενοδοχείο και βοήθαγε έτσι όπως μπορούσε με τα έξοδα. Βάλε και τα έσοδα από την καλοκαιρινή του δουλειά έφτασε να καλύπτει σιγά σιγά τα έξοδά του.
       Δεν υπήρχαν διακοπές που δεν δούλευε. Χριστούγεννα και Πάσχα.
      Κι έτσι σταμάτησε να γυρνάει στο νησί. Έγραφε γράμματα στη μητέρα του κι εκείνη του απαντούσε συχνά. Ούτε ζητούσε ούτε παραπονιόταν που είχαν πάψει οι επισκέψεις του.
      Πραγματικά δε γνώριζε αν θα γύριζε ποτέ στο νησί του αν δεν τους άφηνε ο πατέρας του. Είχε μόλις τελειώσει τη σχολή και δούλευε σε υπερπολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα στη Ρόδο. Ο οργανωμένος τουρισμός ήταν  τότε στα πρώτα του  βήματα και οι μεγάλες μονάδες  ελάχιστες. Με την προϋπηρεσία που είχε συγκεντρώσει, τους βαθμούς από τη σχολή και τις συστάσεις των καθηγητών του, έβρισκε τις πόρτες ανοιχτές. Ήταν και τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της σχολής και οι απόφοιτοι λιγοστοί.
      Βρέθηκε αμέσως δίπλα στη μητέρα του. Η κυρία Χρυσάνθη φώτισε λες και είχαν γεννητούρια κι όχι κηδεία. Στην προσπάθειά του να την πείσει να πάει να ζήσει μαζί του συνάντησε βράχο αντίστασης.
      «Άσε με να χαρώ κι εγώ λίγο το σπίτι μου, αλάφρωσε θαρρείς. Δεν είμαι κι ανήμπορη πια».
      Ο Θράσος έφυγε μετά τα τρίτα αλλά ήξερε πως θα γυρνούσε πίσω το συντομότερο δυνατό. Η ζωή του κύλησε απόλυτα αφοσιωμένη στη δουλειά του.
      Γι’ αυτόν οι προσωπικές σχέσεις στον μυστικό κόσμο που έπρεπε να κινείται ελλόχευαν πάντα τον κίνδυνο εκμετάλλευσης. Και δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει ξανά να γίνει κάτι τέτοιο.







      Ο Κυριάκος πέρασε στην γεωπονία. Άνετα. Η Ραλλού για να τον βοηθάει με τα διαβάσματά του κουβάλαγε τα βιβλία της και του έκανε παρέα. Εξαιτίας του οι βαθμοί της εκείνη τη χρονιά είχαν θεαματική άνοδο. Όχι ότι το πρόσεξε η κυρία Εριφύλη δηλαδή.
      Όταν ήρθε η στιγμή της αναχώρησής του ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Ο ένας χρόνος που θα τους χώριζε, φάνταζε άπειρο.
      Κατάφερε να μη δείξει τίποτε από την απελπισία της ώσπου εκείνος να φύγει. Ούτε στον εαυτό της. Όταν γύρισε την πρώτη μέρα από το σχολείο, έφαγε και κλείστηκε στην κάμαρά της συνειδητοποίησε το κενό που την τύλιξε.
      Άπλωσε τα βιβλία της πάνω στο γραφείο και άφησε το βλέμμα της κενό, να περιπλανηθεί. Σε κανονικές συνθήκες τώρα θα κινούσε με βιάση να τελειώσει τις δουλειές της. Βιάση, γιατί μετά θα το έσκαγε για να συναντηθούν.
      Τώρα ήταν μεσημέρι και ο χρόνος μπροστά της μέχρι να πάει για ύπνο έμοιαζε ατελείωτος. Στράφηκε στο δωμάτιο και ένιωσε τους τοίχους να κλείνουν, να μαζεύονται προς το κέντρο απειλώντας να την συνθλίψουν. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα κι έκρυψε το κεφάλι της. Λύθηκε σ’ ένα σιωπηλό κλάμα, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της. Την πήρε ο ύπνος και δεν ξύπνησε παρά το επόμενο πρωινό.








      Η Αθηνά προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο σκοτάδι έκανε λίγα προσεκτικά βήματα. Το βλέμμα της άρχισε να συνηθίζει και να βλέπει τις σκιές και το αμυδρό φως όπως έπαινε από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων. Κίνησε προς τα εκεί και άρχισε να τα ανοίγει ένα ένα.
      Το φως που έμπαινε μέσα έμοιαζε διάφανο. Το σπίτι, τα έπιπλα απόκοσμα, τυλιγμένα θαρρείς σε αχνή ομίχλη, έμοιαζαν να ξεπηδούν από το παραμύθι της ωραίας Κοιμωμένης.
      Άρχισε να κινείται ανάμεσά τους κι ένιωσε πως ήταν το μοναδικό ίχνος ζωής εκεί μέσα. Τα έπιπλα, οι τοίχοι και η σκάλα που οδηγούσαν επάνω έδιναν την αίσθηση της ακινησίας που είχαν οι εικόνες όπως ξεπηδούσαν απ’ τις σελίδες ενός βιβλίου. Ήταν εκεί για να υποκινήσουν τη ζωή στη φαντασία σου.
      Περιπλανήθηκε, ανοίγοντας πόρτες, παράθυρα. Έπειτα ανέβηκε στον επάνω όροφο. Ένα διπλό κρεβάτι, σιδερένιο, βαμμένο ιβουάρ. Το χρώμα είχε ξεφλουδίσει σε μερικά σημεία. Στο ίδιο χρώμα και μία ξύλινη ντουλάπα με απαλές καμπύλες.
      Στο διπλανό δωμάτιο δέσποζε ένα λιτό, μοναστηριακό σχεδόν γραφείο. Δεν θύμιζε βαριά ξύλινα γραφείο. Το ξύλο του ήταν άβαφο κι αν είχε λουστραριστεί ποτέ, το λούστρο του είχε απορροφηθεί ή ξεφτίσει. Ήταν ανοιχτόχρωμο, έμοιαζε περισσότερο με τραπέζι. Είχε όμως μια σειρά συρτάρια κάτω από τη μία πλευρά του.
      Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε απαλά το περίγραμμά του. Μία δύναμη που έμοιαζε να πηγάζει από το τραπέζι, ένιωσε να την μαγνητίζει. Τα δάχτυλά της, λες και το ξύλο ήταν ζωντανό, ακολουθούσαν ένα ζεστό ρεύμα που πορεύονταν από αυτό, συναντούσε τη θέρμη που ανέδιδε το δικό της χέρι και ενώνονταν σε μια δύναμη που δεν της επέτρεπε να το τραβήξει.
      Έκανε το γύρο του τραπεζιού και κάθισε στην καρέκλα που υπήρχε πίσω του. Από το ανοιχτό παράθυρο έβλεπε την πόλη και τη θάλασσα ως το λιμάνι. Λουσμένη στο φως σαν παιδί που άνοιγε τα μάτια του στο πρωινό ξύπνημα.
      Ακούμπησε τα χέρια της με τις παλάμες ανοιχτές να ακουμπούν την επιφάνεια του τραπεζιού.  Έκλεισε τα μάτια κι άφησε να αισθανθεί τη θέρμη να χαϊδεύει τα ακροδάχτυλά της. Πήρε να βυθίζεται σ’ ένα ζεστό γνώριμο περιβάλλον. Μια αίσθηση που είχε να νιώσει πάρα πολλά χρόνια. Ασφάλεια που την έφερε πίσω σε εποχές που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί.