Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

ΣΤ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



   Ξύπνησε από μια υγρή ζέστη που χάιδεψε το πρόσωπό του. Κοίταξε ψηλά, μα η κουκουβάγια δεν ήταν πια εκεί.
   «Θα το ονειρεύτηκα», σκέφτηκε.
   Το κορμί του είχε πιαστεί από τον ύπνο πάνω στο σκληρό έδαφος της σπηλιάς. Σαν μια φορά που είχε πάει με τη γιαγιά του να ξημερώσουνε της Παναγίας σ’ ένα ξωκλήσι της Παναγιάς της Κρημνιώτισσας και κοιμηθήκανε κατάχαμα έξω στο προαύλιο.
   Τεντώθηκε κι άνοιξε το στόμα του σ’ ένα μεγαλειώδες χασμουρητό.
      Το στόμα του ξανάνοιξε με σκοπό να χασμουρηθεί πάλι, μα έμεινε εκεί να χάσκει ορθάνοιχτο, όταν αντίκρισε μπροστά του αυτό που το χθεσινοβραδινό σκοτάδι τον εμπόδιζε να δει.
   Ένα πλέγμα από στενές, κρεμαστές γέφυρες κυριαρχούσε σ’ έναν πελώριο θόλο. Οι γέφυρες διασχίζανε τον θόλο προς κάθε κατεύθυνση και κρέμονταν στο απόλυτο κενό. Ο Φοίβος πλησίασε στο χείλος ενός γκρεμού, απ’ όπου ξεκινούσε μία γέφυρα, η οποία προχωρούσε και διακλαδιζόταν.   Μόνο και που κοίταζε τον έπιανε ίλιγγος.
     Σήκωσε διστακτικά το πόδι κι άρχισε να προχωρά κρατώντας την ανάσα του. Έφτασε μπροστά σε μια διακλάδωση και δίστασε για μια στιγμή πριν αποφασίσει πιο μονοπάτι να ακολουθήσει.    
     Σε λίγο στεκόταν μπροστά σε μιαν αψιδωτή πέτρινη είσοδο. Πιάστηκε από το τοίχωμα της σπηλιάς μα τράβηξε αηδιασμένος το χέρι του. Το σκούπισε από το παντελόνι του, καθώς είχε ακουμπήσει σε μια γλοιώδη και υγρή επιφάνεια.
   Στη μύτη του μια βρώμα ασυγκράτητη και απροσδιόριστη. Λίγο του ‘φερνε προς τα ψάρια που πουλούσε ο κύριος Σκουμπρής με το καρότσι του. Και λίγο με τη βρώμα που ανέδυε ο κάδος απορριμμάτων της γειτονιάς τους πέρσι το καλοκαίρι, όταν απεργούσαν οι σκουπιδιάρηδες, γιατί θέλανε να τους χορηγεί η δημαρχία ψαθάκια για τον ήλιο κι αντηλιακά.
     Προχωρούσε προσπαθώντας να αναπνέει από το στόμα. Έφτασε μπροστά σ’ ένα άνοιγμα και προσπάθησε να δει μέσα του για να αντικρίσει το πιο παράδοξο θέαμα.
     Μια τηλεόραση έπαιζε απέναντι του. Στο πάτωμα μια γλοιώδη γκρίζα μάζα διάσπαρτη με σκουπίδια. Φλούδες από φρούτα, άδεια κονσερβοκούτια, χαρτιά, μουχλιασμένα τρόφιμα. Ο Φοίβος έκανε ένα μορφασμό αηδίας.
     Έβαλε το χέρι μπροστά στο στόμα του καθώς του ήρθε να κάνει εμετό. Τότε από τον καναπέ πετάχτηκε κάτι που του έκοψε την ανάσα. Ήταν κάτι… ένα πλάσμα αποτρόπαιο. Απ’  το κεφάλι του ξεκινούσαν μαλλιά σαν χοντρά πλοκάμια που κάλυπταν όλο του το σώμα.     Ένα αργόσυρτο ρέψιμο κόντεψε να στείλει τον Φοίβο στον άλλο κόσμο.
     «Ποιος είναι;», ακούστηκε τσιριχτή η φωνή του.
     Ο Φοίβος κόλλησε στον τοίχο του διαδρόμου και κράτησε την ανάσα του.
      Μ΄ ένα αηδιαστικό σπλατς το πλάσμα προχώρησε προς το μέρος του.
          «Δεν μιλάς, ε;», τσίριξε το πλάσμα κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Μην ανησυχείς και θα βρεις το μάστορά σου! Όπου να ‘ναι έρχεται ο φίλος μου ο Κουνάβης. Εκείνος θα σε βρει και θα σε δέσει χειροπόδαρα!».
     Ο Φοίβος κατάλαβε δυο πράγματα. Πώς κάτι βρωμούσε εδώ πέρα, εκτός από την αφόρητη σαπίλα που ήταν απλωμένη παντού. Κι ακόμη πως το πράγμα αυτό δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του.
     «Φυσικά και μιλάω!», έκανε προσπαθώντας να μη δείχνει το φόβο του. «Απλά νόμιζα πως με έβλεπες!».
     «Δε βλέπω και πολύ καλά», τσίριξε εκείνο. «Τι κάνεις εδώ κάτω;».
     Ο Φοίβος σκέφτηκε για λίγο.
     «Έχασα μάλλον το δρόμο μου. Μπήκε η γάτα μου στη σπηλιά και προσπαθούσα να τη βρω, και βρέθηκα εδώ πέρα».
     «Δεν άκουσα καμιά γάτα εγώ», τσίριξε δύσπιστα το πλάσμα.
     «Δε θα ήρθε κατά δω», έκανε ανέμελα ο Φοίβος.
     «Πάνε να κάτσεις μπροστά στην τηλεόραση για να σε δω», τον πρόσταξε το πλάσμα.
     Ο Φοίβος κοίταξε ένα γύρω το υγρό δωμάτιο που ήταν κλειστό απ’ όλες τις άλλες μεριές του κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
     «Εσύ ποιος είσαι;», θέλησε να κερδίσει χρόνο ο Φοίβος.
     «            .».
     «Και τι κάνεις εδώ πέρα;».
     «Εδώ ζω», έκανε κοφτά και προχώρησε προς το μέρος του. «Με πειράζει το φως», έκανε.
     «Και πώς ζεις;», θέλησε να μάθει  ο Φοίβος ενώ συνάμα φρόντιζε να κρατά και μιαν απόσταση ασφαλείας.
     «Με φροντίζει ο φίλος μου. Ο Κουνάβης». συμπλήρωσε μ’  ένα δυνατό ρέψιμο.
     Εκείνη την ώρα ο ήχος από πόδια που τρέχανε με δύναμη πάνω στα πέτρινα μονοπάτια τράβηξε την προσοχή τους.
     «Κουνάβη;», έκανε το πλάσμα.
     Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Φοίβος άρχισε να τρέχει πίσω προς την είσοδο. Μια μακριά καμπουριαστή σκιά που πλησίαζε τον έκανε να κρυφτεί στα πλαϊνά τοιχώματα, όπου και κουλουριάστηκε σ’ ένα κοίλωμα χαμηλά. Από κει μπόρεσε να δει ένα ζευγάρι πόδια να περνά από μπροστά του κι η φωνή που σε λίγο άκουσε τον βεβαίωσε για τον ιδιοκτήτη του.
     «Χλέμπα ετοιμάσου. Ήρθε η ώρα μας! Ο Ήλιος πήγε στον αγύριστο!», ακούστηκε υποχθόνια η φωνή του.
     Ο Φοίβος πετάχτηκε επάνω και εκτοξεύτηκε σα σφαίρα στην είσοδο του διαδρόμου. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν αρχίσει να τρέχει φρενιασμένα ήταν η στριγκή φωνή του Κουνάβη.
     Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Ούτε κατάλαβε πως πότε τρέχοντας και πότε γλιστρώντας ανάμεσα σε κοφτερούς βράχους βρέθηκε έξω. Αποκαμωμένος έπεσε κάτω.




     Κάτι απαλό γαργάλησε  το λαιμό του. Σηκώθηκε για να δει να γλιστράει από πάνω του κάτι τόσο δα. Το πρόλαβε και το κράτησε μες την παλάμη του.
     «Φχαριστώ», ακούστηκε τσαχπίνικα μια φωνή κι ήταν αρκετή για να τον κάνει να τιναχτεί. Κοίταξε καλύτερα. Πάνω στο χέρι του στεκόταν ένας μικροσκοπικός μπόμπιρας. Σήκωσε το στρουμπουλό του χεράκι και παραμέρισε το κίτρινό κασκέτο του για να σιάξει τα ολόρθα κοντά καστανά μαλλιά του. Έπειτα έστρωσε την τσαλακωμένη τζιν φόρμα του.
     «Τι είσαι;», κατάφερε να αρθρώσει ο Φοίβος, ενώ συνειδητοποιούσε πως είχε μπροστά του έναν πιτσιρίκο όχι μεγαλύτερο από εφτά ετών μα στο μέγεθος  μιας μεγάλης πεταλούδας.
     «Βόας σφικτήρας! Πλάκα μας κάνεις κύριος! Δε βλέπεις;», του απάντησε εκείνος με αναίδεια.
     Τεντώθηκε ραχατλίδικα και χασμουρήθηκε.
     «Καλά τον πήρα για λίγο! Κι είχε μια ζέστη στο λαιμό σου!».
     Ο Φοίβος προσπάθησε με βία ν’ αρθρώσει κάτι.
     «Μα είσαι άνθρωπος;».
     «Άνθρωπος; Εγώ; Μπα!», έμεινε για λίγο σαστισμένος κι έπειτα σα να θυμήθηκε κάτι συμπλήρωσε θριαμβευτικά.
     «Εγώ είμαι ο Πόθος!».
     «Ο πόθος;», έκανε δύσπιστα ο Φοίβος.
     «Ο Πόοοθος!», ξεφώνισε ο λιλιπούτειος πιτσιρίκος λες κι απευθυνόταν σε κουφό.
     «Ο Πόθος της Ελπίδας», συνέχισε και τα μάτια του συννέφιασαν. Έσκυψε  το κεφάλι, μα ο Φοίβος πρόλαβε να δει τα δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια του. Ένιωσε ένα δυνατό κάψιμο στο χέρι του και το τίναξε.
     «Ε, πρόσεχε δικέ μου! Θα μας σκοτώσεις!», ξεφώνισε ενώ κρατιόταν δυνατά απ’ τον αντίχειρα του Φοίβου.
     «Κάηκα!», αποκρίθηκε εκείνος παραξενεμένος.
     «Φυσικά! Τα δάκρυα του Πόθου είναι καυτά», σχολίασε αδιάφορα ο μικρός και ρούφηξε τη μύτη του.                              
     «Και γιατί κλαις;».
     Τον κοίταξε με πελώρια μάτια.
     «Χάθηκε η Ελπίδα!».
      «Η ελπίδα για ποιο πράγμα;».
     «Η Ελπίδα για ποιο….; Η Ελπίδα σου λέω! Η Ελπίδα για τα πάντα!».
     Ο Φοίβος σκέφτηκε πως ο μικρός τα είχε χαμένα.
     «Ε…, μάλιστα….», κόμπιασε.      «Και γιατί κλαις;».
     «Μα για την Ελπίδα! Καλά κύλιος, από μυαλά δε λέμε και πολλά, ε;».
     Ο Φοίβος αγανάκτησε.
     «Κοίτα μικρέ, αν εσύ θες να κλαις για τις χαμένες σου ελπίδες είναι δικό σου θέμα. Δε μου πέφτει και λόγος δηλαδή…..».
     Ο πιτσιρίκος ξεφύσησε φουρκισμένα. Έβγαλε νευρικά το κασκέτο του και το ξαναφόρεσε.
     «Όχι τις ελπίδες μου! ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΥ! Τη μαμά μου!», ούρλιαξε έξαλλος.
     Ο Φοίβος κοντοστάθηκε.
     «Την μαμά σου τη λένε Ελπίδα;», ρώτησε διστακτικά.
     «Όχι ακριβώς!», απάντησε ο μικρός. «Μα έπεσες πολύ κοντά. Η Ελπίδα είναι η μαμά μου! Το κατάλαβες;», έκανε γλυκά μα τα μάτια του σπινθήριζαν  με άγριες διαθέσεις.
     «Η Ελπίδα είναι η μαμά σου», επανέλαβε ο Φοίβος.
     Ο πιτσιρίκος κούνησε το κεφάλι του.
     «Και χάθηκε», συνέχισε ο Φοίβος.
     «Α, γειά σου! Κάτι κάνουμε τώρα!», τον επαίνεσε.
     «Και καλά πώς χάθηκε η ελπίδα; Η μαμά σου θέλω να πω», βιάστηκε να συμπληρώσει ο Φοίβος.
     Τώρα πια ο μικρός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τα δάκρυα που κυλούσαν. Ο Φοίβος τον λυπήθηκε.
     «Η Ελπίδα δε ζει μες το σκοτάδι. Στην καταχνιά μαραίνεται και στο σκοτάδι εξαφανίζεται. Κι έτσι τώρα που χάθηκε ο Ήλιος φστ, εξαφανίστηκε. Να έτσι», κι έκανε μια κίνηση στον αέρα με τα δάχτυλά του.
     Τα μάτια του πια τρέχαν σαν το καζανάκι του μπάνιου τους που είχε χαλάσει πριν κάνα δυο βδομάδες. Ασταμάτητα δηλαδή.
     «Έλα μην κάνεις έτσι. Θα βρεθεί ο Ήλιος κι η μαμά σου θα ξανάρθει».
     Ο Πόθος έδωσε μια και βρέθηκε να αιωρείται μπροστά από τη μύτη του. Ρούφηξε τη μύτη  του και τον κοίταξε απορημένα.
     «Και τι είναι ο Ήλιος να βρεθεί; Αυτοκινητάκι ή βόλος που μου ‘πεσε στο χώμα;».
      Ο Φοίβος απέμεινε για λίγο σκεπτικός.
     «Και θα σηκώσουμε τα χέρια; Θα παραδοθούμε στην μοίρα μας. Δεν θα κάνουμε τίποτα και θα δεχθούμε να ζήσουμε μες το σκοτάδι; Για πάντα;».
     «Ωχ, δεν μπορώ το σκοτάδι! Φοβάμαι! Θέλω τη μαμά μου!!!», αναφώνησε σπαραξικάρδια και το μικροσκοπικό του σώμα τραντάζονταν από λυγμούς. Ο Φοίβος άπλωσε την παλάμη του κι ο Πόθος ακούμπησε αποκαμωμένος επάνω της.
     «Αν βρούμε τον Ήλιο, θα διώξει το σκοτάδι και θα ξαναγυρίσει μια για πάντα η μαμά σου», του είπε με σίγουρη φωνή.
      Ο Πόθος σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του τη μύτη του και τον κοίταξε δύσπιστα:
     «Λες;».
     «Σίγουρα».
     Ο μικρός άρχισε να πεταρίζει ανυπόμονα.
     «Ε, τότε να τον βλούμε. Τώλα!!! Άντε σου λένε!», έκανε δυο συνεχόμενες κωλοτούμπες στον αέρα.
     «Προς τα πού πάμε; Από κει που ήλθες;», ρώτησε τραβώντας τον απ’ το μανίκι.
     «Όχι. Θέλω ν’ αποφύγω κάτι τύπους και δε βλέπεις και τη μύτη σου εκεί μέσα. Πάμε ίσα μπροστά. Τη βλέπεις εκείνη τη γραμμή που αχνοφέγγει στον ορίζοντα;».
      «Φύγαμε δικέ μου!», έδωσε μια στροφή στον αέρα και στρογγυλοκάθισε πάνω στο κεφάλι του Φοίβου. Κρατήθηκε γερά απ’ τα μαλλιά του και τον πρόσταξε τινάζοντας τα χέρια του λες και κρατούσε γκέμια.
     «Άντε φύγαμε! Μην καθυστερείς. Μαμά έρχομαι!!!».



   

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Ε΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



   Κάπου, μακριά από την Ηλιοστάλαχτη, σε μια ακρογιαλιά που την αγκάλιαζε σα δαντέλα η θάλασσα, δεν ήταν καθόλου σκοτεινά. Τι σκοτεινά δηλαδή που είχε τέτοια ηλιοφάνεια που έπρεπε να φοράς γυαλιά ηλίου για να μην στραβωθείς. Άσπρο, άσπρο και γαλάζιο σε τύφλωναν.
   Ακριβώς εκεί λοιπόν που έσκαγε το κύμα, κάθονταν ο Ήλιος μας. Ξένοιαστος, είχε μισοξαπλώσει πάνω στη ζεστή άμμο,  έκανε ηλιοθεραπεία κι αγνάντευε το πέλαγος. Στο κεφάλι του φορούσε ένα άσπρο πάνινο καπελάκι με βολανάκι γύρω γύρω, ίδιο μ’ αυτά που φορούν κάτι γιαγιούλες όταν παν στη θάλασσα, κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά στα μάτια του.
   Γύρω του πανδαιμόνιο. Χαρούμενες φωνές, τσιρίδες! Οι αχτίνες του πότε τσαλαβουτούσαν μες το νερό και πότε τρέχανε στην άμμο. Κάτι μικρούλες είχαν στρωθεί με τα κουβαδάκια και τα φτυαράκια τους και δώστου χτίζανε παλάτια και πύργους, πολιτείες ολάκερες. Φτιάχναν δρόμους, γέφυρες ανάμεσα στα κάστρα και γύρω τους τάφρους, που τις γεμίζανε με νερό.
    Μια φαφούτα πιτσιρίκα, κουβαλούσε με το πράσινο κουβαδάκι της άμμο στις μεγαλύτερες για να τις βοηθήσει. Μόλις αυτές γύριζαν την πλάτη τους έδινε στα γρήγορα μια και γκρέμιζε πότε έναν πυργίσκο, πότε μια γέφυρα και τα μάτια της γυάλιζαν από ευχαρίστηση. Μετά έπαιρνε το πιο αθώο της ύφος και ξαναπήγαινε να κουβαλήσει άμμο.
   Οι μεγαλύτερες ήταν ξαπλωμένες κοκέτικα στην άμμο και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. 
   Πότε πότε κάποιες μικρούλες τρέχανε στον ήλιο.
   «Πές της αυτής καλέ θείο, πάλι πάτησε πάνω στο κάστρο μου. Συντρίμμια τον έκανε!».
   «Μμμ», μουρμούριζε ο Ήλιος χωρίς να πολυδίνει σημασία.
   «Ήθελα να ξέρω τι τα κουβαλάμε τα μικρά μαζί μας», γκρίνιαξε εκείνη που δεν της δίνανε σημασία. «Μόνο για μπελά και φασαρία είναι».
   Μα οι μικρούλες ακτίνες δεν χαμπαριάζανε τίποτε. Δώστου να τρέχουνε πάνω-κάτω σα σπουργίτια που πέσανε πάνω στο σιτάρι.
   Μια πιτσιρίκα φόρεσε  ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα κι έκανε μακροβούτια. Άλλες στεκόντουσαν στα ρηχά και πιτσιλούσανε τον κόσμο. Οι μεγαλύτερες τις παρακολουθούσανε με άγρυπνο μάτι.
   Μια ακτίνα που από καιρό την είχανε πάρει τα χρόνια, πλησίασε με το αργό βήμα της τον  Ήλιο. Κάθισε πάνω στα πόδια της και τον κοίταξε λυπημένη.
   «Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα; Δε σου πέρασε ακόμη το γινάτι;», τον ρώτησε σιγανά για να μην τους ακούσουνε.
   Εκείνος έκανε πως δεν την άκουσε. Διάλεξε από κάτω μερικά πλατιά βότσαλα, γύρισε στο πλάι κι άρχισε να τα πετάει στη θάλασσα.



   Ο φίλος μας ο Φοίβος ήταν ήδη μακριά από την Ηλιοστάλαχτη. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει που βρήκε το θάρρος κι είπε ότι είπε μπροστά σε τόσο κόσμο.
   Όταν όμως άκουσε τον δήμαρχο να προστάζει τη σύλληψή του,
έβγαλε φτερά στα πόδια. Για πότε χώθηκε σ’ ένα στενό δρομάκι, για πότε άφηνε πίσω του την πόλη, ούτε που το κατάλαβε. Έτρεξε πιο γρήγορα κι από τον άνεμο. Όταν πια σταμάτησε είχε αφήσει προ πολλού πίσω του την Ηλιοστάλαχτη.
   Αν του ‘λεγε λίγους μήνες πριν κανείς ότι θα μπορούσε να τρέξει τόσο γρήγορα, θα γελούσε πικρά. Βλέπετε τον χειμώνα που είχε περάσει, έπεσε από έναν γέρικο πλάτανο που πάνω του είχαν σκαρφαλώσει γενιές και γενιές, κι είχε σπάσει το δεξί του πόδι. Μετά απ’ αυτό έμεινε για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο, κι έπειτα στο σπίτι.
   Στην αρχή οι φίλοι του ερχόντουσαν συχνά για να του κάνουν παρέα και να τον βοηθήσουν να μην βαρεθεί. Σιγά σιγά όμως αραίωσαν κι αυτοί
   Τότε ήταν που ο φίλος μας γνώρισε μοναξιές μεγάλες.
   Καθόταν λοιπόν στην βεράντα του σπιτιού του, συντροφιά μ’ ένα βιβλίο. Κι ο μόνος που σταθερά τον επισκεπτόταν ήταν αυτός ο Ήλιος.
   Απλωνόταν τα πρωινά ραχατλίδικα σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του ουρανού.
   Ο Φοίβος τον παρακολουθούσε ν’ ανεβαίνει με το πάσο του στα ύψη, σκορπώντας γλυκιά ζεστασιά πάνω στην πολιτεία. Κι αυτή αστραφτοκοπούσε λες και την είχε πασπαλίσει με χρυσόσκονη. Τα μάτια σου δεν άντεχαν τέτοια λάμψη.
    Κι εκεί, στα μεσούρανα, χάιδευε με το βλέμμα γεμάτο αγάπη την πλάση όλη, σαν γαλήνιος άρχοντας που νοιάζεται τους υπηκόους του.
   Μερικές φορές ο Φοίβος χάζευε τα μόρια της σκόνης, έτσι όπως χορεύανε πάνω στις ακτίνες του.
   Και το βράδυ, πριν ο Ήλιος πέσει στο χρυσό κρεβάτι του, χάριζε στη φύση χίλια μύρια χρώματα, κλεμμένα λες από παλέτα ταλαντούχου ζωγράφου.
   Αυτά θυμόταν ο Φοίβος όταν το μονοπάτι που είχε πάρει, σταμάτησε μπροστά στην είσοδο μιας σπηλιάς, Κατάκοπος, αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα του.
   Πέρασε πρώτα το κεφάλι του στο άνοιγμά της. Ένα σκοτάδι μαύρο πίσσα, τι να σας λέω! Τι να κάνει όμως; Να πει συγνώμη λάθος, να κλείσει την πόρτα πίσω του και να φύγει. Τρύπωσε  μέσα. Μια σκιά που πέρασε από πάνω του, του  έκοψε τα γόνατα. Η κραυγή που ήχησε αμέσως μετά, έκανε το αίμα να κυλήσει παγωμένο στις φλέβες του. Κίνησε να το βάλει στα πόδια όταν κατάλαβε πως η αιτία του φόβου του ήταν μια κουκουβάγια. Γέλασε με τον εαυτό του και προχώρησε διστακτικά.
   Κούρνιασε σε μια γωνιά, κι έβαλε το χέρι του για προσκέφαλο. Η κουκουβάγια είχε σταθεί σε μια εσοχή ακριβώς από πάνω του και στο μισοσκόταδο τα μάτια της φέγγανε σαν αναμμένα κάρβουνα. Εκείνη τη στιγμή ο Φοίβος πρόσεξε πόσο ανοιχτόχρωμο ήταν το χρώμα της.
   «Λευκή κουκουβάγια!», θαύμασε χαμογελώντας στη θέα του σπάνιου πουλιού.
   «Καλός οιωνός», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια του αποκαμωμένος.

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



Ο δήμαρχος   ξεφύσηξε λες και καθόταν στο στήθος του κάποιο βάρος, κι ακούμπησε το χέρι στο λαιμό σα να τον έσφιγγε μια αόρατη γραβάτα.
   «Μετά την γνωμάτευση του αξιότιμου κυρίου αστυνομικού διευθυντή μας, μετά λύπης μου ανακοινώνω, πως δεν έχουμε πια Ήλιο. Ας εφοδιαστούμε λοιπόν με κεριά, γκαζόλαμπες και λάμπες πετρελαίου, έως ότου μας συνδέσει με ηλεκτρικό η ΔΕΗ. Εγώ προσωπικά εγγυώμαι…», ξερόβηξε γιατί δεν του ερχόταν η κατάλληλη λέξη.
   «Ως εκ τούτου, και δι’ αυτού, το θέμα θεωρείται λήξαν», βιάστηκε να ολοκληρώσει και σηκώθηκε να φύγει.
   Σούσουρο ξεσηκώθηκε. Λες και είχαν ξαμολήσει μέλισσες από αμέτρητα μελίσσια, το πολύβουο πλήθος ανήσυχο, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Όλοι μιλούσαν αναμεταξύ τους, μια από δω και μια από κει.
   «Όχι», έσκισε μια βροντερή φωνή την φασαρία.
   Παγωνιά χίμηξε. Η σιωπή, σα γιγάντιο χταπόδι άπλωσε τα βαριά πλοκάμια της και τους έπνιξε. Ο Θεοχάρης  στάθηκε με το δεξί του πόδι μετέωρο, να μην μπορεί ν’ αποφασίσει αν θα ολοκληρώσει το βήμα που είχε αρχινίσει. Και όλοι μείνανε σα στήλες άλατος στη θέση τους, καθώς ένα αγόρι άρχισε ν’ ανεβαίνει πάνω σ’ ένα παγκάκι για να το προσέξουν. Τα χλωμά του μάγουλα ήταν ποτισμένα με δάκρυα, μα τα χείλη του ήταν σφιγμένα σε μια γραμμή που φανέρωνε πείσμα.
   «Μπαρδόν;», έκανε μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του ο δήμαρχος.
   Ο μικρός τον κάρφωσε με τα μάτια χωρίς να βγάλει άχνα.
   «Είπες όχι παιδάκι μου;», ξανάκανε ο Θεοχάρης σίγουρος πως είχε γίνει παρανόηση.
   Ο πιτσιρίκος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
   «Τι όχι δηλαδή;».
   «Όχι, το θέμα δεν έληξε», απάντησε με μιαν ανάσα ο μικρός.
   «Παιδιάστικα λόγια», εξήγησε και χαμογέλασε με το στανιό ο δήμαρχος, ξεκινώντας πάλι να φύγει.
   «Ακούστε με!!!», ύψωσε τώρα τη φωνή ο μικρός. «Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι. Ο Ήλιος μας ζέσταινε τόσα χρόνια. Χάιδευε τα λουλούδια μας, φώτιζε τη ζωή μας. Ομόρφαινε τις μέρες μας, έδινε ελπίδα στις νύχτες μας. Στεκόταν πάντα ψηλά, πιστός φίλος, χωρίς ποτέ να μας ζητήσει τίποτα. Χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Τώρα, που ποιος ξέρει τι έπαθε, λέτε πως το θέμα έκλεισε; Αυτό είναι το ευχαριστώ μας; Η ευγνωμοσύνη, που λέτε κι εσείς οι μεγάλοι; Κι αν έπαθε κάτι; Κι αν κινδυνεύει;», κοίταξε κλεφτά γύρω του να δει αν είχε τραβήξει την προσοχή τους.
   «Πρέπει να τον βρούμε», συνέχισε, βάζοντας όλη του την ψυχή στη λέξη πρέπει. «Του το χρωστάμε, πώς και δεν το νιώθετε;».
   Ο Θεοχάρης έστριψε το μουστάκι-βούρτσα μ’ αμηχανία.
   «Χμ, δε λέω παιδί μου, δίκιο έχεις. Αλλά εδώ η αστυνομία και σηκώνει τα χέρια της», τόνισε μ’ επισημότητα.  «Τι  μπορούμε  να
κάνουμε εμείς, ο απλός κόσμος; Θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας; Εδώ υπάρχουν αρμόδιοι», του επισήμανε μ’ αποδοκιμασία.
   «Μα μη στενοχωριέσαι. Όποιος τον έκλεψε, μπορεί στο τέλος να τον βαρεθεί και να τον αφήσει να φύγει», τελείωσε και κίνησε και πάλι να κατέβει από την έδρα.
   «Πρέπει να τον βρούμε, σας λέω!», έβαλε τις φωνές ο πιτσιρίκος.
   Ο Θεοχάρης κοκκίνισε .
 «Βρε μπελά που βάλαμε στο κεφάλι μας», σκέφτηκε. Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, μίλησε με υπομονή. 
   «Αυτό δεν γίνεται. Εδώ εμείς, οι αρχές της πόλης και σηκώσαμε τα χέρια. Δεν υπεισέρχεται πια το θέμα της αρμοδιότητας μας. Ποιος θα πάει λοιπόν να τον βρει;».
   «Εγώ», βροντοφώναξε ο μικρός.
   «Και ποιος είσαι εσύ, τέλος πάντων;», έκανε φανερά εκνευρισμένος τώρα ο δήμαρχος.
   «Φοίβος Αντωνίου, ο γιος της κυρίας Μαρίας».
   «Της κυρίας Μαρίας;», αναρωτήθηκε ο δήμαρχος.
   «Η μαμά μου καθαρίζει στο δημαρχείο», του εξήγησε ο Φοίβος.
   «Α!, η κυρία Μαρία, βέβαια!», έσυρε τη φωνή του ο Θεοχάρης. Από πού κι ως που έπρεπε να ξέρει αυτήν την κυρία Μαρία, δυσανασχέτησε. Κι αν δεν τους άκουγε τόσο πλήθος, θα του ‘λεγε του μπόμπιρα που θα έστελνε την μαμά του έτσι και συνέχιζε να του ζαλίζει το κεφάλι. Μα βλέπετε στη θέση που κατείχε έπρεπε να κάνει πολλές θυσίες.
   «Λοιπόν Φοίβε», σταθεροποίησε τη φωνή του και πήρε το σοβαρό του ύφος, θέλοντας να τον φοβίσει. «Σου απαγορεύω να βρεις οτιδήποτε. Όχι μόνο τον Ήλιο, μα και το φεγγάρι, και την Πούλια με τον Αυγερινό. Κατάλαβες;», ούρλιαξε χάνοντας πια την ψυχραιμία του.
   «Κι όμως θα τον βρω», ήταν η πληρωμένη απάντηση του Φοίβου, που αμέσως γλίστρησε σα φίδι ανάμεσα στο πλήθος κι άρχισε να τρέχει.
   «Συλλάβετέ τον αμέσως», έβγαλε άγρια φωνή ο δήμαρχος.
   Ο Κουνάβης είχε ήδη ορμήσει στο κατόπι του μικρού. Δυο αστυνομικοί, φορώντας πηλίκια στο κεφάλι τους, τρέξανε προς τα κει που κατευθυνόταν και του φράξανε τον δρόμο.
   «Τον τσάκωσα», αναφώνησε ο ένας τους.
   Όρμησε κι ο Κουνάβης προς τα πάνω του κι έκανε να τον πιάσει απ’ το γιακά, μα ο Φοίβος έσκυψε και του δάγκωσε τη γάμπα του δεξιού ποδιού του.
   «Ωχ», τσίριξε εκείνος, έπιασε με τα δυο χέρια του το πονεμένο πόδι του κι άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο γερό.
   Ο Φοίβος έπεσε στα γόνατα και σύρθηκε ανάμεσα απ’ τα πόδια των αστυνομικών. Έδωσε μια και πριν προλάβει κανείς να πει κύμινο είχε εξαφανισθεί από τα μάτια όλων τους.