Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Ο' ΚΕΦΑΛΑΙΟ




     Όταν ο Ήλιος πέρασε από την Πύλη που έκλεινε πίσω της την εναλλακτική χώρα, το φως του ξεχύθηκε άπλετο. Όρμησε ασυγκράτητο κι απλώθηκε πρόθυμο να χαϊδέψει τα πάντα. Να ζεστάνει το σκοτάδι. Να γιατρέψει πληγές. Να γιάνει αρρώστους.
     Άπλωσε το ζεστό του χέρι να απαλύνει κάθε πόνο. Τα δέντρα τέντωσαν τα στεγνά κλαδιά τους σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ρουφήξουν όση ζωή μπορούσαν. Τα ταλαιπωρημένα ζώα βγήκαν από τις τρύπες που είχαν κρυφτεί  κι άπλωσαν αποκαμωμένα τα μέλη τους στον Ήλιο. Οι μύγες που απελπισμένες είχαν πέσει χάμω περιμένοντας το τέλος τους, σηκώθηκαν κι άρχισαν να στροβιλίζονται σαν τρελαμένες στο γαϊτανάκι του Ήλιου.
     Κι ο Ήλιος προχωρούσε. Ανέβαινε όλο και πιο ψηλά για να μπορεί να φωτίσει από κει κάθε μακρινή γωνιά της γης. Να την ζεστάνει και να φυσήξει πάλι τη ζωή στα σπλάχνα της.
     Κι έφτασε και στην Ηλιοστάλαχτη. Οι αχτίδες του χύθηκαν σαν τρελές πάνω στα ηλιοτρόπια που είχαν γείρει τα κεφάλια τους πάνω στο χώμα. Δειλά δειλά εκείνα στράφηκαν προς τα πάνω και άρχισαν να υψώνονται αργά καταβάλλοντας μεγάλο κόπο, προσπαθώντας να φτάσουν όσο πιο κοντά του μπορούσαν.
     Οι πρώτοι πολίτες της πολιτείας μας που κατάλαβαν την άφιξή του και ξεχύθηκαν στους δρόμους ήταν οι γάτες της. Ξάφνου οι δρόμοι γιόμισαν γάτες. Γάτες κόκκινες και μαύρες, τιγρέ και παρδαλές, Σιαμαίες και κεραμιδόγατες.
     Έπιασαν κάθε ηλιόλουστη γωνιά, απλώθηκαν ραχατλίδικα και άρχισαν να τεντώνουν τα μέλη τους και να γλείφονται. Να γλείφονται ασταμάτητα. Και αφού είχαν πλυθεί ολάκερες δυο και τρεις φορές να ξαναγλείφονται από την αρχή.
     Οι δε σκύλοι να ‘χουν ξαπλαρωθεί βαριεστημένα δίπλα τους και να τις χαζεύουν να επιδίδονται σ’ αυτό το όργιο καθαριότητας. Μια δε με γκριζωπή γούνα, εκεί που δήθεν απλωνότανε, έριξε μια σφαλιάρα σ’ έναν ρεμπεσκέ κόπρο που ‘χε αράξει δίπλα της κι αυτός ούτε που την πήρε στο κυνηγητό. Άσε που μου φάνηκε πως η μουσούδα του συσπάστηκε σ’ ένα χαμόγελο.
     Τα πουλιά ξεχύθηκαν στους ουρανούς σ’ ένα οργιαστικό πανηγύρι. Χάλαγε ο κόσμος από τις φωνές τους και τα κελαηδήματά τους. Να φωνάζει ο κότσυφας, να γουργουρίζει το περιστέρι και να ξελαρυγγίζεται να κράζει η κίσσα. Και τα κοκόρια; Που ξανακούστηκε να λαλούν κοκόρια μέρα μεσημέρι; Να ‘χουν βαλθεί να τρελάνουν την πλάση με τα κικιρίκου  τους!
     Τότε άρχισαν να σκαν δειλά δειλά μύτη οι άνθρωποι από τα σπίτια τους. Από την φασαρία που είχε ξεσπάσει ξύπνησαν απ’ τον εξαντλημένο ύπνο τους, κι αφού κατάλαβαν πως κάτι πρέπει να συμβαίνει κατέβηκαν απ’ τα κρεβάτια τους. Άνοιξαν τις πόρτες τους και πρόβαλλαν διστακτικά.
     Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τρέχει. Έμοιαζαν να τα ‘χουν εντελώς χαμένα. Πισωπάτησαν, όταν το δυνατό φως τους χτύπησε στα μάτια. Μετά από τόσον καιρό στο απόλυτο σκοτάδι δεν μπορούσαν να το ανεχτούν.
     Πέρασε λίγη ώρα κι έπειτα άρχισαν σιγά σιγά να συνηθίζουν και να ξεθαρρεύουν. Βάζοντας το χέρι τους αντήλιο βγήκαν από τα σπίτια. Προχώρησαν στις ρημαγμένες αυλές, βγήκαν στους μέχρι πριν από λίγο έρημους δρόμους. Κοιτάζονταν μεταξύ τους και κοίταζαν τους γείτονες τους λες και τους έβλεπαν για πρώτη φορά.
     Μέσα σε λίγη ώρα είχαν μαζευτεί όλη στην πλατεία. Κουβέντιαζαν ψιθυριστά  λες και φοβόταν πως ζούσαν ένα όνειρο, κι οι φωνές τους θα το σκορπούσαν μακριά.
     Η πλατεία αυτή δε θύμιζε σε τίποτα εκείνη που είχαν μαζευτεί λίγο καιρό πριν. Το περίπτερο που ‘ταν στην μια άκρη της έχασκε ξεχαρβαλωμένο. Μέσα του είχε αράξει ο Μένιος ο γάιδαρος του Σπαράγγη του μανάβη. Είχε καθίσει στα πίσω του πόδια, είχε ξαπλώσει το κεφάλι του πάνω στο ραφάκι και τα μπροστινά του πόδια κρέμονταν έξω απ’ το παραθυράκι. Μαζί του, στριμωγμένος μέσα στο περίπτερο όρθιος σχεδόν στο ένα του ποδάρι ο διοικητής της Πυροσβεστικής.
     Ο δήμαρχος, ο κύριος Θεοχάρης Ηλιού τον χάζευε απ’ έξω παραξενεμένος. Μια σκουντιά από πίσω τον τάραξε .
     «Τι στέκεσαι βρε με το στόμα ανοιχτό σαν τον χάνο; Άμε να βάλεις μία τάξη!», τον επέπληξε η κυρία Μαρίκα.
     Κούνησε το κεφάλι του, θαρρείς για να ξυπνήσει, και γύρισε στο καθήκον.
     «Συμπολίτες μου! Πολίτες της Ηλιοστάλαχτης πολιτείας! Όπως βλέπετε, μετά από τις επίμονες φροντίδες της αρχής της πόλης τούτης, ο Ήλιος επέστρεψε πίσω. Καλώ τις λοιπές αρχές, την αστυνομία, την πυροσβεστική ν’ ανέβουν στο βήμα», κόμπασε και ξερόβηξε να καθαρίσει δήθεν το λαιμό του.
     «Ε, μπάρμπα!», του φώναξε ένας κύριος μέσα απ’ τον κόσμο. «Για την αστυνομία μην κάνεις όρεξη! Τώρα που ερχόμουν είδα τον Κουνάβη να το σκάει άρον άρον. Τώρα θα ‘χει φτάσει στις Βερμούδες!», ανέλαβε να τον πληροφορήσει.
     Σούσουρο ξεσηκώθηκε μέσα στον κόσμο, όταν ξάφνου μια γυναίκα έβγαλε μια τσιρίδα και ύψωσε το χέρι της στον ουρανό. Αμέτρητα ζευγάρια μάτια υψώθηκαν για να δουν το πιο παράξενο θέαμα.
     Ένας δράκος και μια πελώρια ιπτάμενη αλεπού μ’ έναν πιτσιρικά καθισμένο επάνω της πετούσαν πάνω από την πόλη. Άρχισαν να χάνουν ύψος, έκαναν έναν κύκλο πάνω από την πλατεία και προσγειώθηκαν ανάμεσα στον κόσμο που πανικόβλητος άνοιξε χώρο ανάμεσά του.
     Από την αλεπού, που εσείς ξέρετε ποια ήταν, κατέβηκε ο Φοίβος. Κι όσοι ήταν κοντά τους, μπόρεσαν να δουν πως στο κεφάλι του δράκου ήταν καθισμένος ένας μπόμπιρας τόσο μικρούλης, όσο και μια  λιβελλούλα. Τον κρατούσε στοργικά στην αγκαλιά της μια κοπελίτσα μια ιδέα πιο μεγάλη απ’ αυτόν. Ήταν η Ελπίδα,  η μητέρα του.
     Ο κόσμος έμεινε άναυδος από το πρωτόγνωρο τούτο θέαμα. Δράκους και ιπτάμενες αλεπούδες δεν  έβλεπαν κάθε μέρα στην πόλη τους.
     Κρατώντας μιαν απόσταση ασφαλείας, για καλό και κακό που λέμε, περίμεναν να δουν τι θα γίνει.
     Τότε μια κραυγή έσκισε το πλήθος που παραμέρισε για να περάσει ανάμεσά του μια γυναίκα σε κατάσταση ξέφρενης χαράς.
     «Αγόρι μου! Φοίβε μου!», φώναζε η κυρία Μαρία και έτρεχε προς το μέρος του. Μα και κείνος με τη σειρά του, με πόδια που θαρρείς κι είχαν βγάλει φτερά έτρεχε να πέσει στην αγκαλιά της.
     Ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι άρχισαν τα φιλιά και τα λόγια αγάπης. Ο ένας χάιδευε τα μαλλιά του αλλουνού, ο άλλος το πρόσωπό του άλλου και τόση ήταν η ευτυχία τους, που τα πόδια τους δεν τους κρατούσαν πια κι αποκαμωμένοι κάθισαν κάτω χωρίς να μπορούν να χωριστούν.
     «Ε, όμορφε, ε! ψιτ σου λέω», ψιθύρισε ο φίλος του στ’ αυτί του.
     Ο Φοίβος στράφηκε και τον κοίταξε χαμογελώντας. Έπειτα γύρισε στη μητέρα του.
      «Να σου γνωρίσω τους φίλους μου. Χάρη σ’ αυτούς γύρισε ο Ήλιος πίσω».
     Σηκώθηκε κι έτεινε το χέρι στη μητέρα του για να σηκωθεί κι αυτή.
     «Αυτός είναι ο Πόθος. Κι αυτή η μητέρα του η Ελπίδα. Είχε χαθεί όταν χάθηκε ο Ήλιος, μα τώρα να την που γύρισε πάλι. Μόνο στο φως του Ήλιου ζει». Χαιρετήθηκαν μ’ ένα χαμογελαστό νεύμα.
     «Η Πασιφάη μας κουβαλούσε στα φτερά της όλον αυτόν τον καιρό. Χωρίς αυτήν θα θέλαμε χρόνια για να φτάσουμε στην κρυψώνα του Ήλιου».
     Η Πασιφάη υποκλίθηκε ευγενικά κι η κυρία Μαρία άπλωσε και χάιδεψε το μεταξένιο τρίχωμά της.
     «Κι ο Θανάσης. Αυτός είναι ο τελευταίος μας φίλος. Αποφάσισε να ‘ρθει να ζήσει στα λημέρια μας και τρελαίνεται για την μακαρονάδα».
     «Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους που φροντίζατε τον Φοίβο μου. Για μένα θα ‘στε από δω και στο εξής παιδιά μου.
     «Κι όποτε λαχταράς μακαρονάδες να περνάς από το σπίτι», στράφηκε στον δράκο Θανάση. «Θα σου φτιάχνω μακαρονάδες τρεις φορές την ημέρα», του χαμογέλασε κι εκείνος μούγκρισε από ικανοποίηση κι ένα κόκκινο χρώμα απλώθηκε στα μάγουλά του.
     «Άντε πολύ μείναμε. Τι κάθεστε λοιπόν, πάμε!», έδωσε μια ο Πόθος και βρέθηκε πάνω στο κεφάλι του δράκου.
     «Άντε, είναι ώρα να σου δείξω το καινούριο σου σπίτι!».
     Έδωσαν μια και όλοι μαζί βρέθηκαν στον αέρα. Ο Φοίβος απέμεινε πίσω με την μητέρα του που ‘χε περάσει το χέρι στους ώμους του να τους κοιτά ν’ απομακρύνονται.
     «Ξέρεις το σπίτι μου!», ακούστηκε από ψηλά η φωνή του Πόθου. «Να μη χαθούμε! Να ‘ρχεσαι να σε τρατάρω λουκουμάκια».