Ένα σταχτί
πέπλο άρχισε να πλησιάζει την πολιτεία μας. Κατέβαινε κατέβαινε μέχρι που την
σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη. Σκοτάδι
φοβερό είχε απλωθεί στην Ηλιοστάλαχτη, να σου σηκώνεται η τρίχα. Καθώς είχε
προχωρήσει για τα καλά η μέρα, δεν έφεγγε ούτε ένα τόσο δα μικρούλι αστεράκι
στον μαύρο ουρανό,
Οι σκύλοι
ούρλιαζαν σπαραχτικά, οι γάτες καμπούριαζαν κάνοντας πκχχ με σηκωμένη την
τρίχα, ίδια σα να’ χαν βάλει την ουρά τους στην πρίζα. Μια παρδαλή
εκμεταλλεύτηκε τον πανικό κι ορμώντας στον νεροχύτη, όπου καθάριζε ψάρια η κυρά
της, άρπαξε ένα ολόφρεσκο μπαρμπούνι χωρίς κανείς να την χαμπαριαστεί.
Οι άνθρωποι
ξεχύθηκαν έντρομοι στους δρόμους. Με μάτια ολοστρόγγυλα από την αγωνία
κοιτούσαν τον μαύρο ουρανό. Άλλοι τρέχανε πάνω κάτω, κι άλλοι είχαν ριζώσει
στις θέσεις τους χωρίς να βγάζουν μιλιά. Μια κυρία τραβούσε τα μαλλιά της, κι
όταν πήγε να την μιμηθεί η γειτόνισσά της έμεινε με μια καροτί περούκα στο
χέρι.
«Ο Ήλιος!
Χάθηκε ο Ήλιος!», ακούγονταν φωνές από παντού.
«Ήρθε το
τέλος του κόσμου», κλαψούρισε μια γιαγιούλα.
«Μήπως να
βάλουμε μιαν ανακοίνωση στον Ερυθρό Σταυρό;»πρότεινε ένας κύριος, που μέσα στην
αναμπουμπούλα είχε πεταχτεί έξω φορώντας μόνο ένα λαχανί σωβρακάκι με ροζ
φλαμίνγκο.
Με λίγα
λόγια, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ένας πιτσιρίκος βρήκε
ευκαιρία κι έκανε έφοδο στο ζαχαροπλαστείο του κυρίου Πρόφη Τερόλου, αρπάζοντας
απ’ τη βιτρίνα του πέντε εκλέρ και μια σοκολατίνα. Τώρα καθότανε στην είσοδο
δαγκώνοντας πότε από δω και πότε από κει, και σεργιανούσε την φασαρία.
Ο Μένιος, ο
γάιδαρος του Σπαράγγη του μανάβη είχε στρέψει το κεφάλι του προς το κάρο που
τραβούσε κι έδωσε βουτιά με την κεφάλα του στο καλάθι με τα καρότα.
«Ω ρε μάνα
μου», σκέφτηκε ενώ μασουλούσε ένα πελώριο καρότο. «Τι μπερεκέτι είν’ τούτο!».
Ο κύριος
Σπαράγγης στεκόταν δίπλα του χωρίς να’ χει ψυλλιαστεί το παραμικρό.
Ο δήμαρχος
της Ηλιοστάλαχτης ο κύριος Θεοχάρης Ηλιού, ξεπερνώντας την πρώτη σαστιμάρα του,
θεώρησε καλό να βγάλει μιαν ανακοίνωση.
«Συμπολίτες
μου!», φώναξε μα κανείς δεν του ‘δωσε σημασία.
«Ε, χμ,
Συμπολίτες μου», φώναξε πιο δυνατά.
Σαν είδε κι
απόειδε, πως άδικα ξεφώνιζε, ξεφύσησε αγανακτισμένος στρίβοντας το σαν βούρτσα
μουστάκι του. Τι δηλαδή; Κοτζαμάν δήμαρχος ήτανε κι όχι η τελευταία τρύπα του
ζουρνά, που λέγανε και στο χωριό του.
Δίνει ένα
σάλτο που λέτε και βρίσκετε πάνω στους ώμους μιας χοντρής κυρίας που για κακή
της τύχη βρέθηκε μπροστά του. Πιάνεται απ’ το ξανθό φουντωτό μαλλί της κι
αρχίζει να φωνάζει, ενώ εκείνη χοροπηδάει πάνω κάτω για να ξεφορτωθεί το βάρος,
προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβει τι είναι αυτό που της ήρθε ξαφνικά.
«Βρε!!!»,
βγάζει μια άγρια φωνή ο Θεοχάρης, «σας μιλάει ο δήμαρχός σας!».
«Σιγά τον
πολυέλαιο», φώναξε στα μουλωχτά ένας πιτσιρίκος.
Ο Θεοχάρης κοκκίνισε
μα έκανε πως δεν άκουσε. Κάποιοι άρχισαν να τον προσέχουν και γύρισαν προς το
μέρος του. Σιγά σιγά στράφηκαν κι άλλοι.
«Αγαπητοί
μου συμπολίτες», άρχισε με το πιο σοβαρό του ύφος, αυτό που κρατούσε για
εθνικές εορτές κι άλλες επίσημες περιστάσεις. «Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα
πρωτοφανές και πρωτόγνωρο συμβάν. Δια αυτό και ως εκλεγμένος άρχοντάς σας, έχω
την υποχρέωση …».
Εκείνη την
στιγμή, η χοντρή κυρία που χωρίς την θέλησή της τον είχε φορτωθεί, έδωσε ένα
σάλτο κι ο Θεοχάρης βρέθηκε φαρδύς-πλατύς να κείτεται στο χώμα.
Σηκώθηκε
στα γρήγορα και τίναξε το παντελόνι του, ενώ άκουγε πνιγμένα γέλια ανάμεσα στο
πλήθος.
«Επί των
παρόντων περιστάσεων, συγκαλώ επείγουσα συνέλευση στο δημαρχείο. Σε μία ώρα
όλοι εκεί!».
«Ε, κυρ
δήμαρχε! Στο δημαρχείο θα μας φάει το μαύρο σκοτάδι!», ακούστηκε ένας μάγκας
μέσα από το πλήθος.
«Ε, χμ, ναι
ναι, βέβαια. Σε μια ώρα λοιπόν, αρχίζει η συνέλευση εδώ και επί τόπου. Στο
μεταξύ καλώ όλες τις αρχές του τόπου, πυροσβεστική, αστυνομία και, και…»,
μάσησε λίγο το πάνω του χείλος στην προσπάθειά του να σκεφτεί και τίποτα άλλο,
μα μιας και δεν του κατέβηκε καμιά ιδέα, συνέχισε: «κ.λ.π., κ.λ.π., για να
συσκεφτούμε».
Κι αφού αισθάνθηκε
να έχει κάνει το χρέος του ως δήμαρχος, αποχώρησε.
Όχι όμως κι
ο κόσμος. Που να τρέχουν τώρα μες την μαυρίλα και να κουτουλάει κι ο ένας πάνω
στον άλλο.
Μαζεύονταν
λοιπόν παρέες, παρέες, και ψιθυρίζανε ανήσυχοι.
«Βρε λες να
σκουντούφλησε και να ‘πεσε στη θάλασσα; Κι αν πνίγηκε;».
Και κάθε
κουβέντα, κάθε τους ανησυχία προχωρούσε γρήγορα ανάμεσα στο πλήθος, όπως και
στο παιχνίδι σκουριασμένο τηλέφωνο. Τι είναι τούτο; Καλά δεν παίζετε τίποτε
άλλο εσείς εκτός από game boy και PS4;
Λοιπόν, θα
πρέπει να διακόψω πάλι, γιατί δε θέλω να
σας αφήσω και με την απορία. Το σκουριασμένο τηλέφωνο παίζετε ως εξής: Κάθεστε
όλοι στη σειρά κι ο πρώτος σκέφτεται μια λέξη και την λέει ψιθυριστά στον
διπλανό του. Εκείνος με τη σειρά του την ψιθυρίζει στον επόμενο και ούτω
καθεξής. Ο τελευταίος λέει δυνατά την λέξη που συνήθως δεν έχει καμιά σχέση μ’
αυτήν που είπε ο πρώτος.
Έτσι λοιπόν
κι εδώ, σε λίγο, καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι τρεις γέροι με φαλάκρες και
μουστάκες ακούγανε δύσπιστα τον μεσαίο να τους λέει χτυπώντας πεισματωμένα το
μπαστούνι του.
«Γεράσατε
και ξεμωράνατε μωρέ! Τον είδα σας λέω με τα ίδια μου τα μάτια. Να πέφτει στη
θάλασσα. Πνίγηκε!!! Να μη σώσω να γιορτάσω τα εκατοστά μου γενέθλια!».
Στην συγκέντρωση λοιπόν, οι γνώμες έδιναν κι
έπαιρναν. Έπρεπε να ‘σαστε από μια μεριά να βλέπατε τις αρχές της πολιτείας
μας, να συσκέπτονται μέσα κι έξω από το περίπτερο της πλατείας.
Ο
περιπτεράς είχε κατεβάσει την τραγιάσκα του μέχρι τα αυτιά και μουρμούριζε
νευριασμένος για την αυθαίρετη αυτή κατάληψη.
Ο δήμαρχος
καθόταν στο σκαμνάκι του μέσα στο περίπτερο, ενώ οι διοικητές της αστυνομίας
και της πυροσβεστικής κόβανε βόλτες ανάμεσα σε ράφια με γαριδάκια και σοκοφρέτες.
Ο
αστυνομικός διοικητής κύριος Κουνάβης, σα να ‘δινε χορευτική παράσταση
κουνιόταν ολόκληρος, προσπαθώντας να παρουσιάσει στους άλλους δύο την άποψή
του. Τα λεπτά του πόδια πότε λύγιζαν και πότε ανασηκώνονταν παρασέρνοντας το
κορμί του σ’ έναν κυματισμό που κατέληγε και παρέσερνε μαζί και τα χέρια
του. Τα κόκκινα τσουλούφια που σα
μαρουλόφυλλα έπεφταν, σκίαζαν τα μικρά του μάτια.
Ο δήμαρχος
μόνο ευχαριστημένος δε φαινόταν απ’ αυτά που άκουγε. Έστριβε και ξανάστριβε
ξεφυσώντας το μουστάκι του που κι έλεγες πως σε λίγο θα το ξεριζώσει!
«Κύριε
διοικητά, ποια είναι η θέση σας σε όλα αυτά;», ρώτησε τον διοικητή της
πυροσβεστικής, τον κύριο Σπίθα, κεραυνοβολώντας τον με το βλέμμα του, μιας και
τον είχε κάνει τσακωτό να προσπαθεί μες το σκοτάδι να διαβάσει τους τίτλους μιας
εφημερίδας.
Εκείνος
μετατόπισε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο και ξεκουμπώνοντας το πάνω
κουμπί της επίσημης στολής του που είχε αρχίσει να τον πνίγει απάντησε
σκεπτικά.
«Οι
εξαφανίσεις των προσώπων δεν είναι της
αρμοδιότητάς της υπηρεσίας μας, καθόλου μάλιστα. Αν είχαμε μια φωτιά, έναν
εγκλωβισμό, τότε μάλιστα. Μα στην προκειμένη περίπτωση δηλώνω αναρμόδιος. Είμαι
στην διάθεσή σας πάραυτα. Αν για παράδειγμα ο Ήλιος σκαρφάλωσε σε κανένα δέντρο
και δεν μπορεί να κατέβει. Θα συνδράμω μ’ όλες τις πυροσβεστικές δυνάμεις μου.
Μάλιστα!».
«Φέξε μου
και γλίστρησα», έκανε μέσα του απηυδισμένος ο δήμαρχος. «Ακούς εκεί σκαρφάλωσε
σε δέντρο και δεν μπορεί να κατέβει. Γιατί τον πέρασε τον Ήλιο; Για κανένα
γατί;».
Του
δήμαρχου του ερχόταν να αρχίσει να τραβάει τα μαλλιά του. Ήταν ανάγκη να γίνει
κι αυτό στη διάρκεια της θητείας του; Δεν του φτάνανε οι λακκούβες που
ξεφύτρωναν κάθε τρεις και λίγο στους δρόμους; Τα φανάρια που σπάζανε τα παιδιά
με τις πέτρες; Δεν θα ‘ταν καθόλου καλό για το ίματζ του αυτό!
(Δεν ξέρετε τι είναι το ίματζ; Μάλλον δεν διαβάζετε
εφημερίδες πριν τις εκλογές. Για κάντε έναν κόπο να ρωτήσετε τον μπαμπά σας).
Ο
δήμαρχος λοιπόν…
(Ο δικός
σου ο μπαμπάς σου’χει πει να μην τον ενοχλείς όταν κοιμάται, παρά μόνο άμα
πιάσει φωτιά το σπίτι; Τς, τς, τς!!! Καλά αυτοί οι μεγάλοι έχουνε μεγάλη ιδέα
για τον ύπνο, δε νομίζετε; Τέλος πάντων για να μη σου βάλει τις φωνές ο μπαμπάς
σου εξαιτίας μου, θα σου πω. Και μάλιστα θα στο πω όπως το βρίσκω τώρα δα στο
λεξικό. Ίματζ: Αγγλική λέξη, που σημαίνει εικόνα, δημόσια εικόνα ενός επώνυμου
προσώπου. Με λίγα λόγια αυτό που ο πολύς κόσμος πιστεύει για το πρόσωπο αυτό.
Όλοι οι πολιτικοί ανησυχούν πολύ για αυτό, γιατί θέλουν οι άλλοι να πιστεύουν
καλά πράγματα γι’ αυτούς, ώστε να τους ξαναψηφίζουν. Γι’ αυτό φοράνε
κουστούμια, που οι ειδικοί τους λένε ότι τους δείχνουν πιο υπεύθυνους, φιλάνε
παιδάκια για να νομίζουμε πως είναι καλόψυχοι, χαϊδεύουν σκυλάκια στο δρόμο,
και άλλα τέτοια).
Που είχαμε
μείνει; Α, ναι! Ο δήμαρχος λοιπόν σκέφτηκε πως καλύτερα να τελείωνε
με την δυσάρεστη αυτή υπόθεση μια ώρα αρχύτερα.
«Ώρα για
την συνέλευση. Κύριοι, λάβετε θέσεις!!!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου