Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

8ο κεφάλαιο



      Όταν ο Θράσος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα λίγη ώρα αργότερα από τον δήμαρχο, παρά το πρωινό της μέρας, ξαφνιάστηκε μόνο από τον τόνο της φωνής του. Τις λίγες φορές που είχαν μιλήσει ήταν υπηρεσιακά τυπικός. Τώρα έμοιαζε σαν ένας σεισμός να είχε μόλις λάβει τόπο στο κρεβάτι του.
      «Χρειαζόμαστε επειγόντως πενήντα οχτώ κλίνες. Για πενήντα δύο μαθητές και έξι συνοδούς καθηγητές. Το πρακτορείο τους έκλεισε δωμάτια στο «Ολύμπιον». Μόλις φτάσανε χθες το βράδυ,  φύγανε και ξημερώθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Τώρα έχουν καταλύσει στο δημοτικό Κατάστημα».
      Το «Ολύμπιον» ήταν ένα τερατούργημα της δεκαετίας του εξήντα, το οποίο αφού δεν ευτύχησε να προκόψει  λόγω της ακαταλληλότητας μα και  του μειωμένου τουρισμού στο νησί, σάπιζε παρατημένο στην τύχη του. Κάποτε κανένα ξεχασμένο ΚΑΠΗ ξεγελιόταν και βρισκόταν να καταλύει εκεί.
      «Λίγο δύσκολα δήμαρχε. Ίσως τα καταφέρουμε αν στριμωχτούν κάποιοι σε τρίκλινα. Πόσες ημέρες;».
      «Πέντε διανυκτερεύσεις».
      «Δώστε μου λίγο χρόνο και θα σας καλέσω. Πρέπει να ελέγξω τις κρατήσεις για τις επόμενες ημέρες».
      «Σημειώστε το κινητό μου. Δεν υπάρχει ελεύθερη γραμμή εδώ. Από την ώρα που ήρθαμε μέχρι  κι ο κλητήρας μιλάει συνέχεια με εξαγριωμένους γονείς που απειλούν να φτάσουν  συνοδεία τηλεοπτικών μέσω».
      Ο Θράσος εξέτασε διεξοδικά τις ελεύθερες κλίνες για το επόμενο πενθήμερο. Την ώρα που καλούσε το δήμαρχο στο κινητό του σκεφτόταν τα μούτρα της κυρίας Πολίτου όταν το επόμενο βράδυ θα προσπαθούσε να κοιμηθεί εν μέσω εφήβων σε υπερδιέγερση, που θα ήθελαν σε πέντε μέρες να κάνουν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν στα σπίτια τους τα προηγούμενα δεκαοχτώ χρόνια. Μια περίεργη ικανοποίηση τον κατέκλυσε και είχε κέφι όταν ανακοίνωνε στο δήμαρχο πως μέσα σε λίγες ώρες θα είχε έτοιμα τα δωμάτια.
      Σηκώθηκε από το γραφείο του  να πει στα κορίτσια να ετοιμάσουν άμεσα τις διαθέσιμες κλίνες.
      Στην επιστροφή  άκουσε τον ανελκυστήρα να κατεβαίνει και πήγε στην τραπεζαρία να δει αν όλα ήταν έτοιμα στο τραπέζι που καθόταν η κυρία Ραλλού.  Άλλαξε θέση στο βάζο με τα γαρυφαλλάκια, βάζοντάς τα στο κέντρο του. Εν τω μεταξύ πλησίασε η κυρία Ραλλού και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.
      Πήγε στην κουζίνα  να  φέρει το χυμό της. Την άφησε στην ησυχία της να απολαύσει την πρωινή γαλήνη. Δεν της άρεσαν τα πολλά λόγια κι ήταν ένας ακόμη λόγος για την εκτίμηση που της είχε.
      Θα έπρεπε να την προειδοποιήσει για την άφιξη των μαθητών, αλλά δεν ήταν η ώρα. Όταν βγήκε να παραλάβει το ταχυδρομείο, άκουσε φωνές να ανεβαίνουν από το βάθος του δρόμου. Κάποιοι δεν μπορούσαν να περιμένουν.
      Η υπομονή ήταν από τα κύρια στοιχεία του χαρακτήρα του. Με το σκεπτικό πως η ζωή αποφασίζει την ώρα που εσύ κάνεις σχέδια, άφηνε να διακατέχεται από μια καρτερικότητα που κάποιοι θα έλεγαν μοιρολατρία. Όμως εκείνος ήξερε να περιμένει και να σχεδιάζει μακροπρόθεσμα.
      Θα ερχόταν η στιγμή, αν έμενες προσηλωμένος στον στόχο σου και είχες πίστη στα όνειρά σου. Όμως δεν μπορούσε να μην χαμογελά μέσα του στην ανυπομονησία των παιδιών που πλησίαζαν.
      Η ανυπομονησία ήταν ουσιώδες στοιχείο των νιάτων. Πως μπορούσες να πείσεις τους νέους πως έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους; Γι’ αυτούς όλη η ζωή ήταν το τώρα. Λες και δεν υπάρχει αύριο.
      Είδε τον Μιχάλη να έρχεται απελπισμένος από τη βεράντα μέσα.
      «Λες και τους απόλυκε το καράβι είναι. Να πάω να δω πότε θα είναι έτοιμα τα δωμάτια;».
      «Κάθισε στη ρεσεψιόν.  Θα φροντίσω να έρχονται λίγοι λίγοι για check in και μέχρι να τελειώσουμε, θα είναι όλα έτοιμα».
      Βγήκε για να αντικρίσει ένα τσούρμο κορίτσια και αγόρια, άλλα με σπορτέξ κι άλλα με σαγιονάρες. Σορτσάκια και χαρχάλικο ντύσιμο. Είχαν χυθεί μέσα στον κήπο, είχαν αράξει στα σκαλιά της βεράντας, στα σκαλιά της εισόδου. Ήταν λες κι είχε βρέξει και γέμισε ο τόπος σαλιγκάρια.
      Έριξε τριγύρω ένα βλέμμα και διαπίστωσε πως ανάμεσα στα παιδιά υπήρχαν και ενήλικες. Πλησίασε μία κοπέλα όχι πάνω από εικοσιπέντε, με κοντά μαλλιά, τζιν παντελόνι και σπορτέξ.  
      «Καλώς ήρθατε. Τα δωμάτια δεν είναι ακόμη έτοιμα».
      «Το ξέρω. Αλλά δεν μπορούσαμε να τα κρατήσουμε άλλο. Θα είναι μεγάλη φασαρία αν αράξουμε εδώ στην αυλή;».
      «Καμία φασαρία. Αλλά ξέρετε τι λέω; Γιατί δεν κάνουμε μια λίστα με το ποιος θα κοιμηθεί με ποιόν, ώστε να μοιραστούν στα δωμάτια; Κι έπειτα θα μπορούσατε να πάτε πίσω στην πισίνα. Υπάρχει χώρος για να αλλάξουν, και με το που θα ετοιμαστούν τα δωμάτια, θα είναι όλοι κουρασμένοι κι έτοιμοι για ύπνο».
      Όταν είδε την ανακούφιση στο βλέμμα της, γύρισε να ζητήσει από τα παιδιά να μαζευτούν. Αλλά δεν πρόλαβε. Η νεαρή καθηγήτρια ήδη χτυπούσε τα χέρια της.
      Πενήντα τόσα ζευγάρια μάτια στράφηκαν επάνω της.
      «Θέλω από ένα χαρτάκι με τα ονόματα αυτών που θα μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο. Θα μου τα αφήσετε μαζί με τις ταυτότητές σας. Έπειτα θα βγάλετε μαγιό από τις βαλίτσες και θα πάμε πίσω στην πισίνα ώσπου να ετοιμαστούν τα δωμάτια».
      Για τα επόμενα δέκα λεπτά η μπροστινή αυλή έμοιαζε με πολύβουο μελίσσι. Αστραπιαία όπως εφόρμησαν στην αυλή, έτσι την εγκατέλειψαν. Ο κυρ Στέλιος αγχωμένος τους ακολούθαγε  να τους δείξει που είναι η πισίνα.
      Ο Θράσος κουβάλησε κάποιες τσάντες επάνω, ενώ τον ακολουθούσε η νεαρή καθηγήτρια μαζί με τους υπόλοιπους, μαζεύοντας μπαγκάζια απ’ όπου μπορούσαν. Καθώς ανέβαινε, πρόσεξε την κυρία Ραλλού, να τους παρατηρεί έχοντας τραβήξει λίγο στην άκρη την κουρτίνα.
      Ο Μιχάλης ανέλαβε να μοιράζει τα παιδιά στα δωμάτια σύμφωνα με την κατάσταση και ο ίδιος πρόσεξε την Μελέκ να βγαίνει αλαφιασμένη από την κουζίνα και να τρέχει στα πίσω δωμάτια του ισογείου. Σε λίγο στεκόταν μπροστά του και τον ρωτούσε αν θα μείνουν.
       Τώρα  ήξερε πως σε λίγο θα έβγαιναν βουνά  φαγητού από την κουζίνα να θρέψουν τα πλήθη. Έλπιζε μόνο η Θεώνη να προλάβαινε να σερβίρει και το πρωινό.
       Σύντομα όλα  ήταν έτοιμα και οι σάκοι των παιδιών είχαν στοιβαχτεί στη σκάλα, δίπλα στο ασανσέρ. Η φασαρία από την πισίνα είχε κοπάσει κι αυτό τον έκανε μόνο να φανταστεί πως το φαγητό είχε φτάσει τον προορισμό του.
      Η στιγμιαία ησυχία ταράχτηκε από το μεταλλικό γρύλισμα του ασανσέρ. Μπήκε στο γραφείο του κι έπιασε με ευλαβική προσοχή την αλληλογραφία στα χέρια του. Όμως δεν πτόησε την κυρία Πολίτου, η οποία εισέβαλλε με το συνηθισμένο ύφος και την αγέρωχη κορμοστασιά.
     «Ούτε αυτό δεν το ακούσατε κύριε Ουσταμπασίδη;».
      «Δεν μπορώ να προσποιηθώ πως δεν συμβαίνει τίποτε. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Σχολείο, που κάποιο τουριστικό γραφείο τους έκλεισε δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο ερειπωμένο από δεκαετίες. Δεν υπάρχει άλλο κατάλυμα που να μπορεί να τους φιλοξενήσει. Δείτε το περισσότερο σαν επίταξη».
      Είχε την αίσθηση πως έβλεπε ατμό να βγαίνει κυριολεκτικά από τα ρουθούνια της. Μία φλέβα χτυπούσε νευρικά στο λαιμό της.
      «Θα μπορούσατε να επιβάλλετε τουλάχιστον λίγη ησυχία;».
      Ο Θράσος της χαμογέλασε.
      «Δε νομίζω πως θα έχω οποιαδήποτε επιτυχία επιχειρώντας να επιβάλλω σε δεκαεξάχρονους οτιδήποτε. Μπορείτε να δοκιμάσετε αν θέλετε».
      




      Καθώς η κυρία Πολίτου απομακρυνόταν με νευρικό βηματισμό ο Θράσος στράφηκε προς το μέρος της πισίνας. Βγήκε έπειτα από το γραφείο, διέσχισε το αίθριο κι έφτασε σε ένα άδειο πίσω δωμάτιο. Μπήκε μέσα και από το παράθυρο στάθηκε να κοιτάξει το πλήθος που ξεκουραζόταν σε ξαπλώστρες κάτω από τα πεύκα ή στο γκαζόν.
      Φαγητό πηγαινοερχόταν από την κουζίνα, η Θεώνη σε δράση. Η φασαρία είχε κοπάσει και τα παιδιά συντροφευμένα απολάμβαναν το πρωινό τους.
      Θυμήθηκε τη δική του πενθήμερη εκδρομή. Αιώνες πριν, έμοιαζε περισσότερο σαν μια άλλη ζωή που είχε ζήσει, κι όχι το παρελθόν του.
      Παρά τις οικονομικές δυσκολίες τους, ο πατέρας του τον έκανε πακέτο και τον έστειλε με το στανιό.
      «Άστονα μπας και ανοίξει το μάτι του βλαμμένου με κάνα κορίτσι. Τοιούτος θα μας βγει έτσι όπως πάει», τον άκουσε να λέει στη μητέρα του. Εκείνη δεν τόλμησε να αρθρώσει κουβέντα. Ως συνήθως ήταν μεθυσμένος και στα μεθύσια του γινόταν βίαιος.
      Ο Θράσος πήγε στην πενθήμερη. Το να πει όχι στον πατέρα του  σήμαινε  φασαρίες. Και τη νύφη δεν θα την πλήρωνε μόνο ο ίδιος.
      Έβλεπε τους υπόλοιπους συμμαθητές του να προσπαθούν να ρίξουν καμιά κοπέλα στο κρεβάτι τους, λες και θα ήταν η τελευταία ευκαιρία της ζωής τους.
      Ίσως πάλι τους αδικούσε, αφού δε θα ήταν η τελευταία, μα σίγουρα η πρώτη. Θα μπορούσε να ήταν ανεκτή η εκδρομή αν είχε έρθει κι η Λίνα. Ήταν μαζί από την πρώτη δημοτικού κι αν δεν είχε εκείνη, δεν ήξερε πως θα τα έβγαζε πέρα με τόση καζούρα στο σχολείο. Αλλά και  οι δικοί της δεν είχαν  οικονομική άνεση και σίγουρα δεν ένιωθαν καμιά ανάγκη να την κάνουν άντρα.
      Τις πέντε ημέρες που σέρνονταν βασανιστικά αργά τις πέρασε παρατηρώντας τον φιλόλογό του, τον Βασιλείου. Ήταν ο νεότερος καθηγητής στο γυμνάσιο, καλλιεργημένος και προοδευτικός.
      Δεν χλεύαζε ποτέ και ήταν ο μοναδικός με τον οποίο μπορούσαν να συζητήσουν πέρα από τα στενά όρια του μαθήματος. Τέχνη, ποίηση. Του άρεσε ο Καβάφης και συνήθιζε να φέρνει βιβλία στην τάξη για να διαβάζουν την ώρα του μαθήματος.
      Πρόσεξε την προσοχή που του έδειχνε ο Θράσος. Ο ίδιος σκέφτηκε πως μπορεί και να τον λυπήθηκε που ήταν μόνος του.
      Στους Δελφούς τον πλησίασε και συνέχισαν να πλανώνται μαζί μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Μίλησαν για τα Δελφικά μυστήρια.  Ο Βασιλείου μίλησε με πάθος για την ιερότητα του πνεύματος στην αρχαιότητα, μα και την ιερότητα του σώματος.
      «Το σώμα ήταν ο ιερός ναός που μέσα του κατοικούσε το πνεύμα», είπε σκύβοντας πολύ κοντά.
      Ο Θράσος ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του.
      «Καταλαβαίνεις πως είσαι ξεχωριστός Θράσο. Είσαι ευαίσθητος, καλλιεργημένος. Δεν φοβάσαι να διαφέρεις».
      Κι ένιωθε πως εδώ υπήρχε ίσως η αδερφή ψυχή του, ένας άνθρωπος που μπορούσε μαζί του να είναι ο εαυτός του, να μην ντρέπεται.
      Τις επόμενες μέρες μίλησαν ατελείωτα. Μίλησε για τα όνειρά του, για την ανάγκη να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού του. Να μην χρειάζεται ν’ αποδείξει πως είναι άντρας, να είναι μόνο ο εαυτός του.
      Την τελευταία μέρα ο Κωνσταντίνος τον προσκάλεσε στο δωμάτιό του.
      «Μου λείπουν ήδη οι κουβέντες μας», του είπε. «Θα φέρω ένα μπουκάλι κρασί και θα καθίσουμε να μιλήσουμε χωρίς να μας ενοχλεί κανείς».
      Ανυπομονούσε τόσο για να έρθει το βράδυ. Αισθανόταν αναπάντεχα τυχερός με την εξέλιξη που είχε τούτη η εκδρομή.
      Το βράδυ, παρά τον παροξυσμό που επικρατούσε ανάμεσα στα δωμάτια, καθώς όλοι ήθελαν να βρίσκονται σε ένα δωμάτιο που δεν έπρεπε να είναι, κατάφερε να πάει σε αυτό του Βασιλείου, χωρίς να τον δει κανείς. Δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο, αφού οι δύο συμμαθητές του με τους οποίους μοιράζονταν το δωμάτιο, είχαν προ πολλού εξαφανιστεί.









      Η βουτιά στην πισίνα και το αναπάντεχο και πλούσιο πρωινό αποτέλεσε για τα κατάκοπα από τη βραδινή ταλαιπωρία παιδιά,  τη χαριστική βολή. Σέρνοντας τα πόδια τους κατευθύνθηκαν στα δωμάτιά τους. Ο Θράσος στάθηκε μαζί με τον Μιχάλη στη ρεσεψιόν, ώστε να μοιραστούν γρήγορα τα κλειδιά, κλειδιά στην κυριολεξία, και όλοι πήραν το δρόμο τους.
      Οι φωνές κόπασαν. Όπως έβλεπε τη χαλαρότητα με την οποία κινούνταν οι μαθητές αισθανόταν λες και είχαν περάσει αιώνες από τη δική του μαθητική εκδρομή. Τα άγχη, οι φοβίες, οι ανείπωτες επιθυμίες, ανήκαν στη δική του εποχή. Του σκοταδισμού και του μεσαίωνα επαρχιακής πόλης στη δεκαετία του εξήντα.
      Χωρίς να το καταλάβει έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και βρέθηκε να παρατηρεί πίσω από το διπλωμένο πορτόφυλλο  της τραπεζαρίας.      
      Τι ανακουφιστική εικόνα να παρατηρεί τα παιδιά που έμοιαζαν τόσο άνετα με τον εαυτό τους.
      Άκουσε βαθιά στο υποσυνείδητό του αλλά δεν έδωσε σημασία στο αργό βήμα της κυρίας Ραλλούς. Ούτε όταν απίθωσε το χέρι της στον ώμο του. Εκείνη περίμενε. Γύρισε και την κοίταξε.
      «Λες και άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου», παρατήρησε ήρεμα.
      Ξαφνιάστηκε και όταν κατάλαβε τι του είπε, έκανε να δικαιολογηθεί για την αναπάντεχη εισβολή. Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
      «Λίγη ζωντάνια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν», του είπε καθώς τράβηξε προς τη βεράντα για να καταλάβει τη συνηθισμένη της θέση.
      Όλη η ζωή της, εκτός ίσως από τα λίγα πρώτα της χρόνια, ήταν μια φυλακή. Μια φυλακή που την τύλιξε, την έπνιξε και δεν της επέτρεπε να ανασάνει. Σα να είχαν φυτρώσει γύρω της κάγκελα, ρίζωσαν επάνω της και κουβαλούσε πάντα το αόρατο κλουβί της.
      Σιγά σιγά έμαθε πως αποδεχόμενη τα δεσμά της, κέρδισε την ελευθερία μέσα στην ίδια τη φυλακή της.
 
      Η σχολική χρονιά ξεκίνησε. Η Ραλλού δεν ήταν και το πιο κοινωνικό παιδί δα. Δεν ήταν που δεν της άρεσαν οι συναναστροφές, ή που ήταν συνεσταλμένη, ή είχε δυσκολίες στις σχέσεις της.
      Απλά τα χρόνια της ως τότε είχαν τραβήξει το δρόμο τους μοναχικά κι είχε συνηθίσει στην ήρεμη συντροφιά του εαυτού της.
      Ήρεμα, ίσως λίγο απομακρυσμένη σαν παρατηρητής, συνυπήρχε με το πλήθος γύρω της, πιότερο δίπλα, παρά μαζί.
      Τα πρωινά περνούσε ο Κυριάκος και την περίμενε καταχωνιασμένος στο πίσω σοκάκι, πίσω από μια μισογκρεμισμένη μάντρα.
      Η Ραλλού δεν κοιμόταν από την ανυπομονησία για το πρωινό αντάμωμά τους. Ήταν λες και κάποιος είχε ανοίξει μια πόρτα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και από τη χαραμάδα τρύπωσε φως.
      Πόσα δε λέγανε στο δρόμο για το σχολείο. Ο Κυριάκος της μιλούσε για το σπίτι του, για τα πολλά αδέρφια του, το ότι έμενε περισσότερο με τον παππού τους που τον βοηθούσε και στα κτήματα, για να έχει την ησυχία του.
      Πιότερο της έλεγε για την αγάπη του για τη γη, την αγάπη του για τα κτήματα και τα λιόδεντρα. Λάτρευε τα λιόδεντρα, να τα φροντίζει, να μαζεύει τον πολυτιμότερο καρπό της γης, όπως έλεγε. Ο παππούς του ήθελε να σπουδάσει γεωπονία μα ο Κυριάκος θύμωνε. Δεν ήθελε να τον ξεριζώσουν από τη γη του και να τον στείλουν μακριά να σπουδάσει.
      Η Ραλλού γελούσε.
      «Αν πας να σπουδάσεις, θα έρθω κι εγώ», του έλεγε.
      «Σοβαρά; Και τι θέλεις να σπουδάσεις εσύ;».
      Χαμογελούσε μυστηριωδώς και σκεφτόταν αλήθεια τι θα έκανε στη ζωή της. Το μόνο που ήξερε ήταν να περιμένει την κάθε μέρα να περάσει. Να περιμένει να ξημερώσει για να ανταμώσει τον Κυριάκο.
      Ποιος θα της έλεγε τι έπρεπε να κάνει με τη ζωή της. Τον Κυριάκο, κάποιοι τον νοιάζονταν, κάποιοι σκέφτονταν για το μέλλον του. Εκείνη τι θα έκανε άραγε;
      Δεν τολμούσε να μιλήσει στη μητέρα της. Κι έτσι το μόνο που της έμενε ήταν να ζει την κάθε μέρα, να συναντά τον Κυριάκο και να τρέφεται από τα δικά του όνειρα.
      Στο σχολείο όλα την άφηναν λίγο πολύ αδιάφορα. Μελετούσε μόνο για να έχει κάτι να κάνει τα απογεύματα. Από ολόκληρη την πρώτη γυμνασίου, το μόνο που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η Ομήρου Οδύσσεια, καθώς με ενδιαφέρον παρακολουθούσε τις περιπέτειες του αρχαιότερου Έλληνα ποντοπόρου και μεγαλύτερου μπαγαμπόντη. Στους στίχους του έπους, ήταν λες κι είχε ανέβει σε μια σχεδία, και ταξίδευε να συναντήσει μυθικά τέρατα, μαγεμένες καλλονές και μάγισσες.
      Ήρθε η εποχή της συγκομιδής της ελιάς και η Ραλλού είχε ξεσηκωθεί. Ο Κυριάκος γελούσε με την ανυπομονησία της. Ούτε η ίδια θυμάται πόσα ψέματα αράδιασε στην κυρία Εριφύλη τις λίγες φορές που πρόσεξε την απουσία της.
      Ήταν λες κι ανακάλυπτε έναν καινούριο κόσμο. Ο παππούς του Κυριάκου, Κυριάκος κι αυτός την καλωσόρισε εγκάρδια.
      «Ώστε εσύ είσαι του καπετάν Γιάννη η κόρη; Καλωσόρισες κόρη μου. Ο πατέρας σου ήταν πολύ άξιος άνθρωπος».
      Και η Ραλλού έγινε η Ραλλού τους, η Ραλλού κι ο Κυριάκος. Κι ήταν φυσικό για όλους να τους βλέπουν μαζί. Τα παιδιά έλεγαν, κι εννοούσαν τους δυο τους.
      Εκείνο το φθινόπωρο η Ραλλού έμαθε ν’ απλώνει τα δίχτυα, να χτυπά με τη βέργα την ελιά. Να τινάζει μετά τα δίχτυα για να καθαρίσουν από πέτρες και σκουπίδια.  
      Κι έπειτα στο λιοτριβείο. Κι εκείνη να αισθάνεται πως ανακάλυπτε έναν ολάκερο καινούριο κόσμο που ζούσε δίπλα του τόσα χρόνια χωρίς ποτέ να έχουν ανταμώσει.
      Το Λενιώ την κάλυπτε σ’ αυτά τα ξεπορτίσματα κι αν καμιά φορά η κυρία Εριφύλη ανακάλυπτε την απουσία της, έλεγε αόριστα πως είχε πεταχτεί σε μια συμμαθήτριά της.
      Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στην κουζίνα της Λενιώς και το σπίτι του Κυριάκου. Ο πατέρας του ετοιμαζόταν να σφάξει το γουρούνι και την απειλούσε πως θα της μάθει να φτιάχνει λουκάνικα.
      Η κυρά Ανεσώ τον απόπαιρνε.
      «Άσε ήσυχο το κορίτσι. Χασάπη θα το κάμεις; Έλα δω κοκόνα μου, έλα να φτιάξουμε κουραμπιέδες».
       Και όλοι μονοπωλούσαν την παρουσία της, κι ένιωθε πως μέσα στο σπίτι τους μια γωνίτσα ανήκε και σ’ αυτήν την ίδια. Και στην μικρή κουζίνα τους που πάντα μοσχοβόλαγε, ανάμεσα σε παιδιά που τριγύρναγαν σαν τσούρμο γατιά κι η μάνα τους τα ηρεμούσε δίνοντάς τους από ένα κομμάτι ζυμάρι να παίζουν, ή αμύγδαλα για να σπάζουνε, η Ραλλού ζύμωνε, έπλαθε κουραμπιέδες, άπλωνε το καρύδι στα φύλλα που άνοιγε για τον μπακλαβά η κυρά Ανεσώ.
      Ο Κυριάκος την άφηνε να χαίρεται σαν παιδί που βρέθηκε άξαφνα σε πρωτόγνωρο πανηγύρι. Και χαίρονταν με τη χαρά της. Καταλάβαινε, χωρίς ποτέ να του έχει πει κάτι, πως στο σπίτι της δεν υπήρχαν προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα, φασαρία απ’ την πολυκοσμία. Το ένιωθε από τη χαρά που την πλημμύριζε όταν έφτανε στο σπίτι του. Δε ρωτούσε τίποτα, του έφτανε να την βλέπει χαρούμενη.
      Και έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Η Ραλλού είχε πεταχτεί στο σπίτι του Κυριάκου, ανάμεσα σε παιδιά που έλεγαν κάλαντα και σε κόσμο που περιφερόταν στους δρόμους σε κατάσταση χαρμόσυνης προσμονής.
      Ο κυρ Κώστας την φώναξε στην αποθήκη του όπου πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο τρίποδα ψιλοέκοβε το κρέας για να ετοιμάσει λουκάνικα.
      Τον χαιρέτισε μα δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του να τον βοηθήσει με το κρέας. Έτρεξε στην κουζίνα της κυρά Ανεσώς, που ετοίμαζε Χριστόψωμο.
       Την χαιρέτισε κι αυτήν με τη συνηθισμένη της ζωντάνια, μα δεν σίμωσε. Όσο πλησίαζε η ώρα των Χριστουγέννων ένιωθε να απομακρύνεται από την χαρά και την προσμονή της οικογένειας του Κυριάκου. Αυτή η χαρά και η προσμονή δεν της ανήκαν.
      Στο σπίτι της θα ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Θα πήγαινε για ύπνο νωρίς και το πρωί θα ξυπνούσε λίγο πιο νωρίς  να πάνε στην εκκλησία. Δεν θα υπήρχαν ξεχωριστά φαγητά, ιδιαίτερες ετοιμασίες. Δε θα υπήρχε αυτή η φασαρία που ξεσήκωνε τα υπόλοιπα σπίτια.
      Χωρίς να το καταλάβει, τραβήχτηκε στο κούφωμα της πόρτας της σάλας και παρακολουθούσε αφηρημένα το πολύβουο αυτό μελίσσι που έμοιαζε να περιφέρεται ατέρμονα πέρα δώθε χωρίς σκοπό.
      Ένιωσε ένα άγγιγμα κι έπειτα ο Κυριάκος την τράβηξε από το χέρι.
      «Έλα», της ψιθύρισε και τον ακολούθησε στην αποθήκη, όπου ο πατέρας του στοίβαζε το σανό, τα ξύλα για το τζάκι και τα εργαλεία του.
      Την άφησε καταμεσής του πελώριου χώρου και πήγε σε μιαν άκρη του. Η Ραλλού τον κοίταζε υπομονετικά. Η μέρα τούτη, στο σπίτι αυτό. Λες και κρατούσε ένα γυάλινο θόλο όπου μέσα του έβλεπε μια παραμυθένια σκηνή. Η φεγγαρόσκονη τα κάλυπτε όλα κι έμοιαζαν μαγικά. Και η ίδια, έξω από το γυάλινο παιχνίδι, να παρακολουθεί από απόσταση, λες και δε βρισκόταν εκεί.
      Ο Κυριάκος της σήκωσε τα χέρια και απίθωσε ένα αντικείμενο μέσα τους. Κατάλαβε ότι ο νους της ταξίδευε και το κράτησε μαζί με τα χέρια της.
      Η Ραλλού χαμήλωσε το βλέμμα. Σα να ξυπνούσε από λήθαργο προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που κρατούσε. Ένα ξύλινο αντικείμενο, από ξύλο ροζιασμένο. Ελιά, ήταν σίγουρο.
      Το επεξεργάστηκε φέρνοντας τα χέρια της ψηλότερα, κοντά στο πρόσωπό της. Ήταν μία φιγούρα. Ενός κοριτσιού, καθισμένο σε ένα βράχο, πάνω στα διπλωμένα γόνατά του.
      Ξάφνου ένιωσε τη μαγεία από το γυάλινο θόλο να ξεπηδάει και να την αγγίζει.
      «Έτσι ήσουν όταν σε έβλεπα από το κτήμα στον κόλπο που κολυμπούσες. Είναι το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου».
      Η Ραλλού δυσκολευόταν να αρθρώσει λέξη.
      «Εσύ το έφτιαξες;».
      Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
      Έμειναν για λίγο αμίλητοι, η Ραλλού να μην μπορεί να πιστέψει στα μάτια της.
      «Δε θυμάμαι πότε πήρα τελευταία φορά Χριστουγεννιάτικο δώρο».
      Εκείνα τα Χριστούγεννα είχαν μία μαγεία που την είχε θάψει πίσω της βαθιά στο χρόνο.
   

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

7ο κεφάλαιο



      Το καλοκαίρι έσβησε γρήγορα, όπως γρήγορα σβήνουν πάντα τα καλοκαίρια. Σα μια φωτιά που αντρειεύει, καίει υποβλητικά κι ενώ μαγεύει γύρω με τη θέρμη και το φως της, ξαφνικά αναλύεται σ’ αποκαΐδια. Έτσι αισθανόταν κι η Ραλλού τώρα, σα να έβλεπε τ’ αποκαΐδια του πιο όμορφου καλοκαιριού της ζωής της να αιωρούνται γύρω της σε αργή κίνηση.
      Βυθιζόταν κάθε μέρα στην μελαγχολία κι ένα σωρό ερωτηματικά τυραννούσαν το μυαλό και την ψυχή της, μα δεν τόλμαγε να τ’ αρθρώσει.
      «Πηγαίνεις σχολείο;», ρώτησε τον Κυριάκο ένα μεσημέρι κι ένιωθε την καρδιά της να πηγαίνει  να σταματήσει.
      Την κοίταξε σοβαρά με τα σκούρα μάτια του.
      «Φυσικά, κατεβαίνω στο Γυμνάσιο στη Χώρα», ήταν η απάντησή του.
      «Εσένα αλήθεια γιατί δε σε έχω δει ποτέ εκεί. Θα πας Δευτέρα Γυμνασίου, δεν μου είπες;».
      «Κατ’ οίκον εκπαίδευση. Δίνω μόνο εξετάσεις για να περάσω τη χρονιά».
      «Και τι σε τρώει Ραλλού; Είσαι σαν επιτάφιος μέρες τώρα».
      «Εσύ θα πηγαίνεις στο Γυμνάσιο, εγώ στο σπίτι. Να λέω, θα χαθούμε τώρα σαν αρχίσουν τα σχολεία».
      Ο Κυριάκος ακούμπησε το χέρι της με τα ακροδάχτυλά του. Την κοίταξε, και το βλέμμα του ήταν ήρεμο, γαλήνια θάλασσα καυτό απομεσήμερο.
      «Αυτό δε γίνεται να συμβεί».
      Η Ραλλού ένιωσε λες και πήρε ο αέρας πάλι να κυκλοφορεί στους πνεύμονές της. Το αίμα γύρισε στα μάγουλά της κι η παγωμάρα που είχε χυθεί στα μέλη της μέρες τώρα χάθηκε από πάνω τους.
      Ήταν τέτοια η δύναμη που πήρε από τη δήλωση αυτή που βρήκε το θάρρος να μιλήσει στο Λενιώ.
      «Θέλω να πάω στο Δημόσιο».
      «Αμάν κορίτσι μου , τι με λες τώρα; Φασαρίες γυρεύεις;».
      Η Ραλλού τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό της.
      «Λενιώ μου, θέλω φίλους. Να λέω καμιά κουβέντα. Εδώ μέσα μόνο εσύ είσαι ζωντανή».
      Το Λενιώ αναστέναξε. Μαύριζε η καρδιά της να βλέπει το κορίτσι της μαντρωμένο σε τούτο το μαυσωλείο. Γι’ αυτό έκανε τα στραβά μάτια στα ξεπορτίσματά της και την κάλυπτε συνέχεια στην κυρά της. Μα τούτο το καινούριο πώς να το κατάφερνε;
      Το άλλο πρωί η κυρία Εριφύλη μπήκε στην κουζίνα να ελέγξει τη λίστα με τα αποθέματα. Παρόλο που ποτέ δεν επενέβαινε στα ψώνια, έβαζε το Λενιώ να γράφει στο κατάστιχο τα ψώνια τους, με ημερομηνία επάνω, δίπλα τις τιμές ανά είδος και συνολικά.
      Το Λενιώ είχε πάντα έτοιμο το βαρύ τετράδιο, ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι και δε μιλούσε, όπως δε σχολίαζε για καμιά παραξενιά της κυράς της. Βλέπε και μη μιλάς, ήταν η αρχή της.
      «Κυρά, λέω να βγάλω τα χαλιά από το γραφείο και να τινάξω. Θ’ αρχίσει το μάθημα σιγά σιγά το κορίτσι, έτσι δεν είναι;».
     Η κυρία Εριφύλη έμεινε για ένα λεπτό σκεπτική, λες και προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Έπειτα ένευσε καταφατικά.
      «Βέβαια, είναι καιρός». 
      «Μεγάλωσε πια το κορίτσι μας κυρά. Σωστή κοπέλα έγινε».
      Η κυρά της διάβαζε με θρησκευτική προσήλωση τα ψώνια της εβδομάδας. Θα έλεγε κανείς πως δεν άκουγε.
      «Έλεγα κυρά μου, μήπως δεν είναι πρέπον, μεγάλη κοπέλα να την κλείνεις τόσες ώρες την ημέρα μ’ αυτόν το δάσκαλο. Είναι και νέος, είναι ….  Μια ανοησία να βρει να πει κάποιος άσκεπτος, θα γίνει σούσουρο».
      Η Εριφύλη πετάχτηκε επάνω σα να την χτύπησε ρεύμα. Έμεινε μια στιγμή έτσι, κατακεραυνωμένη. Έπειτα βγήκε σχεδόν τρέχοντας από την κουζίνα.
      Το Λενιώ άκουσε την πόρτα του γραφείου να ανοίγει, κι έπειτα από λίγο την εξώπορτα να χτυπά και να τραντάζει το σπίτι. Έκανε το σταυρό της. Ο Θεός να την φυλάει.  Η κυρά της δεκαπέντε χρόνια που ήταν στη δούλεψή της δεν είχε χτυπήσει ποτέ της πόρτα.
      Το μεσημέρι η Ραλλού κόντεψε να πνιγεί με το φαγητό της όταν η Εριφύλη της ανακοίνωσε.
      «Από φέτος πας στο δημόσιο. Να πας να πάρεις μια σάκα απ’ το χαρτοπωλείο. Τα άλλα μετά».
      Αργότερα που η Εριφύλη ανέβηκε στο δωμάτιό της, η Ραλλού όρμησε στην κουζίνα. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της κι άρχισε να φιλά το Λενιώ.
      «Λενιώ μου, Λενιώ μου, πώς τα κατάφερες;».
      «Φύγε βρε τρελοκόριτσο από δω, θα ρίξω τα πιάτα. Για τι πράμα με λες, ιδέα δεν έχω».
      Η Ραλλού δεν αποθαρρύνθηκε παρά τις διαβεβαιώσεις της. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και την φίλησε μέχρι που της έφερε ασφυξία. Έπειτα βγήκε κεραυνός ίδιος από το σπίτι κι έτρεξε να  βρει τον Κυριάκο να του ανακοινώσει τα σπουδαία μαντάτα.







      Η Αθηνά είχε πεταχτεί το ίδιο πρωί, φεύγοντας για λίγο από τη δουλειά της στο γραφείο του κυρίου Γιαννούλη. Της έδωσε ο ίδιος έναν μεγάλο φάκελο και της ζήτησε να μην διστάσει να τον ενοχλήσει για οποιοδήποτε θέμα.
      «Πάντα στη διάθεσή σας», της είπε. «Οτιδήποτε χρειαστείτε. Αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση που μπόρεσα να σας βρω. Ο πατέρας μου είχε δώσει το λόγο του κι έμοιαζε να τον στοιχειώνει η υπόθεση σας».
      Γύρισε με τον φάκελο στο γραφείο και τον έκλεισε αποφασιστικά στο μεσαίο δεξί συρτάρι της. Δεν της προκαλούσαν καμία συγκίνηση τα νομικίστικα έγγραφα. Έπρεπε να ετοιμάσει και το ισοζύγιο του μηνός και αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο.
      Κόντευε τρεις και το στομάχι της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Σηκώθηκε για να πάρει από το ψυγείο το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει από το σπίτι της. Οι υπόλοιποι είχαν βγει για φαγητό εκεί γύρω. Της ίδιας δεν της άρεσε να αποπροσανατολίζεται την ώρα της δουλειά της.
      Έφερε το σάντουιτς στο γραφείο κι άνοιξε στον υπολογιστή μία ιστοσελίδα για διακοπές. Σπάνια ταξίδευε, γιατί βαριόταν και την ενοχλούσε να χάνει τη βολή της. Ήταν όμως φανατική των ταξιδιωτικών ντοκιμαντέρ και των περιοδικών. Ποιος χρειάζεται σήμερα να ταξιδέψει έλεγε, όταν μπορείς να το κάνεις από την άνεση του καναπέ σου;
      Οι φίλοι της την κορόιδευαν, κι αυτή τους κορόιδευε επίσης όταν κλείνανε πακέτα διακοπών σε τιμές ευκαιρίες και κατέληγαν να μένουν σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα εκατό φορές μεγαλύτερα από την πολυκατοικία της.
      «Τι διακοπές είναι αυτές; Αφήνετε το ένα διαμέρισμα, για να βρεθείτε σε ένα άλλο και μάλιστα μικρό; Δωμάτιο και μπάνιο;».
      Την ώρα που πήγε να διαλέξει τόπο προορισμού στο site που μπήκε, θυμήθηκε τον φάκελο κλεισμένο πειθήνια στο συρτάρι της. Δάγκασε μία χορταστική μπουκιά κι έκανε στην άκρη το φαγητό της. Ανέβασε το φάκελο και τον ακούμπησε στο γραφείο. Τράβηξε στην άκρη το λάστιχο που τον κρατούσε κλειστό και τον άνοιξε. Επάνω επάνω ήταν ένα ξεθωριασμένο βιβλιάριο καταθέσεων από την Τράπεζα που αποταμίευε τα χρήματά του ο παππούς της. Το άνοιξε. Τερζής  Κυριάκος του Κωνσταντίνου. Τερζή Αθηνά του Κωνσταντίνου.
      Ξεφύλλισε το βιβλιάριο και είδε πως τελείωνε σε ένα ποσό δραχμών. Πήγε να κάνει τη μετατροπή αλλά τότε πρόσεξε ένα δεύτερο βιβλιάριο πιο πίσω. Το πήρε στα χέρια της. Τα ίδια πάλι ονόματα, μόνο που τώρα οι σελίδες ξεκινούσαν από την μετατροπή των δραχμών σε Ευρώ. Ημερομηνία μέσα στο Δύο χιλιάδες δύο. Κι από εκεί και πέρα υπήρχε μία συνεχής κίνηση του λογαριασμού δύο φορές το χρόνο, με κάποια μικροποσά να προστίθενται ως τόκοι. Στην τελευταία ενημέρωση το βιβλιάριο κατέληγε στο ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων Ευρώ περίπου.
      Το έκλεισε και το έβαλε στην άκρη. Από πίσω υπήρχε το συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς που η ίδια είχε υπογράψει, καθώς κα τα χαρτιά του σπιτιού. Τίτλοι κτημάτων. Και μέσα σ’ ένα φάκελο μια αρμαθιά κλειδιά.
      Όπως ήταν ανοιχτός ο υπολογιστής της, μπήκε κι έγραψε σε μια μηχανή αναζήτησης το όνομα του νησιού. Και δίπλα ακτοπλοϊκές συνδέσεις.
      Δύο φορές την εβδομάδα από τον Πειραιά. Ειδάλλως θα μπορούσε να μεταβεί σε ένα μεγαλύτερο νησί εκεί κοντά και από εκεί να πάρει καραβάκι που ένωνε με το νησί της.
      Νησί της. Χαμογέλασε. Έγινε και νησί της τώρα, σκέφτηκε ειρωνικά. Έκλεισε τον φάκελο και τον ξαναέβαλε στο συρτάρι. Αντί να γυρίσει όμως στη δουλειά της τράβηξε το πιάτο μπροστά της και συνέχισε να μασουλάει. Έπειτα με δυο τρία διαδοχικά κλικ επέστρεψε στο site των διακοπών κι έβαλε στην μηχανή αναζήτησης το όνομα του νησιού.
      Ανακατευθύνθηκε σε μία σελίδα που το αφορούσε και είδε από κάτω πληροφορίες που αφορούσαν τα αξιοθέατα, τη διαμονή και το φαγητό.
      Πάτησε πάνω στο ένθετο της διαμονής. Άλλη σελίδα άνοιξε και είδε αναφορά σε τρία ξενοδοχεία όλο κι όλο.
      Το ένα ήταν ένα πανέμορφο  boutique hotel, από αυτά που ήθελες ένα μισθό σου για να περάσεις δυο νύχτες. Και περιλάμβανε Jacuzzi στο δωμάτιο, πισίνες, άπλετους χώρους με καλαίσθητη διακόσμηση. Πραγματικά στολίδια.
      Το τελευταίο ήταν ένα παράξενο δείγμα αρχιτεκτονικής. Έκανε ένα κλικ πάνω στο ξενοδοχείο για να αντικρίσει ένα παλιό λευκό κτίριο, με μπαλκόνια και τρούλους στη στέγη. Μπροστά του μια πελώρια βεράντα, απ’ όπου κατέβαινες κάτω με μια πλατιά πέτρινη σκάλα.
      Καθώς έριχνε μια ματιά στο παλαιό τούτο κτίσμα, διάβασε στα σχόλια πως διάφοροι επιφανείς άνθρωποι κατά καιρούς είχαν φιλοξενηθεί στο ξενοδοχείο. Ανάμεσά τους κι ο Στρατής Μυριβήλης.
      Η ιστοσελίδα του ξενοδοχείου  ήταν παλαιωμένη κι αυτή. Μπήκε κι έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες. Πρόσεξε πως δεν μπορούσε να κάνει κράτηση ηλεκτρονικά αλλά παρέθετε τηλέφωνο και ηλεκτρονική διεύθυνση για επικοινωνία.
      Ανάμεσα στις φωτογραφίες που της τράβηξαν την προσοχή ήταν  μία από το αίθριο του ξενοδοχείου. Μία εντυπωσιακή εσωτερική αυλή με μεγάλα λουλούδια, σκόρπιες πολυθρόνες και ένα ανάκλιντρο ενώ η οροφή του στο ύψος της στέγης του κτιρίου σκεπαζόταν από κυανοπράσινα ημιδιάφανα τζάμια, επιτρέποντας το φως να μπαίνει άπλετο, φιλτράροντας όμως τις ανελέητες ακτίνες του μεσογειακού ήλιου.
      Ξάφνου μία παρόρμηση, απ’ αυτές που δεν ταίριαζαν στην ήρεμη και τακτοποιημένη ζωή της και  μπήκε στο Outlook όπου επικολλώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση του ξενοδοχείου ως παραλήπτη, τους απέστειλε ένα μήνυμα ρωτώντας τους για διαθεσιμότητα ανάμεσα στις δέκα και στις τριάντα Ιουνίου. Η άδεια της ήταν προγραμματισμένη και ως συνήθως δεν είχε κανονίσει τίποτε. Το πολύ πολύ να πεταγόταν στην Αίγινα όπως συνήθιζε τα τελευταία χρόνια.  Αφού έστειλε το μήνυμά της, μάζεψε το πιάτο της και γύρισε στη δουλειά της.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

6ο κεφάλαιο



    Την Ραλλού την κουβάλησε σχεδόν στα χέρια του ως το σπίτι. Πήραν τον πίσω δρόμο κι όταν έφτασαν μπροστά στον ψηλό αυλόγυρο, στάθηκαν πίσω  του  να μην φαίνονται.
      «Εδώ είμαι», του είπε.
      «Σίγουρα δεν θες να ρθω μαζί σου;», την κοίταξε ανήσυχος.
      Του ένευσε καταφατικά. Χαμογελούσε. Έπειτα τράβηξε προς την πόρτα. Γύρισε, του έριξε μια τελευταία ματιά και μπήκε.
      Τρύπωσε από την πόρτα της κουζίνας και χωρίς να την δει το Λενιώ, ανέβηκε στο δωμάτιό της. Έκλεισε τα σκίαστρα στο παράθυρο. Έβγαλε τα ρούχα, φόρεσε από πάνω το πιο φαρδύ  μακρύ νυχτικό της και τρύπωσε στο κρεβάτι. Έγειρε πάνω στην αριστερή πλευρά της. Κρατούσε την αναπνοή της στην προσπάθειά   να μείνει ακίνητη και να μην ακουμπά τα πληγιασμένα της σημεία.
      Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τα χέρια του αγγέλου της καθώς της έπλενε απαλά τις πληγές. Την τύλιξε η ίδια τρυφερότητα και βυθίστηκε σε  έναν γαλήνιο ύπνο.
      Την επομένη η κυρία Εριφύλη δεν έδωσε σημασία στις πληγές που διακρίνονταν από τα ρούχα της, ούτε και ζήτησε παραπάνω εξηγήσεις όταν η κόρη της της είπε πως έπεσε στον κήπο.
      Το Λενιώ μόνο δεν φάνηκε να πείθεται. Μετά το μεσημεριανό φαγητό κι αφού η μητέρα της αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, σύρθηκε κρυφά στην κάμαρή της.
      «Μη μου λες ψέματα εμένα. Ακούς εκεί στην αυλή! Κι εγώ που ήμουνα! Λέγε τι έκανες;».
      «Έπεσα με το ποδήλατο».
      «Τρελοκόριτσο», την αποπήρε το Λενιώ και γονάτισε μπροστά της. Σήκωσε το νυχτικό για να εξετάσει το κακό.
      «Α, πα πα! Πώς έγινες έτσι κορίτσι μου; Κάτσε να φέρω κάτι να  βάλουμε επάνω».
       Η Ραλλού δέχτηκε χωρίς να αναφέρει πως ο σωτήρας της της είχε δώσει ένα βάζο με αλοιφή για να βάζει επάνω στις πληγές της. Τη δρόσιζε κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε,  σα να τραβούσε το κάψιμο που ένιωθε από τις πληγές της.
      Το επόμενο πρωινό βρήκε το ποδήλατό της ακουμπισμένο στην μέσα πλευρά του αυλόγυρου, στο πίσω μέρος της αυλής. Ξαφνιάστηκε λίγο κι έπειτα χαμογέλασε όταν σκέφτηκε πως έπρεπε να το περιμένει.
      Οι πληγές της είχαν ηρεμήσει και η σάρκα της δεν παλλόταν κόκκινη και ερεθισμένη. Φαινόταν πως το χτύπημα είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Έτσι αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό δίπλωσε το παντελόνι που το είχε πλύνει και στεγνώσει και γλίστρησε κρυφά  έξω.
      Της πήρε αρκετή ώρα για να φτάσει στο μονοπάτι που κατέβαινε δίπλα στη θάλασσα. Το ακολούθησε, όπως συνήθιζε τόσον καιρό κι όταν έφτασε στο σημείο που είχε πέσει κοίταξε προς τα πάνω. Κάπου μες τις ελιές έπρεπε να βρίσκεται το πέτρινο κτίσμα.
     Χώθηκε μέσα στα δέντρα και δεν χρειάστηκε να περιπλανηθεί πολύ. Το βρήκε εύκολα. Πλησίασε και χτύπησε την κλειστή ξύλινη πόρτα .Ήταν βαμμένη πράσινη, όπως και τα ξύλινα σκίαστρα στα παράθυρα, που έμεναν κλειστά, για να κρατούν έξω την πυρά του ήλιου.
      Δεν πήρε απάντηση. Άνοιξε διστακτικά και μπήκε. Στάθηκε  λίγο, ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια της. Κανείς δεν ήταν μέσα. Ανάσανε την ανακουφιστική δροσιά και βγήκε.
      Άρχισε να περιφέρεται στον ελαιώνα τριγύρω. Παράξενο δέντρο η ελιά σκεφτόταν. Σκληρό και κακοτράχαλο. Ανθεκτικό. Δε σου δίνει την αίσθηση του δέντρου, όπως το πεύκο ή ένας πλάτανος που χαρίζει δροσιά και ίσκιο.
      Σου δίνει όμως την αίσθηση του καλοκαιριού. Λες και κουβαλά τον ήλιο μέσα της.
      Τον πρόσεξε πιο πέρα, να τσαπίζει το χώμα γύρω από ένα δέντρο. Φορούσε μόνο το παντελόνι  και το δέρμα του σταρένιο, άστραφτε από τον ιδρώτα που κυλούσε επάνω του.
      Ακούμπησε στον κορμό του δέντρου και στάθηκε να τον κοιτάζει καθώς δούλευε. Άνθρωποι στην ηλικία της δούλευαν. Η ζωή ήταν τόσο αλλιώτικη έξω από τα σύνορα του μικρού της κόσμου.
      Τον είδε να σταματά και να μένει ακίνητος. Έψαξε με τα μάτια το χώρο γύρω του, ώσπου την αντίκρισε. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν σε ένα σιωπηλό χαιρετισμό. Τράβηξε προς το μέρος του.
      «Ήρθα να σ’ ευχαριστήσω για το ποδήλατο».
      Στάθηκε μπροστά του και ένιωσε πως δεν χρειαζόταν να  πει οτιδήποτε.
      «Ήθελα να σε δω, να δω πως είσαι, αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να με δούνε. Αλλιώς θα σε φώναζα. Πώς σε λένε;».
      «Ραλλού».
      «Κυριάκο», είπε και τα μάτια του φώτισαν. Απέμεινε να την κοιτά.
      «Πώς κατάφερες να το πάρεις απ’ τον γκρεμό;», θέλησε να σπάσει την αμήχανη σιωπή.
      Της χαμογέλασε.
      «Απλά πήγα από τη θάλασσα».
      Άπλωσε το χέρι να ακουμπήσει τις πληγές στο μπράτσο της μα δίστασε. Τραβήχτηκε.
      Η Ραλλού γύρισε στο πλάι για να τη δει.
      «Μια χαρά είναι. Κλείνουνε, δε με πονάνε τόσο».
      Με μία κοφτή κίνηση πήρε το χέρι της μες το δικό του.
      «Έλα».
      Τον ακολούθησε, κρατώντας το σταθερό του χέρι  που έκλεινε καθησυχαστικά το δικό της μέσα του. Προχώρησαν ανάμεσα σε λιόδεντρα και πλησιάζοντας στη θάλασσα, σταμάτησαν σε ένα ύψωμα. Την τράβηξε και την έβαλε να καθίσει στα ριζά ενός μεγάλου δέντρου. Κάθισε δίπλα της, ακουμπώντας την πλάτη του στο κορμό του.
      Έμεινε άφωνη σαν είδε ν’ απλώνεται μπροστά της το απέραντο γαλάζιο. Ακούμπησε πίσω μην μπορώντας να ανασάνει. Ήταν λες και καθόταν σ’ ένα θρόνο κρεμασμένο στο πέλαγος.
      Έσφιξε το χέρι του αμίλητη θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη της. Αισθανόταν πως μοιράζονταν κάτι μοναδικό και πολύτιμο. Έμειναν έτσι, να τους τυλίγει μία συντροφική σιωπή. Ήταν λες κι η ύπαρξή τους εκμηδενίζονταν κάτω απ’ την καυτή ανάσα του ήλιου και το σκληρό φως του που τους τύφλωνε όπως αντανακλούσε πάνω στα γαλάζια νερά.
      «Θα κάνεις λίγο καιρό να κολυμπήσεις. Αλλά μπορείς να έρχεσαι εδώ», της ψιθύρισε.
      Ένιωσε ανακούφιση στην ιδέα πως η μαγεία αυτή μπορεί να συνεχιζόταν. Έπειτα μία σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό της.
      «Πώς ξέρεις ότι κολυμπούσα;».
      «Σε έβλεπα. Κάθε μέρα. Γι’ αυτό όταν δεν ήρθες προχθές, κατέβηκα να σε ψάξω».
      Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν έπρεπε να νιώσει άσχημα που τόσον καιρό την παρακολουθούσε. Που την έβλεπε να βουτά, σχεδόν καθημερινά, χωρίς ρούχα στη θάλασσα.
      Γύρισε και συνάντησε τα σκούρα γαλήνια μάτια του. Όχι δεν έπρεπε, αποφάσισε. Σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, έγειρε το κεφάλι πάνω στον ώμο του και ανάπαυσε το βλέμμα της στο πέλαγος.
     



      Το υπόλοιπο καλοκαίρι έμεινε χαραγμένο στο είναι της, σε κάθε μικροσκοπικό κύτταρο του κορμιού της, σαν το πιο φωτεινό καλοκαίρι της ζωής της.
      Τις επόμενες μέρες τον έβρισκε να δουλεύει στον ελαιώνα του παππού του. Πήγαιναν να ξεμεσημεριάσουν στον ίσκιο της ελιάς, εκεί που κάθισαν  την πρώτη φορά.
      Και οι μέρες κύλησαν, οι πληγές της έκλεισαν για τα καλά. Τότε του πρότεινε να κατεβούνε στον κόλπο της να κολυμπήσουνε.
      Ο Κυριάκος στάθηκε για μα στιγμή σκεπτικός κι η Ραλλού διαμαρτυρήθηκε όταν είδε πως δε θα της έκανε το χατίρι. Αμέσως εκείνος γέλασε δυνατά, την τράβηξε από το χέρι και κατηφόρισαν. Σε πέντε λεπτά ήταν δίπλα στη θάλασσα και πετούσαν τα ρούχα τους στην κρυσταλλένια άμμο.
      Ο Κυριάκος κράτησε το εσώρουχό του κι η Ραλλού το δικό της. Όρμησαν στα γυάλινα νερά, πιτσιλώντας με φωνές ο ένας τον άλλο.
      Το νερό γλιστρούσε σα βάλσαμο πάνω στο φλογισμένο απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο δέρμα τους. Έπαιξαν ασταμάτητα, βούτηξαν για να συναντηθούν κάτω απ’ το διάφανο νερό, ώσπου ξέπνοοι ξάπλωσαν δίπλα δίπλα, κάτω από τη σκιά που σχημάτιζαν οι βράχοι πάνω τους.
      Τα κορμιά τους αποκαμωμένα πάσχιζαν να καταλαγιάζουν την ανάσα τους που χτυπούσε δυνατά στο στήθος τους. Έκλεισαν τα μάτια κι απέμειναν εκεί, σαν κορμιά από μάρμαρο να στραγγίζουν τις αλμυρές σταγόνες.
      Εκείνο το καλοκαίρι και τι δεν έμαθε η Ραλλού! Έμαθε να σκαλίζει την ελιά, για τις αρρώστιες και τη φροντίδα της.
      Έμαθε να πιάνει χταπόδια με γυμνά χέρια. Έμαθε κάθε μονοπάτι και γωνιά του νησιού της.
      Όταν το καλοκαίρι κόντευε στο τέρμα του και δεν ήταν σπάνια τα ξαφνικά μπουρίνια κι οι καταιγίδες, την έπαιρνε και τριγυρνούσαν στην ενδοχώρα. Έτσι τριγυρνούσαν μια μέρα που ο καιρός είχε πάρει να αγριεύει κι ο ουρανός χυνόταν κατάμαυρος απειλητικά πάνωθέ τους, μέσα στο πευκοδάσος που σκαρφάλωνε βορειοανατολικά πίσω από τη χώρα.
      Όταν άρχισαν οι χοντρές βαριές στάλες ένιωσαν ανακούφιση για την προστασία που τους πρόσφεραν οι πευκοβελόνες. Αλλά ήξεραν πως σε λίγο  αυτή δε θα τους αρκούσε.
      «Έλα», της ένευσε πιάνοντάς της το χέρι. Άρχισε να τρέχει αναγκάζοντάς την να ακολουθεί.
      Ο καιρός ήταν βαρύς, όπως είναι πάντα τα καλοκαίρια πριν ξεσπάσει η βροχή. Βροντές ακούγονταν από το βάθος του ορίζοντα και κεραυνοί ξέσκιζαν τον ουρανό και τη θάλασσα.
      Λαχανιασμένη, τον ακολουθούσε στο τρέξιμό του. Ήταν λες κι η ζωή της κρεμόταν απ’ αυτό, λες κι αν άφηνε το χέρι του θα χανόταν.
      Μέσα στην ταχύτητα που είχαν αναπτύξει, τη δυνατή βροχή που χτύπαγε το σώμα της αλύπητα, μια σκέψη ήρθε και την χτύπησε δυνατότερα από τους κεραυνούς που ξέσκιζαν τριγύρω το τοπίο.
      Είχε δέσει τη ζωή της μ’ αυτήν του Κυριάκου, πιο γερά κι απ’ ότι κρατούσε το χέρι του. Ένιωσε πως χρειαζόταν περισσότερο οξυγόνο.
      Ο Κυριάκος σταμάτησε απότομα μπροστά της κι έκανε στο πλάι για να μην πέσει επάνω του.
      Ένα ξέφωτο φωτεινό, μ’ ένα μικρό  ξωκλήσι καταμεσής του. Τράβηξαν κατά κει. Ο Κυριάκος έσπρωξε την γαλάζια ξύλινη πόρτα που υποχώρησε στο άγγιγμά του. Πέρασαν μέσα και στάθηκαν στο κέντρο του. Από τα πολύχρωμα παραθύρια, το φως των αστραπών χύνονταν μέσα κι αναλύονταν πάνω και γύρω τους σε χίλια δυο χρώματα. Έτσι εκεί, όρθιοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, αφέθηκαν να τους λούσει η μυσταγωγία των χρωμάτων κι η ρευστή μαγεία της ατμόσφαιρας. Όπως το νερό κυλούσε απ’ τα κορμιά τους, η Ραλλού αισθάνθηκε να ξαναγεννιέται, να εξαγνίζεται και να φορά έναν άλλο καινούριο εαυτό.









      Ο ήχος από το νευρικό χτύπημα του παπουτσιού αντηχούσε στο αδειανό ακόμη φουαγιέ και χτυπούσε κοφτός κι απότομος πάνω στους τοίχους. Ο Θράσος άκουγε από την κουζίνα όπου ετοίμαζε καφέ τον ανυπόμονο ήχο και μπήκε στον πειρασμό να βγει από το πλαϊνό παράθυρο  και να πάει να απολαύσει τον καφέ και την ησυχία του στον πίσω κήπο.
      Αντί αυτού, πήρε το φλιτζάνι με τον μέτριο ελληνικό που έπινε και τράβηξε για το γραφείο του. Καλημέρισε την κυρία Πολίτου υποκρινόμενος πως δεν αντιλήφθηκε τον εκνευρισμό της. Ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ καλού κακού, όσο μπορούσε στο βάθος του γραφείου.
      Έπειτα μάζεψε όλα τα χαρτιά και τους φακέλους που ήταν ακουμπισμένα δίπλα στην οθόνη κι άρχισε να  αλλάζει τη θέση τους.
      «Κύριε Ουσταμπασίδη», ακούστηκε η φωνή της και φαινόταν πως κατέβαλλε προσπάθεια να μην την υψώσει.
       Στράφηκε τάχα ξαφνιασμένος.
      «Μπορώ να κάνω κάτι για σας;».
      Εκείνη έστρεψε τα μάτια στωικά στον ουρανό.
      «Δεν ακούτε κύριε Ουσταμπασίδη;».
      Ο Θράσος σκέφτηκε πως είναι παγίδα και αποφάσισε να μην πέσει μέσα.
      «Ασφαλώς και σας ακούω».
      Τα ρουθούνια της κινήθηκαν νευρικά.
      «Κύριε Ουσταμπασίδη. Νομίζω πως υποτιμάτε αυτό που έχετε υπό την διεύθυνσή σας. Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα ξενοδοχείο σαν αυτό, που αποτελεί ιστορικό μνημείο, να ξυπνάς στις έξι και  μισή το πρωί από την φασαρία».
      Ο Θράσος επαναλάμβανε μέσα του. «Παγίδα, προσοχή».
      «Ασφαλώς κυρία Πολίτου. Συμφωνούμε απόλυτα. Στο ξενοδοχείο μας δεν πρόκειται να παραπονεθεί κανείς για τη φασαρία, ούτε στις έξι και μισή το πρωί, αλλά ούτε και στις έξι και μισή το απόγευμα».
      Κάποιοι μυς συσπάστηκαν νευρικά στο όμορφο πρόσωπό της.
      «Και τότε πως εξηγείτε την παρουσία μας εδώ τέτοια ώρα;», ρώτησε και έγνεψε με το κεφάλι δείχνοντας στην κατεύθυνση  της ρεσεψιόν.
      Εκεί, παρατημένος πάνω στο μικρό καναπεδάκι απέναντι από το γραφείο της ρεσεψιόν, βρισκόταν ο κύριος Πολίτης. Ο αγκώνας του ακουμπούσε στο μπράτσο του καναπέ και το κεφάλι του ήταν χυμένο πάνω στο χέρι του. Έδειχνε σα να ακροπατούσε στα μονοπάτια του Μορφέα.
      Σίγουρα θα έχει δικό του όνομα, αλλά ανάθεμά με αν το θυμάμαι, σκέφτηκε ο Θράσος. Την κοίταξε ερωτηματικά επιστρατεύοντας όλη την υπομονή του.
      «Μα σοβαρά τώρα, δεν ακούτε;», συνέχισε εκείνη δείχνοντας προς το κέντρο του κτιρίου.
      Ο Θράσος ακολούθησε την κατεύθυνση που χάραζαν στον αέρα τα χέρια της,   κρατώντας τα αυτιά του τεντωμένα. Ησυχία, απόλυτη ησυχία. Ήταν έτοιμος να στραφεί και να της πει να πιει έναν καφέ για να συνέλθει, όταν ένα απαλό γουργουρητό τον έκανε να σταθεί.
      «Εννοείτε τον θόρυβο από τα πλυντήρια;».
      Κούνησε το κεφάλι της με ένα θριαμβευτικό ύφος.
      «Μου πήρε ένα ολόκληρο τέταρτο για να τον διακρίνω. Πώς είναι δυνατόν να σας ενόχλησε;».
      «Τι λέτε κύριε Ουσταμπασίδη; Ο Ντίνος είναι ξύπνιος εδώ και μία ώρα. Και χρειάζεται τόσο λίγη ξεκούραση».
      Ο Θράσος έστρεψε το βλέμμα στον κύριο Πολίτη που φαινόταν να κοιμάται πια  πάνω στον καναπέ.
      «Πράγματι χρειάζεται ξεκούραση κυρία Πολίτου. Έχετε σκεφτεί να ζητήσετε τη βοήθεια κάποιου ειδικού; Πολύ συχνά οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν διαταραχές στον ύπνο τους γιατί βιώνουν συνθήκες έντονου στρες και άγχους στη ζωή τους. Ίσως θα βοηθούσε».
      Η κυρία Πολίτου απομακρύνθηκε μ’ ένα νευρικό τίναγμα του κεφαλιού της. Ο Θράσος έστρεψε διακριτικά το κεφάλι για να μην τη δει να ταράζει τον άντρα της στον ύπνο του.