Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ν΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



     Ένας σίφουνας πολλών τόνων μ’ απλωμένα τα φτερά του και τον Πόθο να κρεμασμένο  στο αυτί του προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπία, διέσχιζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα την απέραντη αποθήκη, παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά του.
     «Άκρη!!!!!!», ακούγονταν η φωνή του Πόθου πνιγμένη στα γέλια.
     Ο Φοίβος σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο που είχε ανακαλύψει πάνω σ’ ένα κουτσό τραπέζι, μαζί με δυο τρία ακόμη, και κοίταξε την Πασιφάη χαμογελώντας.
    «Γιατί φυλάς την πύλη;», έσκυψε και ψιθύρισε ο Πόθος στο αυτί του φίλου του. Εκείνος σταμάτησε τόσο απότομα, που ο Πόθος προσγειώθηκε σε μια στοίβα με χαρτόκουτα μπροστά τους.
     «Αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι ο δράκος που φυλάει αυτήν την πύλη».
     «Δηλαδή αν σταματήσεις να την φυλάς, θα σε μαλώσει κάποιος;», ξαναρώτησε ο λιλιπούτειος φίλος μας πεταρίζοντας μπρος τα μάτια του. Ο δράκος σήκωσε τους ώμους του.
     «Πώς σε λένε;».
     Ο δράκος τον κοίταξε τώρα με μάτια που άνοιξαν από την απορία.
     «Τ’ όνομά σου; Εμένα με λένε Πόθο, δεν το ‘παμε.  Εσένα;».     
     Ο δράκος σήκωσε πάλι τους ώμους του. Ο Πόθος τον κοίταξε με συμπάθεια.
     «Δεν έχεις όνομα κακομοίρη μου; Μικρό το κακό. Θα σου δώσω εγώ ένα».
     Άρχισε να στριφογυρίζει στον αέρα γύρω απ’ το κεφάλι του δράκου, που τον κοιτούσε μ’ απορία και καρτερικότητα. Έπειτα έδωσε μια και προσγειώθηκε πάνω απ’ τα ρουθούνια του.
     «Θανάση. Θα σε λέω Θανάση», του ανακοίνωσε κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του για το εύρημα του. Τα μάτια του δράκου έλαμψαν.
     «Χμ, ε, ίσως το Θανάσης δεν είναι και το πιο κατάλληλο όνομα για δράκο», παρατήρησε κρύβοντας το χαμόγελό του ο Φοίβος.
     Ο δράκος στράφηκε αργά με τα ρουθούνια του να βγάζουν καπνούς και απειλητικό βλέμμα.
     «Το Θανάσης είναι πολύ κατάλληλο όνομα για δράκους», είπε αργά με την βραχνή μπάσα φωνή του.
     Ο Φοίβος ξεροκατάπιε.
     «Ναι, γιατί όχι; Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να λεν έναν δράκο;», κοίταξε την Πασιφάη και κούνησε το κεφάλι του.
     Εκείνη συμφώνησε μαζί του.
    «Θανάσης. Κι εγώ νομίζω πως είναι πολύ ωραίο όνομα για ένα δράκο».
     Ο Θανάσης ύψωσε ήρεμα το κεφάλι και στο στόμα του απλώθηκε θαρρείς ένα χαμόγελο. Κοίταξε τον Πόθο μ’ ευγνωμοσύνη.
     «Βρε Θανάση, δεν μας αφήνεις τώρα να περάσουμε την Πύλη, να πάμε να βρούμε τον Ήλιο;».
     Ο δράκος τον κοίταξε σοβαρά. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
     «Αν δεν γυρίσει ο Ήλιος ούτε εγώ ούτε ο Φοίβος θα ξαναδούμε ποτέ την μαμά μας», ψιθύρισε ο Πόθος.
     «Εγώ δεν έχω μαμά. Αν σας αφήσω να περάσετε, θα φύγετε. Και θα μείνω πάλι μόνος μου εδώ».
     «Γιατί να μείνεις; Δε θα ‘χεις πια να φυλάς την πύλη. Θα ‘ρθεις μαζί μας βρε», τον κοίταξε στα μάτια ο Πόθος πάντα στρογγυλοκαθισμένος πάνω απ’ τα ρουθούνια του.
     «Άσε που θα φτιάξει κι η επιδερμίδα σου αν σε χτυπήσει λίγο ο Ήλιος. Δε θέλω να σε στεναχωρήσω αλλά έχει το χάλι της».
     Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε τη ράχη του. Έπειτα κάρφωσε τα μάτια του στο πάτωμα προσπαθώντας θαρρείς εκεί να διαβάσει την απόφαση που ήθελε να πάρει. Μετά από λίγα λεπτά που όλοι τον κοίταζαν ακίνητοι, σήκωσε το βλέμμα αποφασιστικά.
     «Πάμε. Πάμε να τον βρούμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου