Το καλοκαίρι έσβησε γρήγορα, όπως γρήγορα
σβήνουν πάντα τα καλοκαίρια. Σα μια φωτιά που αντρειεύει, καίει υποβλητικά κι
ενώ μαγεύει γύρω με τη θέρμη και το φως της, ξαφνικά αναλύεται σ’ αποκαΐδια.
Έτσι αισθανόταν κι η Ραλλού τώρα, σα να έβλεπε τ’ αποκαΐδια του πιο όμορφου
καλοκαιριού της ζωής της να αιωρούνται γύρω της σε αργή κίνηση.
Βυθιζόταν κάθε μέρα στην μελαγχολία κι
ένα σωρό ερωτηματικά τυραννούσαν το μυαλό και την ψυχή της, μα δεν τόλμαγε να
τ’ αρθρώσει.
«Πηγαίνεις
σχολείο;», ρώτησε τον Κυριάκο ένα μεσημέρι κι ένιωθε την καρδιά της να πηγαίνει
να σταματήσει.
Την κοίταξε σοβαρά με τα σκούρα μάτια
του.
«Φυσικά, κατεβαίνω στο Γυμνάσιο στη Χώρα»,
ήταν η απάντησή του.
«Εσένα αλήθεια γιατί δε σε έχω δει ποτέ
εκεί. Θα πας Δευτέρα Γυμνασίου, δεν μου είπες;».
«Κατ’ οίκον εκπαίδευση. Δίνω μόνο
εξετάσεις για να περάσω τη χρονιά».
«Και τι σε τρώει Ραλλού; Είσαι σαν επιτάφιος
μέρες τώρα».
«Εσύ θα πηγαίνεις στο Γυμνάσιο, εγώ στο
σπίτι. Να λέω, θα χαθούμε τώρα σαν αρχίσουν τα σχολεία».
Ο Κυριάκος ακούμπησε το χέρι της με τα
ακροδάχτυλά του. Την κοίταξε, και το βλέμμα του ήταν ήρεμο, γαλήνια θάλασσα
καυτό απομεσήμερο.
«Αυτό δε γίνεται να συμβεί».
Η Ραλλού ένιωσε λες και πήρε ο αέρας πάλι
να κυκλοφορεί στους πνεύμονές της. Το αίμα γύρισε στα μάγουλά της κι η παγωμάρα
που είχε χυθεί στα μέλη της μέρες τώρα χάθηκε από πάνω τους.
Ήταν τέτοια η δύναμη που πήρε από τη
δήλωση αυτή που βρήκε το θάρρος να μιλήσει στο Λενιώ.
«Θέλω να πάω στο Δημόσιο».
«Αμάν κορίτσι μου , τι με λες τώρα;
Φασαρίες γυρεύεις;».
Η Ραλλού τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το
λαιμό της.
«Λενιώ μου, θέλω φίλους. Να λέω καμιά
κουβέντα. Εδώ μέσα μόνο εσύ είσαι ζωντανή».
Το Λενιώ αναστέναξε. Μαύριζε η καρδιά της
να βλέπει το κορίτσι της μαντρωμένο σε τούτο το μαυσωλείο. Γι’ αυτό έκανε τα
στραβά μάτια στα ξεπορτίσματά της και την κάλυπτε συνέχεια στην κυρά της. Μα
τούτο το καινούριο πώς να το κατάφερνε;
Το άλλο πρωί η κυρία Εριφύλη μπήκε στην
κουζίνα να ελέγξει τη λίστα με τα αποθέματα. Παρόλο που ποτέ δεν επενέβαινε στα
ψώνια, έβαζε το Λενιώ να γράφει στο κατάστιχο τα ψώνια τους, με ημερομηνία
επάνω, δίπλα τις τιμές ανά είδος και συνολικά.
Το Λενιώ είχε πάντα έτοιμο το βαρύ
τετράδιο, ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι και δε μιλούσε, όπως δε σχολίαζε για καμιά
παραξενιά της κυράς της. Βλέπε και μη μιλάς, ήταν η αρχή της.
«Κυρά, λέω να βγάλω τα χαλιά από το
γραφείο και να τινάξω. Θ’ αρχίσει το μάθημα σιγά σιγά το κορίτσι, έτσι δεν
είναι;».
Η κυρία Εριφύλη έμεινε για ένα λεπτό
σκεπτική, λες και προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Έπειτα ένευσε καταφατικά.
«Βέβαια, είναι καιρός».
«Μεγάλωσε πια το κορίτσι μας κυρά. Σωστή
κοπέλα έγινε».
Η κυρά της διάβαζε με θρησκευτική
προσήλωση τα ψώνια της εβδομάδας. Θα έλεγε κανείς πως δεν άκουγε.
«Έλεγα κυρά μου, μήπως δεν είναι πρέπον,
μεγάλη κοπέλα να την κλείνεις τόσες ώρες την ημέρα μ’ αυτόν το δάσκαλο. Είναι
και νέος, είναι …. Μια ανοησία να βρει
να πει κάποιος άσκεπτος, θα γίνει σούσουρο».
Η Εριφύλη πετάχτηκε επάνω σα να την
χτύπησε ρεύμα. Έμεινε μια στιγμή έτσι, κατακεραυνωμένη. Έπειτα βγήκε σχεδόν
τρέχοντας από την κουζίνα.
Το Λενιώ άκουσε την πόρτα του γραφείου να
ανοίγει, κι έπειτα από λίγο την εξώπορτα να χτυπά και να τραντάζει το σπίτι.
Έκανε το σταυρό της. Ο Θεός να την φυλάει.
Η κυρά της δεκαπέντε χρόνια που ήταν στη δούλεψή της δεν είχε χτυπήσει
ποτέ της πόρτα.
Το μεσημέρι η Ραλλού κόντεψε να πνιγεί με
το φαγητό της όταν η Εριφύλη της ανακοίνωσε.
«Από φέτος πας στο δημόσιο. Να πας να
πάρεις μια σάκα απ’ το χαρτοπωλείο. Τα άλλα μετά».
Αργότερα που η Εριφύλη ανέβηκε στο
δωμάτιό της, η Ραλλού όρμησε στην κουζίνα. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της κι άρχισε
να φιλά το Λενιώ.
«Λενιώ μου, Λενιώ μου, πώς τα
κατάφερες;».
«Φύγε βρε τρελοκόριτσο από δω, θα ρίξω τα
πιάτα. Για τι πράμα με λες, ιδέα δεν έχω».
Η Ραλλού δεν αποθαρρύνθηκε παρά τις
διαβεβαιώσεις της. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και την φίλησε μέχρι που της
έφερε ασφυξία. Έπειτα βγήκε κεραυνός ίδιος από το σπίτι κι έτρεξε να βρει τον Κυριάκο να του ανακοινώσει τα σπουδαία
μαντάτα.
Η Αθηνά είχε πεταχτεί το ίδιο πρωί,
φεύγοντας για λίγο από τη δουλειά της στο γραφείο του κυρίου Γιαννούλη. Της
έδωσε ο ίδιος έναν μεγάλο φάκελο και της ζήτησε να μην διστάσει να τον
ενοχλήσει για οποιοδήποτε θέμα.
«Πάντα στη διάθεσή σας», της είπε.
«Οτιδήποτε χρειαστείτε. Αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση που μπόρεσα να σας βρω. Ο
πατέρας μου είχε δώσει το λόγο του κι έμοιαζε να τον στοιχειώνει η υπόθεση
σας».
Γύρισε με τον φάκελο στο γραφείο και τον
έκλεισε αποφασιστικά στο μεσαίο δεξί συρτάρι της. Δεν της προκαλούσαν καμία
συγκίνηση τα νομικίστικα έγγραφα. Έπρεπε να ετοιμάσει και το ισοζύγιο του μηνός
και αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο.
Κόντευε τρεις και το στομάχι της είχε
αρχίσει να διαμαρτύρεται. Σηκώθηκε για να πάρει από το ψυγείο το σάντουιτς που
είχε ετοιμάσει από το σπίτι της. Οι υπόλοιποι είχαν βγει για φαγητό εκεί γύρω.
Της ίδιας δεν της άρεσε να αποπροσανατολίζεται την ώρα της δουλειά της.
Έφερε το σάντουιτς στο γραφείο κι άνοιξε
στον υπολογιστή μία ιστοσελίδα για διακοπές. Σπάνια ταξίδευε, γιατί βαριόταν
και την ενοχλούσε να χάνει τη βολή της. Ήταν όμως φανατική των ταξιδιωτικών
ντοκιμαντέρ και των περιοδικών. Ποιος χρειάζεται σήμερα να ταξιδέψει έλεγε,
όταν μπορείς να το κάνεις από την άνεση του καναπέ σου;
Οι φίλοι της την κορόιδευαν, κι αυτή τους
κορόιδευε επίσης όταν κλείνανε πακέτα διακοπών σε τιμές ευκαιρίες και κατέληγαν
να μένουν σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα εκατό φορές μεγαλύτερα από την
πολυκατοικία της.
«Τι διακοπές είναι αυτές; Αφήνετε το ένα
διαμέρισμα, για να βρεθείτε σε ένα άλλο και μάλιστα μικρό; Δωμάτιο και
μπάνιο;».
Την ώρα που πήγε να διαλέξει τόπο
προορισμού στο site που μπήκε, θυμήθηκε τον φάκελο κλεισμένο πειθήνια στο
συρτάρι της. Δάγκασε μία χορταστική μπουκιά κι έκανε στην άκρη το φαγητό της.
Ανέβασε το φάκελο και τον ακούμπησε στο γραφείο. Τράβηξε στην άκρη το λάστιχο
που τον κρατούσε κλειστό και τον άνοιξε. Επάνω επάνω ήταν ένα ξεθωριασμένο
βιβλιάριο καταθέσεων από την Τράπεζα που αποταμίευε τα χρήματά του ο παππούς
της. Το άνοιξε. Τερζής Κυριάκος του
Κωνσταντίνου. Τερζή Αθηνά του Κωνσταντίνου.
Ξεφύλλισε το βιβλιάριο και είδε πως
τελείωνε σε ένα ποσό δραχμών. Πήγε να κάνει τη μετατροπή αλλά τότε πρόσεξε ένα
δεύτερο βιβλιάριο πιο πίσω. Το πήρε στα χέρια της. Τα ίδια πάλι ονόματα, μόνο
που τώρα οι σελίδες ξεκινούσαν από την μετατροπή των δραχμών σε Ευρώ.
Ημερομηνία μέσα στο Δύο χιλιάδες δύο. Κι από εκεί και πέρα υπήρχε μία συνεχής
κίνηση του λογαριασμού δύο φορές το χρόνο, με κάποια μικροποσά να προστίθενται
ως τόκοι. Στην τελευταία ενημέρωση το βιβλιάριο κατέληγε στο ποσό των ενενήντα
τριών χιλιάδων Ευρώ περίπου.
Το έκλεισε και το έβαλε στην άκρη. Από
πίσω υπήρχε το συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς που η ίδια είχε υπογράψει, καθώς
κα τα χαρτιά του σπιτιού. Τίτλοι κτημάτων. Και μέσα σ’ ένα φάκελο μια αρμαθιά
κλειδιά.
Όπως ήταν ανοιχτός ο υπολογιστής της,
μπήκε κι έγραψε σε μια μηχανή αναζήτησης το όνομα του νησιού. Και δίπλα
ακτοπλοϊκές συνδέσεις.
Δύο φορές την εβδομάδα από τον Πειραιά.
Ειδάλλως θα μπορούσε να μεταβεί σε ένα μεγαλύτερο νησί εκεί κοντά και από εκεί
να πάρει καραβάκι που ένωνε με το νησί της.
Νησί της. Χαμογέλασε. Έγινε και νησί της
τώρα, σκέφτηκε ειρωνικά. Έκλεισε τον φάκελο και τον ξαναέβαλε στο συρτάρι. Αντί
να γυρίσει όμως στη δουλειά της τράβηξε το πιάτο μπροστά της και συνέχισε να
μασουλάει. Έπειτα με δυο τρία διαδοχικά κλικ επέστρεψε στο site των
διακοπών κι έβαλε στην μηχανή αναζήτησης το όνομα του νησιού.
Ανακατευθύνθηκε σε μία σελίδα που το
αφορούσε και είδε από κάτω πληροφορίες που αφορούσαν τα αξιοθέατα, τη διαμονή
και το φαγητό.
Πάτησε πάνω στο ένθετο της διαμονής. Άλλη
σελίδα άνοιξε και είδε αναφορά σε τρία ξενοδοχεία όλο κι όλο.
Το ένα ήταν ένα πανέμορφο boutique hotel, από αυτά που ήθελες ένα μισθό σου
για να περάσεις δυο νύχτες. Και περιλάμβανε Jacuzzi στο δωμάτιο, πισίνες, άπλετους
χώρους με καλαίσθητη διακόσμηση. Πραγματικά στολίδια.
Το τελευταίο ήταν ένα παράξενο δείγμα
αρχιτεκτονικής. Έκανε ένα κλικ πάνω στο ξενοδοχείο για να αντικρίσει ένα παλιό
λευκό κτίριο, με μπαλκόνια και τρούλους στη στέγη. Μπροστά του μια πελώρια
βεράντα, απ’ όπου κατέβαινες κάτω με μια πλατιά πέτρινη σκάλα.
Καθώς έριχνε μια ματιά στο παλαιό τούτο
κτίσμα, διάβασε στα σχόλια πως διάφοροι επιφανείς άνθρωποι κατά καιρούς είχαν
φιλοξενηθεί στο ξενοδοχείο. Ανάμεσά τους κι ο Στρατής Μυριβήλης.
Η ιστοσελίδα του ξενοδοχείου ήταν παλαιωμένη κι αυτή. Μπήκε κι έριξε μια
ματιά στις φωτογραφίες. Πρόσεξε πως δεν μπορούσε να κάνει κράτηση ηλεκτρονικά
αλλά παρέθετε τηλέφωνο και ηλεκτρονική διεύθυνση για επικοινωνία.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που της τράβηξαν
την προσοχή ήταν μία από το αίθριο του
ξενοδοχείου. Μία εντυπωσιακή εσωτερική αυλή με μεγάλα λουλούδια, σκόρπιες
πολυθρόνες και ένα ανάκλιντρο ενώ η οροφή του στο ύψος της στέγης του κτιρίου
σκεπαζόταν από κυανοπράσινα ημιδιάφανα τζάμια, επιτρέποντας το φως να μπαίνει
άπλετο, φιλτράροντας όμως τις ανελέητες ακτίνες του μεσογειακού ήλιου.
Ξάφνου μία παρόρμηση, απ’ αυτές που δεν
ταίριαζαν στην ήρεμη και τακτοποιημένη ζωή της και μπήκε στο Outlook όπου επικολλώντας την ηλεκτρονική
διεύθυνση του ξενοδοχείου ως παραλήπτη, τους απέστειλε ένα μήνυμα ρωτώντας τους
για διαθεσιμότητα ανάμεσα στις δέκα και στις τριάντα Ιουνίου. Η άδεια της ήταν
προγραμματισμένη και ως συνήθως δεν είχε κανονίσει τίποτε. Το πολύ πολύ να
πεταγόταν στην Αίγινα όπως συνήθιζε τα τελευταία χρόνια. Αφού έστειλε το μήνυμά της, μάζεψε το πιάτο
της και γύρισε στη δουλειά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου