Τα εγκαίνια πέρασαν και η ζωή στο
ξενοδοχείο άρχισε να βρίσκει το ρυθμό της. Έναν ρυθμό που θα το ακολουθούσε στη
μετέπειτα του ζωή σαν πολύβουο μελίσσι θαρρείς, αλλά με την ηρεμία ορχήστρας στα
χέρια έμπειρου μαέστρου.
Ο Μάνος ζούσε τις ημέρες του εκεί λες και
έσερνε τα πόδια του καθώς περπατούσε. Έσερνε τα πόδια, τράβαγε το χρόνο πίσω. Ο Θράσος μπορούσε σχεδόν να νιώσει την
απροθυμία του να τελειώσει τις δουλειές και να αποδεχθεί πως έφτασε η ώρα της
αναχώρησής του.
Έλεγξε τις εργασίες στον κήπο, κάποια
φυτά που έπρεπε ακόμη να τοποθετηθούν, γωνίες να δημιουργηθούν. Στο τέλος δεν
άντεξε. Άρχισε να ανησυχεί πώς θα άρχιζε να ξεθάβει τα φυτά για να τα φυτέψει
ακριβώς μια σπιθαμή πιο πέρα.
Τον πλησίασε την ώρα που είχε τελειώσει
με τρία ροδόδεντρα. Ήταν γονατισμένος και με τα χέρια του σκέπαζε απαλά τα ριζά
τους με χώμα, λες και χάιδευε μικρό παιδί. Κάθισε δίπλα του.
«Φοβάσαι να φύγεις Μάνο», ψιθύρισε λες
και ανησυχούσε μην τον τρομάξει η φωνή του.
Εκείνος συνέχισε να περνάει απαλά τα
χέρια του πάνω από το χώμα. Ο Θράσος περίμενε.
«Δεν περίμενα ποτέ να είμαι με κάποιον άνθρωπο και να μη χρειάζεται να
κρατώ την ανάσα μου. Να μην χρειάζεται να μιλήσω, να εξηγήσω. Να κυλά κάθε
στιγμή, κάθε μέρα αβίαστα, σα να ήταν προορισμένη η ζωή μου γι’ αυτό ακριβώς».
Ο Θράσος χαμογέλασε σ’ ένα χαμόγελο που
ξεκίνησε και τελείωσε στα μάτια του.
«Και τι θα αλλάξει τώρα πιστεύεις;».
Ο Μάνος δεν τον κοίταζε. Το βλέμμα του
έμενε προσηλωμένο σε κάθε σβώλο χώμα.
«Δε θ’ αλλάξει τίποτε Μάνο. Έτσι νομίζω.
Δε μου φαίνεται πιθανό να ξαναβρώ έναν άνθρωπο που με γνώριζε πριν ακόμη με
συναντήσει. Είτε φύγεις, είτε όχι, θα σε κουβαλάω».
Ο Μάνος έμεινε για λίγο ακόμη ακίνητος κι
έπειτα συνέχισε να στρώνει το χώμα.
Όταν σηκώθηκε κάποια στιγμή, πήγε να
πλυθεί. Ο Θράσος ήταν στο δωμάτιό του καθισμένος στην φαρδιά εσοχή του
παραθύρου. Κοιτούσε τον κήπο.
Βγήκε από το μπάνιο και ακούμπησε στο
σώμα του με τις σταγόνες να τρέχουν απ’ το λιγνό κορμί του. Ο Θράσος έγειρε πίσω και αφέθηκε επάνω του.
Έμειναν έτσι λίγη ώρα, λες και μπορούσε η
σωματική επαφή να τους φορτίσει σα μπαταρία με την ενέργειά της, μια ενέργεια που
θα τους ακολουθούσε, θα τους στήριζε και θα τους συντρόφευε.
Η ένωσή τους δεν ήταν σαρκική. Το ένιωσαν
από την αρχή αλλά ίσως η απόγνωση του χωρισμού να τους έκανε πρώτη φορά να το
συνειδητοποιήσουν. Ήταν λες και έβγαιναν από τα επίγεια σώματά τους και έμπαιναν
σε άλλη διάσταση όπου αιωρούνταν άστρα και διάττοντες αστέρες, χρωματιστά
ουράνια σώματα και περιφέρονταν σ’ ένα φωτεινό σκοτάδι. Και οι δυο τους
απελευθερωμένοι από τα δεσμά του γήινου σώματός να αιωρούνται σα να χορεύουν στο απέραντο
σύμπαν.
Ο Θράσος έκλεισε τα μάτια και
ήξερε ότι η ένωσή τους αυτή ήταν ιερή, μυστήριο ή μεταφυσικό κοσμικό συμβάν.
Και δε φοβήθηκε όταν άνοιξε τα μάτια και χάθηκε μέσα στα ζεστά υγρά μάτια του
Μάνου. Ήξερε πια κι εκείνος πως αυτό που μοιράζονταν δεν μπορούσε να μείνει
δέσμιο ούτε του τόπου ούτε του χρόνου. Θα τους συνόδευε και στις επόμενές τους
ζωές.
Δεν σηκώθηκαν εκείνη την ημέρα καθόλου.
Τους βρήκε το χάραμα σα να τους είχε ξεβράσει τρικυμία αποκαμωμένους σε έρημη
ακτή.
Πρώτος σηκώθηκε ο Θράσος. Πλύθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Ωσότου να πλυθείς θα μας έχω ετοιμάσει
πρωινό».
Ο Μάνος ένεψε αρνητικά.
«Το πένθος δεν ταιριάζει εδώ», του
χαμογέλασε.
Μετά από λίγη ώρα ακουμπούσε το φορτωμένο
δίσκο στο περβάζι του παραθύρου αφού πρώτα άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα να
υποδεχτεί την πρωινή καθάρια δροσιά.
Έκατσαν σιωπηλοί παίρνοντας το πρωινό
τους. Είχαν την αίσθηση ότι άκουγαν ακόμη και τις σταλαγματιές της δροσιάς να
χύνονται από κάθε ροδοπέταλο και φύλλο.
Έμειναν έτσι, ήρεμοι, συντροφεμένοι να
αντικρίζουν θαρρείς έναν καινούριο κόσμο που ανοίγονταν μπροστά τους. Έναν
κόσμο που για πρώτη φορά έμοιαζε να τους χωράει.
Το καράβι σάλπαρε ακριβώς στις δέκα και
ο Θράσος έμεινε να το κοιτά να απομακρύνεται. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι
στιγμές αυτές θα ήταν ατελείωτες, όπως και οι στιγμές που θα το υποδέχονταν.
Όμως από εκείνη την πρώτη φορά ήξερε πως
η ζωή αυτή που του χαρίστηκε ήταν πολύ παραπάνω από αυτήν που είχε ποτέ του
τολμήσει να ελπίσει.
Η Ραλλού πρόσεξε την Αθηνά καθώς τα νερά έτρεχαν ακόμη πάνω της και τα ρούχα
της ήταν μέσα στα χώματα.
Όταν κατάλαβε ποια ήταν αναρωτήθηκε αν ήταν συγγενής της, έτσι που τα είχε φέρει η
ζωή. Αν η Αναστασία της ήταν η κόρη του Κυριάκου, ο πατέρας της μικρής θα ήταν
ετεροθαλής αδερφός της. Επομένως θα είναι ανιψιά από ετεροθαλή αδερφό της κόρης
της. Ή εγγόνι;
Δεν την απασχόλησε περισσότερο το θέμα.
Αυτά ήταν ψιλά γράμματα για την Ραλλού. Η Αθηνά ήταν εγγονή του Κυριάκου, αυτό
της ήταν αρκετό. Και την παρακολουθούσε με μάτι άγρυπνο πίσω από τα σκούρα
γυαλιά της από την πρώτη στιγμή σχεδόν. Παρακολουθούσε κάθε της κίνηση και κάθε
της κουβέντα με το Θράσο και το Μάνο, κυρίως μέσα από τα αυτιά της συνοδού της
που άκουγε τα πάντα χωρίς να δίνει κανείς σημασία στην άχρωμη παρουσία της.
Ήξερε πως η μικρή είχε έρθει από μακριά
να αντιμετωπίσει μια κληρονομιά που πρέπει να της ήταν ξένη. Όμως τώρα οι
κεραίες της είχαν υψωθεί καθώς έμοιαζε να υπάρχει κάτι παραπάνω να
αντιμετωπίσει. Έπρεπε να έχει τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοιχτα.
Όχι πως είχε τίποτε να φοβάται τώρα πια.
Ούτε αυτή ούτε ο Νικόλας. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει. Αυτή κόντευε τα ογδόντα
και ο Νικόλας ακολουθούσε. Και όταν φτάνεις στην ηλικία που μπορεί να μην
υπάρχει αύριο, έχεις μάθει πια να απολαμβάνεις τη στιγμή. Οι φόβοι και οι
ανησυχίες ανήκαν στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Θυμόταν σαν χθες τη στιγμή που ο Κωστής ο
Στρατάκης είχε φέρει για πρώτη φορά το Νικόλα στο γραφείο. Ο Νικόλας ήταν
χλωμός σα νεκρός και η Ραλλού ήξερε πως η στιγμή πρέπει να ήταν μαρτυρική γι’
αυτόν.
«Άσε μας κυρ Κωστή. Θα τα βρούμε εμείς».
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και βιάστηκε
να του γεμίσει ένα ποτήρι με γλυκιά βυσσινάδα της Λενιώς.
«Πιες το», του είπε απαλά.
Ο Νικόλας έμεινε για λίγο ασάλευτος
μπροστά της κι εκείνη τον άγγιξε απαλά στους ώμους και τον κάθισε σε μια
καρέκλα. Έπειτα έπιασε το ποτήρι, το έβαλε εμπρός του και του ένευσε. Το πήρε
και το κατέβασε μονορούφι.
Είδε λίγο χρώμα ν’ ανεβαίνει στα μάγουλά
του κι άρχισε ν’ ανασαίνει. Κάθισε απέναντί του.
«Νικόλα. Γι’ αυτό που έγινε δε θα
μιλήσουμε ποτέ, εκτός κι αν το ζητήσεις εσύ. Αλλά θα μιλήσουμε γι’ αυτά που θα
γίνουν από ‘δω και πέρα», έκανε αποφασιστικά με ήρεμη φωνή και κατάφερε να τον
κάνει να την κοιτάξει.
«Κανείς δε θα τολμήσει ποτέ του να
πειράξει ούτε εσένα, ούτε την αδερφή σου ή τους γονείς σου. Μια τρίχα σου να
πειραχτεί, θα έχουν να κάνουν μαζί μου. Θα τελειώσεις το γυμνάσιο και θα κάνεις
ότι αγαπάς. Κι η Φωτεινούλα. Θα έχεις τους γονείς σου. Θα έχεις κι εμένα. Δεν
υπάρχει τίποτε να σου σταθεί εμπόδιο πια. Κι όποτε έχεις χρόνο θα έρχεσαι να με
βοηθάς στο γραφείο. Θα πληρώνεσαι, κι έτσι θα βοηθάς και το σπίτι σου. Αλλά αλίμονο
σου έτσι και αφήσεις το σχολείο σου. Με κατάλαβες;».
Ο Νικόλας κούνησε το κεφάλι, ανίκανος να
πει οτιδήποτε. Η Ραλλού σηκώθηκε και του ένευσε να την ακολουθήσει.
«Η γραμματέας μου είναι λίγο απρόσεκτη.
Χρειάζομαι έναν άνθρωπο να καταχωρεί ορθά τις αγορές, τα έξοδα. Έλα, κάθισε
εδώ, θα σου δείξω».
Ακούμπησε ένα μεγάλο βιβλίο σε ένα μικρό
γραφειάκι, δεξιά της κάτω από ένα παράθυρο. Έφερε δίπλα του μία στοίβα
τιμολόγια. Έπιασε ένα στο χέρι της, το τρύπησε και το έβαλε σε ένα ανοιχτό ντοσιέ.
Έπειτα του έδειξε πως ήθελε να το καταχωρεί στο βιβλίο.
«Ότι σε δυσκολέψει, ότι χρειαστείς, θα με
ρωτήσεις», του είπε και τον άφησε διακριτικά.
Ο Νικόλας ξεκίνησε και χάθηκε μέσα στα
τιμολόγια. Κι ήταν λες κι αυτή η τάξη και η τυπικότητα να μάζεψαν σιγά σιγά το
χάος που επικρατούσε στην ψυχή του.
Το ήρεμο χέρι της Ραλλούς πάνω στον ώμο
του και η χαμηλή φωνή της σήκωσαν για πάντα το βάρος που απειλούσε να λιώσει
την ψυχή του.
Και στα χρόνια που έμελε να ‘ρθουνε τα
βάρη όλα τα αντιμετώπισαν μαζί.
Η Αθηνά κοιμήθηκε έναν ύπνο
βαθύ που την εξόντωσε αντί να την ξεκουράσει. Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα το
κορμί της άχνιζε θαρρείς από τον ιδρώτα και το στόμα της ήταν στεγνό.
Έσυρε με κόπο τα πόδια της από το κρεβάτι
και οδήγησε το κυρτωμένο σώμα της στο μπάνιο. Άφησε το νερό της βρύσης να
τρέχει, έσκυψε και με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, άφησε το στόμα της να ενωθεί
με το νερό.
Άλλο κυλούσε μέσα της σβήνοντας μια
αρχέγονη δίψα κι άλλο διέτρεχε το δέρμα της μουσκεύοντας το λαιμό και το στήθος.
Έπειτα μπήκε κάτω από το ντουζ και άφησε
το κρύο νερό να κυλήσει επάνω της, ξυπνώντας
βίαια τις αισθήσεις.
Βγήκε, αφήνοντας ένα υγρό αυλάκι στο πέρασμά της και πήγε και στάθηκε μπροστά
στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Έσπρωξε τα ξύλινα σκίαστρα κάνοντας ένα βήμα προς
τα πίσω για να μην είναι ορατή από το δρόμο.
Σε λίγο ντυμένη με μπλε μακό και τζην κατέβαινε στην τραπεζαρία. Άρχισε να
πίνει τον καφέ της δυνατό και σκέτο. Ένα ζευγάρι μάτια την παρακολουθούσαν.
Η Αθηνά είχε καθίσει δίπλα σε ένα
παράθυρο και στραμμένη προς το δρόμο με τα μαύρα γυαλιά της να σκεπάζουν τα
σκαμμένα από την κούραση μάτια της δεν έβλεπε τίποτε από το χώρο πίσω της.
«Δε νομίζω ότι ένα άδειο στομάχι που το
δηλητηριάζεις με αυτό το μαυροζούμι θα δώσει λύση σε οτιδήποτε».
Τινάχτηκε καθώς δεν είχε ακούσει την Ραλλού
να πλησιάζει. Και δεδομένου του μπαστουνιού αλλά και της ηλικίας της που επέβαλλαν ένα
αργό και με δυσκολία βήμα, ήταν πράγματι παράδοξο που δεν την αντιλήφθηκε. Προσπαθώντας
να ανακτήσει την αναπνοή της δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθώς η Ραλλού τραβούσε
προσεκτικά την καρέκλα δίπλα της και έπαιρνε θέση.
Ήταν πολύ μπερδεμένη επίσης για να
καταλάβει πως έκανε με τα μάτια της νεύμα στο σερβιτόρο και δεν κατάλαβε καν τι
οδηγίες του έδωσε όταν έφτασε στο τραπέζι τους. Η Ραλλού γέμισε το άδειο ποτήρι
με νερό από την κρυστάλλινη κανάτα και το απίθωσε εμπρός της.
Η Αθηνά το σήκωσε και κατέβασε μερικές
βαθιές γουλιές. Μέχρι να βρει η αναπνοή της ξανά ρυθμό, μπροστά της απίθωσαν ένα πιάτο με μιαν αφράτη
ομελέτα. Τα μάτια της γέμισαν δυσπιστία και ύψωσε το βλέμμα για να συναντήσει
το σταθερό και ήρεμο βλέμμα της Ραλλούς.
«Ένα γεμάτο στομάχι θα σε κάνει να δεις
τα πάντα με καθαρό βλέμμα. Θα δεις όλα θα μπούνε στη θέση τους.
Η Αθηνά έκοψε ένα κομμάτι ψωμί. Της έκανε
εντύπωση η γεύση του, ήταν λίγο ξινό, μα της δημιουργούσε μια παράξενη αίσθηση
πληρότητας. Έπειτα έκοψε άλλο ένα, έκοψε κι ένα κομμάτι ομελέτας με το πιρούνι
της και τα έφερε και τα δυο στο στόμα.
Άρχισε να τρώει αργά νιώθοντας μιαν
απροσδόκητη αίσθηση ανακούφισης καθώς το φαγητό κατέβαινε στο στομάχι της. Στην
αρχή η παρουσία της Ραλλούς της δημιουργούσε αμηχανία. Δεν κατάλαβε πότε η παρουσία
συρρικνώθηκε, καθώς εκείνη έπινε τον
καφέ της κοιτάζοντας τη γραμμή του πελάγους έξω.
Ήρεμη πια, έσπρωξε το πιάτο λίγο πίσω,
απολαμβάνοντας την ψυχραιμία που είχε αρχίσει να απλώνεται στο είναι της και
άρχισε να συνέρχεται από το σοκ.
«Έμοιαζες σα να είχες δει φάντασμα όταν
κατέβηκες σήμερα», ακούστηκε η φωνή της Ραλλούς.
«Μπορεί και να είδα», απάντησε η Αθηνά.
Το
πλοίο έφτανε στον Πειραιά και ο Θράσος, σε αντίθεση με τον κόσμο που είχε
στριμωχτεί στην κοιλιά του για να ξεχυθεί στην προκυμαία, στεκόταν πάνω στο
κατάστρωμα.
Το βλέμμα του χτένιζε το πλήθος κάτω,
έτοιμο κι αυτό να ορμήσει για επιβίβαση,
ικανό να ποδοπατηθεί με όσους
επιχειρούσαν την αντίθετη διαδρομή.
Παρακολουθούσε αμέτοχος. Όμοιος
μ’ ένα κοπάδι πρόβατα ήταν πάντα τούτος ο λαός. Αν ένα ξεκινούσε να βουτήξει στο
νερό, όλο το κοπάδι θα πνιγόταν στο κατόπι του.
Ήταν Κυριακή απόγευμα και κατέβαινε για
λίγες ημέρες να ενημερωθεί για τον νέο τρόπο λογιστικής απεικόνισης των βιβλίων
τους. Θα έμενε στο κεντρικό ξενοδοχείο της αλυσίδας τους. Είχε πολύ καιρό να
κατέβει στον Πειραιά και από το κατάστρωμα χάιδευε τώρα με το βλέμμα το γνώριμο τοπίο.
Η μέρα ήταν φωτεινή, το καλοκαίρι
κόντευε. Ρουφούσε την αλμύρα, ατένιζε το αττικό τοπίο. Απρόθυμα σκέφτηκε πως
έπρεπε να κατεβεί.
Είχε γράψει του Μάνου την προηγούμενη
εβδομάδα. Δεν ήθελε να του δώσει την πιεστική αίσθηση πως περίμενε κάτι από την
έλευσή του στην Αθήνα. Έτσι του έγραψε
ένα ήρεμο μακροσκελές γράμμα για τη ζωή στο ξενοδοχείο. Του περιέγραψε τους
πελάτες και τις παραξενιές τους. Του μίλησε για εκείνον τον πελάτη που ήθελε να
του βγάλουν το στρώμα από το κρεβάτι και να του φτιάξουν μια αυτοσχέδια
κατασκευή από σανίδες, γιατί μόνο σε τέτοια μπορούσε να κοιμάται. Κι όσο οι
δυστροπίες του δεν έβρισκαν ανταπόκριση, τόσο προσπαθούσε να τους πείσει για τα
οφέλη του ύπνου σε σκέτο ξύλο.
Μέχρι που η Θεανώ στην κουζίνα κόντεψε να
τον στείλει κακήν κακώς από εκεί που ήρθε.
Στο τέλος, λες και του μιλούσε για κάτι
τόσο αδιάφορο όσο ο καιρός του ανέφερε για το επικείμενο ταξίδι του. Του έδωσε
αχνές μα σαφείς λεπτομέρειες και ένιωθε να
κατατρώγει την καρδιά του ένα ύπουλο σκουλήκι.
Αυτός ήταν που είχε βρει το κουράγιο να
εμψυχώσει τον Μάνο όταν είχε φτάσει το τέλος της δουλειάς του στο ξενοδοχείο.
Μα τώρα η αμφιβολία τον βασάνιζε.
Κατέβηκε αργά από το κατάστρωμα. Στάθηκε
στην άκρη όπου χρειαζόταν για να τον προσπεράσει το πλήθος που ανέβαινε στο
πλοίο. Πάτησε το πόδι του στη στεριά. Κρατώντας τη μικρή βαλίτσα στο χέρι, άνοιξε το βήμα και κατευθύνθηκε
εκτός λιμανιού.
Δεν πρόσεξε τη φιγούρα που στεκόταν
ακίνητη σε μιαν άκρη, εκεί που ξεκινούσε ο δρόμος, παρά μόνον όταν έφτασε
μπροστά της.
Ο Μάνος ακίνητος είχε ακουμπήσει τα
γεμάτα λαχτάρα μάτια του επάνω του, ρουφώντας αχόρταγα την εικόνα του. Μια
εικόνα που έτσι κι αλλιώς είχε φέρει μαζί του από το νησί και τον συντρόφευε
συνέχεια.
Πέτρωσε σαν τον αντίκρισε. Όταν τα
βλέμματά τους συναντήθηκαν, ήξερε πως δεν ήταν όνειρο αυτό που είχαν μοιραστεί,
ούτε αποκύημα της φαντασίας του.
Ο Μάνος έσκυψε, πήρε την μικρή βαλίτσα και βάδισαν προς τον ηλεκτρικό δίπλα
δίπλα.
«Νικόλα, δεν μπορώ να βρω την παραγγελία
του Δελημύτη», ακούστηκε η φωνή της Ραλλούς από το γραφείο.
Ο Νικόλας χαμογέλασε και σίμωσε στο
γραφείο της. Ανακάτεψε τα χαρτιά που ήταν απλωμένα μπροστά της και τράβηξε ένα
κιτρινισμένο χαρτί προς το μέρος του. Του έριξε μια ματιά και της το έτεινε.
Το πήρε αμίλητη στα χέρια της κάνοντας
κόπο να μην χαμογελάσει. Έπειτα το ακούμπησε πάνω στην υπόλοιπη στοίβα και τον
κοίταξε.
«Οι εργάτες σχόλασαν. Πάμε να πιούμε ένα
ουζάκι στον ταρσανά;».
Της έγνεψε καταφατικά και τρύπωσε στο
μικρό κουζινάκι. Γέμισε δυο ποτήρια με πάγο, πήρε και το μικρό μπουκάλι με το
Πλωμάρι και την περίμενε στην πόρτα.
Προχώρησαν ανάμεσα στα κτίρια και τις
αποθήκες, ανάμεσα σε κουφάρια καϊκιών και κάθισαν στην ακροθαλασσιά. Η Ραλλού
κράτησε τα ποτήρια κι ο Νικόλας έσταξε το
κρυσταλλένιο υγρό από το μπουκάλι.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά εδώ και ώρα κι
έπαιρνε να γέρνει. Ήταν ένα πνιγηρό από τη ζέστη απόγευμα. Το παγωμένο ποτό
ήταν ευπρόσδεκτο στα σωθικά τους και η γλύκα που μούδιασε τα μέλη τους
ανακατεύτηκε με τη γλύκα του απογεύματος. Το ρόδινο φως τους τύλιξε, η αψιά από
τη θαλασσινή αύρα άρχισε να κυλά μέσα στις φλέβες τους.
«Προσπαθώ να σου δείξω πως δεν μπορώ να
τα βγάλω πέρα χωρίς εσένα», ψιθύρισε η Ραλλού έπειτα από ώρα γαλήνιας σιωπής.
«Το ξέρω», της απάντησε ο Νικόλας.
Η ώρα συνέχισε να κυλά μες τη σιωπή. Μόνο
τ’ αγέρι ψιθύριζε με το απαλό κυμάτισμα.
«Όμως θέλω να μου υποσχεθείς πώς τώρα που
παίρνεις και το πτυχίο σου, θα κάνεις ότι λαχταράς πραγματικά. Υποσχέσου το
Νικόλα, αλλιώς θα με κάνεις δυστυχισμένη. Δυστυχισμένη σα μάνα που βλέπει το
παιδί της να μην εκπληρώνει τα όνειρά του».
Γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας.
Εκείνος έσφιξε τα χείλη για να μην προδώσει το τσίμπημα που ένιωσε στο άκουσμα
της λέξης «μάνα». Σε κλάσμα δευτερολέπτου της απάντησε ήρεμος.
«Το υπόσχομαι. Με έναν όρο».
«Ότι θες», του αντιγύρισε με ανακούφιση.
«Θα μ’ ακούσεις σ’ αυτό που έχω να σου
πω».
Του ένευσε καταφατικά και ακούμπησε τον
ώμο του. Έβλεπε το καθάριο βλέμμα του, πιο καθαρό απ’ τα νερά και αναρωτιόταν
που βρήκε τη δύναμη να προσπεράσει το κακό που είχε χιμήξει επάνω του.
Ένας άγγελος σκέφτηκε, ήταν ένας άγγελος
και τα επίγεια δεν είχαν τη δύναμη να τον βλάψουν.
Τον κοίταξε ερωτηματικά περιμένοντας αυτό
που είχε να της πει. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή.
«Δε θέλω τίποτε άλλο απ’ το να δουλέψω
στο ναυπηγείο. Δεν είναι από υποχρέωση. Είναι το μόνο μέρος που θέλω να
βρίσκομαι».
Του χαμογέλασε, αλλά η αμφιβολία δεν την
εγκατέλειψε.
«Μου έλειψες Νικόλα, κάθε χρόνο που
έφευγες μου ήταν δυσκολότερο να σε περιμένω. Εγώ όμως θα το ξαναπώ, όποια
στιγμή νιώσεις πως κάτι άλλο θέλεις να κάνεις, θα είμαι δίπλα σου. Όσο κι αν
λαχταρώ κάθε χρόνο τις διακοπές για να δουλεύουμε μαζί. Μου είσαι απαραίτητος,
όχι επειδή δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μονάχη, αλλά επειδή δεν θέλω να τα βγάζω
πέρα μονάχη», χαμογέλασε απολογητικά.
Ο Νικόλας γέλασε πλατιά όταν της είπε.
«Ετοιμάσου να βαρεθείς να με βλέπεις
λοιπόν».
Όταν τα βλέμματά τους χωρίστηκαν
αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε ποτέ τη δύναμη να της πει όσα πραγματικά λαχταρούσε.
Ήταν κοντά έντεκα το πρωί όταν η Αθηνά
βουτούσε για τρίτη φορά στην πισίνα. Ήταν ένα ζεστό και γλυκό πρωινό, άπειρα
γαλήνιο, από αυτά που θαρρείς πως ο χρόνος αποφάσισε να σταθεί σε έναν τόπο και
να μην προχωρήσει τη μέρα εκείνη. Σα σκόνη αχνόλευκη είχε σταθεί πάνω από το
νησί, με τα σωματίδια του να αιωρούνται παιχνιδίζοντας με το φως του ήλιου.
Σε τούτο το πρωινό που ήταν μια μαύρη
τρύπα μέσα στο χρόνο που συνήθως έτρεχε και χάνονταν, το μόνο που έμοιαζε
αεικίνητο ήταν η Αθηνά.
Ήταν η μοναδική φορά στις τόσες ημέρες στο ξενοδοχείο που επισκέπτονταν την πισίνα
του. Ούτε καν θα το ήξερε πως υπήρχε αν δεν πρόσεχε δυο νεαρά ζευγάρια να
τραβούν προς την πίσω μεριά του με μαγιώ και σαγιονάρες.
Έτσι εδώ και δύο ώρες σχεδόν βουτούσε και
έβγαινε από τα νερά της. Στη συνέχεια άραζε στην ξαπλώστρα και πριν προλάβει να
στεγνώσει ξαναβουτούσε κι έκανε δυο γύρους πέρα δώθε. Φύσαγε και ξεφύσαγε
ανήσυχη, κι ένιωθε ένα αόρατο χέρι να την σπρώχνει να κάνει κάτι που ένιωθε πως
όφειλε να κάνει κι άλλα δυο χέρια να κλείνουν τα αυτιά της για να μην ακούει τη
φωνή που φώναζε μέσα στο κεφάλι της.
«Τράβα στην αστυνομία!».
Βούτηξε ξανά με το κεφάλι κι ένιωθε να
αντιστέκεται με δυσκολία στην πρόκληση του να το χτυπήσει στον πάτο της πισίνας
για να σταματήσει το βουητό μέσα του. Βγήκε στην επιφάνεια, πιάστηκε από τα
τοιχώματά της. Τίναξε το κεφάλι και βλέποντας τις ακτίνες να παιχνιδίζουν
ανάμεσα στις πευκοβελόνες, έμεινε έτσι για λίγο με το κεφάλι γερμένο πίσω και
τα νερά να κυλούν.
Έπειτα έβαλε δύναμη στα χέρια και βγήκε.
Πήρε την πετσέτα από την ξαπλώστρα και
έτριψε με δύναμη τα μαλλιά της, μέχρι που σχεδόν στέγνωσαν. Σκούπισε το σώμα
της, φόρεσε το μακρύ μακό φανελάκι και τράβηξε για το δωμάτιό της.
Στη βεράντα η κυρία Ραλλού καθόταν σε μια
σκιερή γωνιά με τη συντροφιά ενός ψιλόλιγνου άντρα που το γωνιώδες πρόσωπό του
τύλιγε ένα στεφάνι από λευκά μαλλιά. Το γαλήνιο παρουσιαστικό του τράβηξε την
προσοχή της και χαιρέτισε το ζευγάρι μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού.
Εκείνος ακούμπησε το βλέμμα επάνω της λες και ήθελε να την μετρήσει.
Η Αθηνά κοντοστάθηκε κι έπειτα ταραγμένη
μην μπορώντας να εξηγήσει την συμπεριφορά της, αποτραβήχτηκε αμήχανα στο
εσωτερικό του ξενοδοχείου. Η δροσιά του ψηλοτάβανου κτιρίου ανακούφισε κάπως τα
πυρωμένα της μάγουλά.
Οι
μέρες που πέρασε ο Θράσος στην Αθήνα χαράχτηκαν στο μυαλό του σαν την πρώτη
φορά που επισκεπτόταν την πόλη. Παρά τα
χρόνια των σπουδών του ήταν η πρώτη φορά που πραγματικά την περιδιάβαινε με τα
μάτια ανοιχτά.
Σκέφτηκε πως έφταιγε το ασταμάτητο
τρέξιμό του στις σπουδές, η μια δουλειά μετά την άλλη και το πιότερο απ’ το
βράδυ του αφιερωμένο στο διάβασμα που τον οδήγησε να είναι λες ένας ξένος που
πρώτη φορά έβλεπε τα τόσα θαύματα μπροστά του.
Είχε ανέβει στην Ακρόπολη. Είχε
επισκεφτεί και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Ήταν στα πλαίσια των σπουδών τους
και κάθε τόσο τους ανέβαζαν σε ένα λεωφορείο και τους γνώριζαν τα αξιοθέατα.
Μα
πως ήταν δυνατόν να μην έχει προσέξει πως η Ακρόπολη βρισκόταν στην κορυφή ενός
λόφου σπαρμένου με πυκνόκτιστα λευκά κυκλαδίτικα σπίτια; Πως δεν εξερεύνησε
κάθε στενό της Πλάκας;
Πως δεν ξάπλωσε ποτέ πάνω στο πυκνό
χορτάρι στην αρχαία αγορά, κάτω απ’ τον
ίσκιο μιας ελιάς;
Ως νωρίς το απόγευμα το κεφάλι του γέμιζε
με λογιστικές απεικονίσεις και τήρηση βιβλίων. Ο Μάνος τον περίμενε κάθε μέρα
στις τέσσερις στη γωνία έξω από το ξενοδοχείο.
Ξεκινούσαν μ’ ένα σάντουιτς και καφέ στου
Ζώναρς κι από εκεί τρύπωναν στην Αιόλου,
φτάνανε στην Πλάκα και περιδιάβαιναν στα στενά.
Άλλοτε στον Εθνικό κήπο και στο Ζάππειο.
Ανηφόριζαν τα στενά στο Κολωνάκι και
ανέβαιναν στο Λυκαβηττό, χάνονταν στα Εξάρχεια και τριγύριζαν από την Αθήνα του
περασμένου στην αστική Αθήνα που απλώνονταν περήφανα.
Το δείλι κατηφόριζαν για το σπίτι του
Μάνου που ήταν σε μια καταπράσινη αυλή στην Πλάκα, ο πάνω όροφος από μια παλιά
διπλοκατοικία που είχε γίνει ενοικιαζόμενα δωμάτια γύρω από την εσωτερική αυλή.
Κάθονταν στο μπαλκόνι τους, ένιωθαν πίσω
τους τον ίσκιο της Ακρόπολης, αγέραστο, αιώνιο και αέναο. Η νύχτα τους
συναντούσε αμίλητους δίπλα δίπλα και τους τύλιγε στα πλοκάμια της.
Τα χαράματα ένα αηδόνι που είχε κάνει
σπιτικό του την διπλανή φλαμουριά έμπαζε το τραγούδι του από το ανοιχτό
παραθύρι.
Ξυπνούσαν νωχελικά ο ένας στην αγκαλιά
του άλλου κι έπειτα από ολιγόλεπτο συνωμοτικό χουζούρι πετάγονταν επάνω κι
ετοιμάζονταν.
Παρακάτω έπαιρναν ένα κουλούρι από το
φούρνο που συναντούσαν στο δρόμο τους και λίγα στενά πιο πέρα χώριζαν και
τραβούσε ο καθένας στη δουλειά του.
Η Αθηνά ντυμένη και στεγνή κατέβαινε αργά
και ήρεμη πια τα σκαλιά του ξενοδοχείου. Κάτι που είναι να γίνει ας γίνει
σκεφτόταν και απορούσε με τον εαυτό της για την αναστάτωση που της είχε
προξενήσει η απροσδόκητη τούτη ανακάλυψή της.
Τι την έκοφτε αν το νησί ξερνούσε
σκελετούς ολούθε από τα σπλάχνα του; Γιατί ταράχτηκε;
Προχώρησε, διέσχισε τη ρεσεψιόν και βγήκε
στη βεράντα. Ακούμπησε με την παλάμη την πλάτη του σακιδίου της για να
βεβαιωθεί πως τα χαρτιά που ήθελε βρισκόταν μέσα. Μετά νευρίασε πάλι με τον
εαυτό της γιατί κατάλαβε πως ακόμη και τώρα ήταν αναστατωμένη.
Ενοχλημένη έκανε να προχωρήσει, αλλά τότε
πρόσεξε την κυρία Ραλλού που συζητούσε χαμηλόφωνα με την ίδια ακόμη παρέα στο
ίδιο τραπέζι, να σηκώνεται αργά και να κοιτά προς τη μεριά της.
Η Αθηνά ένευσε θέλοντας να απομακρυνθεί,
μα ένα τίναγμα του χεριού της Ραλλούς
την έκανε να σταματήσει. Όταν την είδε να προχωρά αργά προς το μέρος της δεν
είχε άλλη επιλογή παρά να την πλησιάσει.
«Καλημέρα και πάλι. Θα θέλατε κάτι;».
Η Ραλλού της έκανε νόημα να καθίσει. Η
Αθηνά αισθάνθηκε τον πανικό να υψώνεται μέσα της καθώς έμοιαζε κάθε προσπάθειά
της από το πρωί να κάνει ένα και μόνο πράγμα, να πηγαίνει στο βρόντο.
«Θα ήθελα πολύ να καθίσω μαζί σας αλλά
πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσω κάποια δουλειά. Δεν μπορεί να περιμένει;».
«Όλα μπορούν να περιμένουν παιδί μου.
Υπάρχουν πράγματα που περιμένουν θαμμένα εξήντα και βάλε χρόνια. Τα πάντα
μπορούν να περιμένουν».