Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

13ο κεφάλαιο



      Η Ραλλού κατέβηκε από το καράβι δίνοντας το χέρι και το μάγουλο σε όποιους της το έτειναν. Πρόσωπα δεν έβλεπε μπροστά της. Τα μάτια της τα κάλυπτε ένα θολό πέπλο.
      Η Εριφύλη μπροστά της αγέρωχη χαιρετούσε όσους έπρεπε να χαιρετήσει, αγνοώντας εντελώς την παρουσία της. Δεν θεώρησε καν απαραίτητο να γνωρίσει η κόρη της τον Δημήτρη Μαλτέζο και η απάθεια της κόρης της την βόλευε όσο τίποτε άλλο.
      Το Λενιώ από την άλλη που επέβλεπε την μεταφορά των προικιών είχε το μάτι άγρυπνο επάνω στην Ραλλού. Ένιωθε πως ζούσε έναν εφιάλτη, μόνο που όσο περνούσε ο καιρός σταμάτησε να ελπίζει πως θα ξυπνήσει.
      Τους ανέβασαν σε άμαξες και τους μεταφέρανε στο πολυτελές διαμέρισμα που είχε ετοιμαστεί για  το νεαρό ζευγάρι.
      Ήταν στην πλατιά παραλιακή οδό που ήταν κατάμεστη από αρχοντικά στη σειρά. Ήταν στο δεύτερο και στον τρίτο όροφο ενός αρτ νουβό κτιρίου και η μόνη που το θαύμασε ανεβαίνοντας ήταν η Εριφύλη.
      Το Λενιώ έδινε φουρκισμένη εντολές ώστε να τοποθετούνται τα πράγματα στον τόπο τους. Η Εριφύλη έλεγχε τις ντουλάπες και τους χώρους του σπιτιού. Η Ραλλού  μόλις αντιλήφθηκε που είναι το δωμάτιο της, μπήκε, έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κοιμήθηκε αδιάκοπα ως την επόμενη ημέρα.










 
 
      Η Αθηνά είχε αφήσει πίσω της την κατοικημένη περιοχή και περπατούσε πάνω στα όρια του δρόμου. Είχε ζητήσει και είχε καταφέρει να βρει έναν παλιό χάρτη που ήταν συνδυασμός τοπογραφικού και ιδιοκτησιακού χάρτη. Τον χρησιμοποιούσαν κυρίως για να έχουν μία αναφορά για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κτημάτων  κι ήταν πόνημα ενός εμπειροτέχνη χαρτογράφου.
      Όταν ζήτησε βοήθεια από το Θράσο στο ξενοδοχείο, εκείνος της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο σαλόνι. Εκεί, σε μία πελώρια βιβλιοθήκη που κάλυπτε μία γωνία του σαλονιού, βρήκε στοιβαγμένους μερικούς χάρτες.
      «Απ’ όσο ξέρω δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε περισσότερο. Τι ακριβώς σας ενδιαφέρει;».
      Η Αθηνά δίστασε για μια στιγμή, κι έπειτα προσπάθησε να του εξηγήσει.
      «Θα ήθελα να βρω κάποια κτήματα. Έχω κάποιες αναφορές σε ένα συμβόλαιο, αλλά δεν έχω ιδέα πως θα φτάσω ως εκεί».
      Ο Θράσος άφησε κάτω τους χάρτες και της έγνεψε να τον ακολουθήσει.  Προχώρησε προς το στενό γραφείο του και άνοιξε το κάτω συρτάρι δεξιά του. Έβγαλε και ακούμπησε με ευλάβεια στο γραφείο του ένα χάρτη. Το χαρτί του ήταν φθαρμένο και κιτρινισμένο. Οι χαράξεις είχαν γίνει με μελάνι και σε διάφορα σημεία είχαν ξεθωριάσει.
      «Υπήρχε ένας αγροφύλακας στο νησί, πάνε χρόνια τώρα που πέθανε. Είχε μεγάλη αγάπη στη χαρτογράφηση και σχεδίασε αρκετούς χάρτες. Δεν υπάρχουν στο εμπόριο. Για δες αν θα μπορούσε να σε βοηθήσει».
      Η Αθηνά στάθηκε πάνω από τον ανοιγμένο χάρτη και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Τοποθέτησε το δάχτυλό της εκεί που νόμιζε πως βρισκόταν.
      «Που θα μπορούσα να καθίσω να τον μελετήσω για λίγο; Νομίζω πως θα μου πάρει λίγο χρόνο να βρω αυτό που ψάχνω».
      Ο Θράσος τον κράτησε προσεκτικά λες και κρατούσε ακριβή δαντέλα και τον μετέφερε στο μπροστινό σαλόνι. Εκεί, πίσω από μια φωτεινή μπαλκονόπορτα, ανοιχτή με την λευκή κουρτίνα να θροΐζει στο αεράκι, απίθωσε το χάρτη σε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι.
      Η Αθηνά ανέβηκε τρέχοντας τη μεγάλη στρογγυλή σκάλα, μπήκε στο δωμάτιό της και πήρε τον φάκελο με τα συμβόλαια. Κατέβηκε πάλι κάτω, σχεδόν με μια ανάσα και   κάθισε.
      Τράβηξε απαλά τον χάρτη στο κέντρο του τραπεζιού κι άνοιξε το συμβόλαιο μπροστά της. Ανέτρεξε σ’ εκείνα τα εδάφια όπου περιγράφονταν τα ακίνητα. Κατάφερε να εντοπίσει την πρωτεύουσα του νησιού.
      Χωρίς να αγγίζει το χάρτη άρχισε να περνά το δάχτυλό της πάνω από περιοχές ξεκινώντας ανατολικά. Προσπαθούσε να καλύψει ίσες περιοχές ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να της ξεφύγει κάτι.
      Μετά από λίγη ώρα εντόπισε την περιοχή του Άη Γιώργη. Άρχισε να ψάχνει και σε λίγο κατάφερε να βρει γραμμένο το όνομα του παππού της πάνω στο χάρτη. Τερζιώτικα. Αναφερόταν σε δύο τρία σημεία, το ένα σχεδόν επάνω στη θάλασσα και τα άλλα να ανεβαίνουν στο κέντρο του νησιού.
       Κοίταξε ξανά το χάρτη και αντιλήφθηκε πως δε θα ήταν εύκολο να προσεγγίσει τα κτήματα που ήθελε από μνήμης. Θα έπρεπε  να τον αντιγράψει, όσο κι αυτό της φαινόταν βουνό.
      Την ώρα που σηκωνόταν για να ζητήσει από τον κύριο Ουσταμπασίδη την άδεια να αγοράσει ριζόχαρτο για να ξεπατικώσει το χάρτη, εκείνος ερχόταν προς το μέρος της.
      «Πριν από χρόνια τον είχα πάρει μαζί μου στην Αθήνα για να βγάλω ένα αντίγραφο, ώστε να μην χρειάζεται να τον ανοιγοκλείνω και φθαρεί. Νόμιζα πως το είχα χάσει, αλλά τελικά το ξετρύπωσα.
      Της ήρθε να τον φιλήσει από ανακούφιση. Περιορίστηκε στο να τον ευχαριστήσει θερμά και να πάρει το αντίγραφο.







      Το Λενιώ μ’ ένα δίσκο στο χέρι τρύπωσε αθόρυβα στο δωμάτιο της Ραλλούς.
      «Κορίτσι μου μεσημέριασε», ψιθύρισε με πνιχτή φωνή. Κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι της και πέρασε το χέρι μέσα απ’ τα καστανόξανθα μαλλιά της.
      Η Ραλλού δεν κουνήθηκε και το Λενιώ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να παρατείνει το χάδι της.
      Ένα ζευγάρι άδεια μάτια ήταν σκορπισμένο πάνω στο λευκό μαξιλάρι.
      Το Λενιώ τράβηξε το τραπεζάκι με το δίσκο, πήρε μια φέτα ψωμί και άπλωσε βούτυρο και μέλι επάνω της. Έκοψε μια μπουκιά και την έφερε μπροστά στο στόμα της Ραλλούς. Εκείνη το άνοιξε μηχανικά. Δέχτηκε έτσι τρεις τέσσερις μπουκιές και μετά έκλεισε ερμητικά τα χείλη.
      Το Λενιώ δεν επέμενε.
      «Σήκω κοκόνα μου. Σήκω να κάνεις ένα ωραίο μπάνιο. Θα έχω κι εγώ δικαιολογία να μην αφήνω κανέναν να έρχεται και να σου ζαλίζει το κεφάλι».
      Η Ραλλού σηκώθηκε ανόρεχτα και τράβηξε στο μπάνιο που επικοινωνούσε με το δωμάτιό της. Το Λενιώ είχε ήδη ανοίξει τις βρύσες και η μπανιέρα γέμιζε με ζεστό νερό, όχι πολύ όμως γιατί η κυρά της δεν το ανεχόταν από μικρή. Όταν η Εριφύλη λίγα λεπτά αργότερα χτυπούσε την πόρτα το Λενιώ της έκοψε την φόρα.
      «Παίρνει το μπάνιο της κυρά. Άφησέ την σε μένα. Θα ετοιμαστούμε, να είναι και ξεκούραστη. Μεγάλη μέρα έχουμε μπροστά μας».
      Η Εριφύλη έριξε μια ματιά από το άνοιγμα της πόρτας και έπειτα τραβήχτηκε πάλι πίσω.
      «Έλα λίγο, σε θέλω», της έκανε και τράβηξε στητή για το δωμάτιό της.
      Το Λενιώ την ακολούθησε διστακτικά, ρίχνοντας μία ανήσυχη ματιά πίσω της πριν κλείσει την πόρτα. Στο δωμάτιο της Εριφύλης περίμενε ήρεμα τα λόγια της κυράς της. Εν τω μεταξύ μάζευε τα ρούχα που ήταν παρατημένα στην πλάτη της καρέκλας για να μην κάθεται άπραγη.
      «Κανόνισα με την κόρη της μικρανεψιάς μου της Ειρήνης να έρθει στο σπίτι πίσω στο νησί για να με βοηθάει. Εσύ θα μείνεις εδώ με τη Ραλλού. Εγώ δεν είναι πρέπον να μείνω μαζί τους. Καινούριο ζευγάρι. Συνεννοήθηκα όμως με την πεθερά της για σένα από καιρό. Θα σου στείλω τα πράγματά σου».
      Το Λενιώ φούντωσαν τα μάγουλά του αλλά δεν είπε τίποτε. Έσκυψε το κεφάλι για να μη νομίσει η κυρά της πως πειράχτηκε, κι αφού ένεψε καταφατικά βγήκε από την πόρτα.
      Μόλις βρέθηκε στο διάδρομο έκανε το σταυρό της κι ύψωσε το βλέμμα ψηλά μ’ ευγνωμοσύνη. Κι ένα καλό μέσα στο τόσο κακό δεν ήταν για να το αγνοείς.
     
      Λίγες ώρες αργότερα η Ραλλού έμπαινε στην εκκλησία. Το δέρμα της ήταν χλωμό και δεν επέτρεψε στο Λενιώ ν’ απλώσει ίχνος χρώματος επάνω τους. Η χλωμάδα της έκανε ακόμη πιο διάφανη την επιδερμίδα της και τα μάτια της έμοιαζαν να χάσκουν σαν άδειες τρύπες σε κρανίο.







      Από την ώρα που μπήκε στο ερημωμένο κτίριο ο Θράσος δεν ξαναβγήκε. Βρήκε μερικούς άνδρες για μεροκάματο κι άρχισαν να καθαρίζουν στην αρχή το κτίριο. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Στέλιος, νέος τότε, λίγα χρόνια μόλις μεγαλύτερος από το Θράσο που έμεινε τελικά μαζί τους.
      Το συνεργείο θα ερχόταν την άλλη εβδομάδα κι εν τω μεταξύ ο Θράσος με τους άνδρες του είχαν αδειάσει το κτίριο από τα έπιπλα, τα οποία συσσώρευαν στο αίθριο.
      Στη συνέχεια καθάρισαν όλους τους χώρους και απολύμαναν.  Κι αφού ο Θράσος δεν ήξερε ποιά από τα κουφώματα και τις πόρτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, ξεκίνησε από τα δάπεδα.  
      Λάτρεψε τα πανέμορφα πλακάκια που σχημάτιζαν σχέδια στα μπάνια και στις κουζίνες, καθώς και το εντυπωσιακό άσπρο μαύρο της εισόδου. Μέρες ολόκληρες με τους υπόλοιπους άντρες, στα τέσσερα και με δεμένα τα γόνατά τους για να μην τα τραυματίσουν, καθάρισαν με φροντίδα όλες τις επιφάνειες.
      Κι αφού τελείωσαν και τους πρόσταξε να μείνουν μια ολόκληρη μέρα στα κρεβάτια τους για να ξεκουράσουν τις αρθρώσεις τους, συνέχισαν αμέσως την επόμενη. Και δεν σταμάτησαν ούτε την Κυριακή.
      Σειρά είχαν τώρα όλα τα μεταλλικά έπιπλα που είχαν συγκεντρώσει στο αίθριο. Κρεβάτια, καρέκλες και τραπέζια.
      Τα έτριψαν καλά για να φύγει το φθαρμένο χρώμα και οι σκουριές, τα πέρασαν ένα καλό χέρι αντισκωριακό και στη συνέχεια μ’ ένα λευκό τόσο πηχτό που στα παιχνίδια του φωτός σου έδινε μια πιο γλυκιά αίσθηση του κρεμ.
      Αυτό χρησιμοποιούσε η μάνα του για να βάψει τα κρεβάτια τους στο σπίτι και το μυαλό του δεν πήγε πουθενά αλλού.
      Κι έφτασε η μέρα που θα ερχόταν το συνεργείο κι ο Θράσος με τους υπόλοιπους είχαν εφορμήσει στον κήπο αποφασισμένοι να τον ξεχορταριάσουν, να τον καθαρίσουν και να κόψουν ότι κλαρί έμπαινε εμπόδιο στα μονοπάτια, κάνοντας τον αδιαπέραστο. Σκόπευε όμως ν’ αφήσει αυτό το στοιχείο της αγριάδας που τον έκανε τόσο ξεχωριστό, δεν αφαίρεσε κανένα φυτό εκτός από εκείνα που ήταν ήδη νεκρά.
      Έστειλε λοιπόν τον Στέλιο στο λιμάνι να παραλάβει τον αρχιτέκτονα που θα ερχόταν με το ειδικό συνεργείο και να τους οδηγήσει στα δωμάτια που είχαν νοικιάσει για να καταλύσουν. Θα τους έδειχνε τα κατατόπια και θα τους άφηνε να ξεκουραστούν από το πολύωρο ταξίδι.  Με το καλό από την  επομένη θα ξεκινούσαν  τη δουλειά τους.
      Κάποια στιγμή, όπως ήταν χωμένος σ’ ένα θάμνο και τον καθάριζε από τα χαμηλότερα κλαδιά  που σάπιζαν στο χώμα, μια σκιά απλώθηκε επάνω του.
     Γύρισε προσεκτικά το κεφάλι για να μην γρατζουνιστεί.
      «Κύριε Θράσο», του έγνεψε κάπου πίσω από τον ώμο του ο Στέλιος. «Αυτός ο αρχιτέκτονας, ο κύριος Μάνος. Ήθελε να έρθει αμέσως».
      Ο Θράσος τον κοίταξε για λίγο αδιάφορα και γύρισε πίσω στη δουλειά του.
      «Ε και τι έγινε;».
      Ο Στέλιος καθάρισε τη φωνή του.
      «Είναι μέσα και κοιτάζει το κτίριο».






      Η Αθηνά ήταν χωμένη μες τα λιόδεντρα και προσπαθούσε να κατέβει στη θάλασσα.
      Είχε καταφέρει με επιτυχία κατά την άποψή της να ακολουθήσει χαραγμένα μονοπάτια και να φτάσει κοντά στην περιοχή που έψαχνε. Μόνο που τώρα ακολουθούσε κάτι που αμφέβαλλε από την αρχή αν ήταν ή δεν ήταν μονοπάτι. Αποδείχτηκε πως μάλλον δεν ήταν αφού σε λίγο διέσχιζε χωράφια και ελαιώνες.
      Αποφάσισε να κατέβει ως τη θάλασσα για να μπορέσει να προσανατολιστεί και να ξαναβρεί το δρόμο της. Έφτασε λοιπόν κατηφορίζοντας στην ακρογιαλιά πότε εύκολα και πότε γρατζουνώντας τα πόδια της σε αδιαπέραστους θάμνους. Αφού κατέβηκε δίπλα στο διάφανο νερό, γύρισε μια στιγμή να δει τι είχε διασχίσει και στη συνέχεια κοίταξε μπροστά.
      Η θάλασσα ήταν αρκετά μέτρα πιο κάτω κι απ’ το σημείο που στεκόταν έβλεπε ένα μικρό κολπίσκο με κρυσταλλένια γαλαζοπράσινα νερά.  Ξέχασε το χάρτη και τα μονοπάτια και άρχισε να ψάχνει πως θα μπορούσε να κατέβει σ’ αυτόν τον ξεχασμένο παράδεισο. Όταν αποφάσισε για το ποιος θα είναι ο ασφαλέστερος τρόπος, άρχισε να προχωρά προσεκτικά. Μέσα σε πέντε λεπτά κι αφού γλίστρησε κάνα δυο φορές στην πλαγιά με τα βράχια, ήταν κάτω.
      Έριξε μια ματιά τριγύρω, βεβαιώθηκε πως ήταν αθέατη από παντού, έβγαλε ένα ένα τα ρούχα της και βούτηξε στα κρύα νερά. Ήταν τόσο ανανεωτική η αίσθηση που ξανασηκώθηκε επάνω και βούτηξε με το κεφάλι τώρα σ’ ένα ατελείωτο μακροβούτι.
      Άνοιξε τα μάτια μέσα στο νερό κι όπως λουζόταν με το γαλαζοπράσινο υγρό στοιχείο, ένιωσε να προβάλλει στον κόσμο μέσα από την θαλπωρή μιας γαλάζιας υγρής μήτρας.



     
 

      Η τελετή κύλησε χωρίς να την αγγίξει.
      Η παγωμένη νύφη σκέφτηκε το Λενιώ όταν είδε τη Ραλλού να προχωρά δίπλα στο Δημήτρη, αγέρωχη μα και τσακισμένη. Ή μόνο το Λενιώ το έβλεπε αυτό; Το πρόσωπό της μια παγωμένη μάσκα, λευκή λες και είχε στραγγίξει το αίμα.
      Τελείωσε κι έπειτα ακολούθησε η γαμήλια γιορτή, γιορτή μεγάλη στην πιο αριστοκρατική συνοικία. Η Ραλλού είχε εφεύρει τον τρόπο για να κυλά γύρω της η ζωή χωρίς να αγγίζει. Σα να πατούσε έναν διακόπτη στο νου και την καρδιά και περνούσαν σε λήθαργο. Η κυρία Εριφύλη δικαιολογούσε την παγωμένη στάση της στους νέους συγγενείς λέγοντας πως είναι από το άγχος της νύφης.
      Όχι ότι τους κακοφάνηκε. Γι’ αυτούς τι πιο ιδανικό από μια νύφη που στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Τους γυάλισε η καταγωγή της από τη μεριά της Εριφύλης μιας  και αυτοί υπερτερούσαν σε περιουσία, αλλά υπολειπόταν σε καταγωγή. Ο γιός τους χρειαζόταν μια γυναίκα μετρημένη να αναπληρώσει αυτό το κενό και καλύτερα δε γινόταν.
      Το ίδιο βράδυ ο Δημήτρης έπεσε επάνω της στεγνός και άκαμπτος λες και ήταν σε κάποια δυσάρεστη αποστολή που είχε να επιτελέσει. Η Ραλλού έκλεισε ατάραχα τα μάτια κάτω του. Τα έκλεισε μα αυτή τη φορά δε θα έπεφτε σε λήθαργο. Θα έβλεπε το μοναδικό όνειρο που έζησε και που έμελλε να τη συντροφεύει σε ολόκληρη τη ζωή της.
      Το τελευταίο της βράδυ πριν αφήσει το σπίτι της. Ήξερε πως ο Κυριάκος ήταν στην πίσω αυλή κρυμμένος στο σκοτάδι. Τότε πήρε την απόφασή της κι ήξερε πως δε θα μετάνιωνε ποτέ γι’ αυτήν. Αυτό που είχε κατά νου δεν ήταν κακό. Το κακό ερχόταν έτοιμο να κατασπαράξει τη ζωή της και να την ξεσκίσει σαν αγρίμι που την βρήκε απροφύλακτη στα ριζά βουνού.
      Κατέβηκε αθόρυβα τα σκαλιά, τρύπωσε στην κουζίνα και χωρίς να πει κουβέντα στο Λενιώ που την κοιτούσε άναυδη βγήκε στην αυλή.
      Προχώρησε προς την κερασιά που τα κλαριά της βάραιναν κι όταν έφτασε δίπλα στον έκπληκτο Κυριάκο, κράτησε το χέρι του και τον ανάγκασε να την ακολουθήσει. Εκείνος άναυδος και χωρίς να ακουστεί κουβέντα από το στόμα του βάδισε αρκετή ώρα στο κατόπι της. Όταν βγήκαν από την πόλη κι άρχισαν να κατεβαίνουν ανάμεσα στα λιόδεντρα προς τη θάλασσα κατάλαβε μόνο που κατευθυνόντουσαν. Η έκφραση  κι η αποφασιστικότητά της τον είχαν αφήσει άφωνο.
      Η Ραλλού, σήκωσε έξω από την αποθήκη στο κτήμα την πέτρα, κάτω από την οποία έβαζαν πάντα το κλειδί. Το έβαλε στην πόρτα, ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα. Το πέρασε από τη μέσα πλευρά και κλείδωσε πίσω της.
      Στάθηκε μπροστά στον Κυριάκο κι έβγαλε τα ρούχα της αργά και σταθερά, αφήνοντάς τα να γλιστρήσουν στο πάτωμα. Έκανε δυο βήματα, έφτασε μπροστά του και ύψωσε τα χείλη της ενώνοντας τα με τα δικά του με τέτοια δύναμη λες και ρουφούσε το οξυγόνο που θα την κρατούσε στη ζωή.
      Έπειτα έπιασε τα χέρια του και τα έβαλε επάνω στο στήθος της ενώ εκείνη έγερνε πίσω το κεφάλι της.
      Ο Κυριάκος την κοιτούσε μαγεμένος, σα να στροβιλίζονταν σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο. Η αναπνοή του δυσκόλευε, το στόμα του στεγνό. Την σήκωσε στα χέρια του. Λες και κρατούσε έναν εύθραυστο θησαυρό την απίθωσε στο κρεβάτι στην άκρη του δωματίου.
      Με μάτια που φλέγονταν  έμεινε να την κοιτά κάποιες στιγμές ασάλευτος. Έπειτα έγειρε επάνω της κι άρχισε να γεύεται και να φιλά τρυφερά κάθε σημείο του κορμιού της.
      Η Ραλλού κύρτωσε το κορμί κυριευμένη θαρρείς από ηλεκτρικά φορτία που εκρήγνονταν και κυκλοφορούσαν μέσα της. Ένιωθε τη μια έκρηξη να ακολουθεί την άλλη. Το μυαλό της είχε αδειάσει κι υπήρχαν στιγμές που έχανε την ανάσα της κι άλλες που το κορμί της χυνόταν αποκαμωμένο στο κρεβάτι από μια ζάλη που την άφηνε χωρίς τις αισθήσεις της.
      Μην αντέχοντας άπλωσε με παράκληση τα χέρια της στον Κυριάκο, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα που στέγνωναν στο καυτό δέρμα. Προσπάθησε να κατεβάσει τα ρούχα του μα εκείνος σηκώθηκε και τα πέταξε από πάνω του αστραπιαία. Όταν έγειρε επάνω της τα μάτια του και τα μάτια της δέθηκαν κι ήξεραν κι οι δυο πως ήταν πια ένα και αυτό δε θα άλλαζε ποτέ.
      Με τα βλέμματά τους ενωμένα, τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν απαλά το περίγραμμα του προσώπου της κινήθηκαν αργά, παράλληλα κι όταν έφτασαν στην κορύφωση έφτασαν στα ουράνια, σε μια έναστρη νύχτα να κοιτάζουν από απόσταση τον υπόλοιπο κόσμο λουσμένο στο φως των αστεριών.
      Ήξεραν πως είχαν συναντήσει μαζί εκείνη τη νύχτα την θεία πνοή που κάποτε κάποιος είχε φυσήξει μέσα στον άνθρωπο.
     






      Ο Θράσος ανέβαινε με τάχη τα φαρδιά σκαλοπάτια ενοχλημένος που ο επισκέπτης του διέκοπτε τη δουλειά του. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από όσα απέμεναν να γίνουν στα κτίρια που ένιωθε πως ζούσε και ανάσανε μόνο γι’ αυτό. Του είχε γίνει επιτακτική ανάγκη πια, λες και ήταν το κτίριο έμβρυο που περίμενε να ‘ρθει και να αντικρύσει με μια έκρηξη φωτός τον κόσμο μπροστά του. Και μόνο η σκέψη πως θα έμεναν πίσω στις δουλειές του ή πως μια μέρα δεν θα  ερχόταν, ακόμη κι όταν δε δούλευε το συνεργείο τον πλημμύριζε με άγχος.
      Πέρασε την ορθάνοιχτη πόρτα της εισόδου. Το φως που χυνόταν από το εσωτερικό αίθριο έκανε παράξενα παιχνίδια μ’ αυτό που έμπαινε από την είσοδο, λες και νιόκοπα διαμάντια παιχνίδιζαν μες τις ακτίνες τους.
      Η αχανής αίθουσα της υποδοχής άδεια, το άσπρο και μαύρο πλακάκι είχε καθαρίσει εντυπωσιακά και άστραφτε φωτεινό στον ήλιο.
      Ο Θράσος έριξε μιαν ανήσυχη ματιά τριγύρω. Ο ανυπόμονος επισκέπτης δεν φαινόταν πουθενά και για μια στιγμή σκέφτηκε πως ο Στέλιος του έκανε φάρσα. Καθώς όμως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα αρεσκόταν στο να κάνει πλάκες, πρυτάνευσε η λογική του και προχώρησε στο κτίριο για να εντοπίσει τον περίφημο Μάνο Δεληγιάννη. Στο τέλος της εισόδου τράβηξε αριστερά, προχώρησε λίγο κι έγειρε το πάνω μέρος του κορμιού του για να εξετάσει τον πλαϊνό χώρο. Δεν είδε κάτι και θα απομακρυνόταν όταν ένα παιχνίδισμα των σκιών τον έκαναν να ξανακοιτάξει.
      Προερχόταν από την δεξιά γωνία του αίθριου. Έκανε μερικά αργά βήματα και κοντοστάθηκε για να αντικρίσει έναν άντρα, δε θα ήταν τριάντα, να στέκεται ακίνητος.
      Ήταν λεπτός και τα ρούχα χυνόταν κάπως άχαρα επάνω του. Τα μαλλιά του καστανά, λίγο ανοιχτά έπεφταν κυματιστά στο κεφάλι. Λίγο πιο μακριά σα να είχε καιρό να κουρευτεί.
      Ξάφνου κουνήθηκε απλώνοντας στο πλάι τα χέρια του κι ο Θράσος χαμογέλασε μιας και έμοιαζε να προσπαθεί να χορέψει με τις ακτίνες του ήλιου που ξεχύνονταν από τα χρωματιστά πρίσματα της οροφής.
      Αντιλήφθηκε τον Θράσο που στεκόταν στο διάδρομο και τον παρατηρούσε, αλλά αντί να νιώσει αμηχανία προχώρησε προς το μέρος του με ορμή.
      Έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα ρολό χαρτιά και τα άνοιξε μπροστά στα απορημένα μάτια του Θράσου. Ξεδίπλωσε κάποιες φωτογραφίες κι αφού τις κράτησε μπροστά του, ύψωσε απορημένα ένα ζευγάρι καθάρια μάτια που είχαν το χρώμα της ελιάς.
      Ο Θράσος προσπάθησε με κόπο να τραβήξει το βλέμμα από τα μάτια του άνδρα που στεκόταν μπροστά του και να κοιτάξει τις φωτογραφίες. Του πήρε λίγο χρόνο να καταλάβει πως έβλεπε το κτίριο έτσι όπως ήταν όταν το πρωτοαντίκρισε.
      Σκονισμένο, μουντό και σκοτεινό.
      Ύψωσε πάλι το βλέμμα και αφού κοντοστάθηκε μια στιγμή πήρε μία φωτογραφία και την ύψωσε μπροστά του. Ήταν τραβηγμένη στο αίθριο, το αίθριο έτσι όπως το πρωτοαντίκρισε όταν για πρώτη φορά μπήκε στο ξενοδοχείο. Μαγνητισμένος απέμεινε να παρατηρεί τη θολούρα που επικρατούσε στο αίθριο σε αντίθεση με το φως που χυνόταν γύρω τους τώρα.
      «Πώς τρύπωσε τόσος ήλιος εδώ μέσα;».
      Ο Θράσος έκανε ένα βήμα πίσω λες και για ν’ αποφύγει τον αλλόκοτο μαγνητισμό που ασκούσε πάνω του ο άντρας.
      «Σκέφτηκα πως αν καθαρίζαμε το χώρο, τα τζάμια που δεν ήταν σπασμένα, θα σε βοηθούσαμε στη δουλειά σου. Είμαι ο Θράσος Ουσταμπασίδης».
      «Πώς σου φαίνεται λοιπόν;», έκανε ο άντρας τραβώντας ένα βήμα πιο πίσω λες και ήθελε να τον μελετήσει πιο άνετα.
      Ο Θράσος δίστασε για μια στιγμή. Κανονικά αυτό που ξεστόμισε στη συνέχεια δε θα το έλεγε ποτέ και σε κανένα, αλλά υπήρχε μια δύναμη πιο ισχυρή από τη θέλησή του που έμοιαζε να τον οδηγεί.
      «Απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ, αισθάνθηκα πως το κτίριο έχει ψυχή. Σα να είναι ζωντανό και αναπνέει. Ξέρω, για τους άλλους δεν είναι παρά ένα ερειπωμένο κουφάρι. Όμως κάθε τζάμι που καθαρίζεται, κάθε πλακάκι που ανακαλύπτω κάτω από τη βρωμιά, κάθε έπιπλο που τρίβεται και ξαναβάφεται, είναι σα να βγαίνουν από το παρελθόν και να γυρεύουν να μου πουν τις ιστορίες τους.
      Ο Μάνος χαμογελώντας σχεδόν άγγιξε με το χέρι τον ώμο του, παρασύροντας τον προς το κέντρο του αίθριου. Αφού στάθηκε λίγο με τα μάτια κλειστά είπε.
      «Δεν ακούς το θρόισμα από μεταξωτά φορέματα; Δε νιώθεις σα να κινούνται ανάμεσά μας;».
      Και πριν προλάβει να απαντήσει ο Θράσος ξεχύθηκε με ορμή έξω.
      «Γύρισε στη δουλειά σου. Σήμερα θέλω μόνο να το δω. Όλο. Σπιθαμή προς σπιθαμή!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου