Ο θάνατος της κυρίας Χρυσάνθης έπεσε σαν
κεραυνός στη ζωή του Θράσου. Το τέλος της υπήρξε το ίδιο αθόρυβο με τη ζωή της.
Κανέναν δεν είχε αφήσει να καταλάβει πως
σιγά σιγά οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν.
Είχε ελαφρύνει σα σπουργίτι και το βήμα
της γίνηκε αθόρυβο, λες κι ένα σύννεφο τριγύρναγε απαλά τριγύρω το σπίτι. Κι
ήταν σα να μην άφηνε πια το αποτύπωμά της στο κόσμο τούτο. Λες κι ήταν ήδη
αερικό, που ανάλαφρα αιωρούνταν ανάμεσά τους.
Όσο περνούσε ο καιρός μείωνε τις
δραστηριότητες της. Περιόριζε τις ανάγκες της. Έκανε τα στραβά μάτια στο πάντα
αστραφτερό σπιτάκι της, και χαμογελούσε σκανδαλιάρικα στη σκόνη. Και σαν έβλεπε
κανένα σκουπιδάκι το έσπρωχνε πονηρά κάτω από καμία κουρελού.
Αντί να μαγειρεύει, αφού ο Θράσος έτρωγε
στο ξενοδοχείο, τρεφόταν μόνιμα με κάποιο φρούτο και λίγο τυράκι. Και μπόλικο
γάλα.
«Τώρα κυρά Χρυσάνθη», έλεγε στον εαυτό
της μονολογώντας, «ήρθε η ώρα σου για ανάπαυλα και διακοπές».
Κι όταν καμιά φορά της έσφιγγε ο πόνος σα
μέγγενη το στήθος, έσφιγγε κι αυτή τα δόντια. Και στηρίζοντας το λιποβαρές
κορμί της από έπιπλο σε έπιπλο κατάφερνε να φτάσει στο κρεβάτι της και να
ξαπλώσει.
«Ή που θα με πάρεις, ή που θα μ’
αφήσεις», βγήκε από το στόμα της κάποια φορά με δυσκολία η φωνή της.
«Στα χέρια σου είμαι».
Και κάποιες φορές δεν κατάφερνε να φτάσει
στο κρεβάτι της. Κι έμενε εκεί όπου την χτύπησε σαν κεραυνός ο πόνος,
σωριασμένη σα ρούχο ριγμένο κατάχαμα.
Μα το βλέμμα της είχε γαληνέψει κι ήταν
πιο ανάλαφρο. Κι εκεί ήταν που ξεγελούσε το Θράσο. Η ηρεμία της, η έλλειψη κάθε
ανησυχίας.
Μα εκείνη έβλεπε και συνομίλαγε πια και
με άλλα πλάσματα, εκτός του κόσμου τούτου. Ήδη διάβαινε ανάμεσα στους αγγέλους.
Την Κυριακή είχε φωνάξει το Θράσο για
φαγητό. Δεν του ‘χε πει τίποτε, μα το φαγητό το ετοίμασε η Δέσποινα, η
μικρανεψιά της, σύμφωνα με τις οδηγίες της.
Κι έφαγε ο Θράσος κι εκείνη
κάθισε αντίκρυ του, ανακατεύοντας το φαγητό της.
«Συγχώρα με γιέ μου, ξέρεις ότι δεν μπορώ
να κάνω πίσω στα κολοκυθάκια αυγολέμονο. Δοκίμασα και ξαναδοκίμασα», του γέλασε
πονηρά με το φαφούτικο στόμα της.
Κι ο Θράσος την κοίταξε τρυφερά, κι
αναρωτήθηκε πότε η μητέρα του έγινε έτσι άυλη σαν αερικό που τριγυρνά σε έρημα
δωμάτια τη νύχτα.
«Πότε έρχεται ο Μάνος;», τον ρώτησε
ψιθυριστά λες και δεν ήθελε να τον βγάλει από την ιεροτελεστία του φαγητού.
«Το
απόγευμα», της απάντησε και αναρωτήθηκε αν το είχε ξεχάσει η μητέρα του.
Του χαμογέλασε και σκάλισε το πιάτο της.
«Κάνε ότι τρως», είπε στον εαυτό της κι
ανεβοκατέβαζε ένα σχεδόν άδειο πιρούνι στο στόμα.
«Άστα εδώ παιδί μου», του είπε όταν
σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι.
«Απόκαμα. Βοήθα με στο κρεβάτι μου».
Την φίλησε στο λείο της μάγουλο, το απαλό
και λευκό.
«Θράσο, θέλω να μου φέρεις το Μάνο
σήμερα. Τον πεθύμησα».
«Εντάξει μητέρα», της είπε και της
χάιδεψε το μάγουλο με το πίσω μέρος της παλάμης του.
«Δε θα λησμονήσεις! Μου το υπόσχεσαι;».
«Στο υπόσχομαι βέβαια».
Και θα είχε ανησυχήσει φυσιολογικά ο
Θράσος με το αίτημά της, που ήταν κάπως πιεστικό. Αλλά ήταν τέτοια η γαλήνη στα
μάτια της. Και η αδυναμία που είχε του Μάνου έκδηλη τόσα χρόνια τώρα. Που πάλι
τον ξεγέλασε.
Η Αθηνά άδειασε το διαμέρισμά της.
Λιγοστά πράγματα, χώρεσαν σ’ ένα τόσο δα φορτηγάκι και στάλθηκαν στο νησί.
Ήταν στο γραφείο δείχνοντας ότι χρειαζόταν στο
νεαρό που θα την αντικαθιστούσε. Εκκρεμότητες δεν είχε να αφήσει πίσω της, ποτέ
τέτοιο βραχνά δεν επέτρεπε να χαλά την ησυχία της. Ο νεαρός που θα έμενε στη
θέση της ήταν ήδη κάποια χρόνια στη δουλειά και δεν ανησυχούσε για τίποτε.
Εκείνος από την άλλη αισθανόταν ανασφάλεια.
«Ένα mail θα μας χωρίζει», τον καθησύχασε. «
Ότι χρειαστείς θα είμαι εδώ».
Από το παράθυρο του γραφείου είδε τον
κύριο Σωτηρόπουλο να της γνέφει.
«Δώσε μου μισό λεπτό».
Προχώρησε στο βάθος του έρημου διαδρόμου,
έρημου αφού η εταιρία ήταν κλειστή για διακοπές. Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα
και πέρασε μέσα.
«Με θέλετε;»
«Αθηνά, ναι. Γι’ αυτό ήρθα σήμερα. Από
τις προάλλες που ανταμώσαμε έχω φάει τον κόσμο να ψάχνω. Έχω γυρίσει κάθε πέτρα
ανάποδα. Έκοψα τις άδειες στους χημικούς και τους βοτανολόγους μας. Ήρθα σε
επαφή με εταιρίες στο εξωτερικό».
Την κοίταξε λες κι αναρωτιόταν γιατί
στεκόταν εκεί μπροστά του. Της έγνεψε να καθίσει τελικά.
Η Αθηνά κάθισε στην άκρη της βαθιάς
δερμάτινης πολυθρόνας. Δεν της άρεσε ποτέ να βουλιάζει όταν κάθεται, ήθελε να
είναι πάντα σε ετοιμότητα.
«Φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές
προοπτικές στην επεξεργασία του άγριου κυκλάμινου. Και πλησιάζει ο καιρός να
λανσάρουμε κάποιο νέο προϊόν», της είπε και έκανε μια παύση. Σκεφτόταν.
«Αποφάσισα να χρηματοδοτήσω την
προσπάθειά σου Αθηνά .Θα σε στηρίξει η εταιρία. Βοτανολόγος, γεωπόνος και το
κόστος της παραγωγής. Θα απορροφήσουμε την παραγωγή των δύο πρώτων ετών, σε ότι
συμπεράσματα και να καταλήξει η έρευνα. Και μετά θα αποφασίσουμε».
Η Αθηνά επεξεργαζόταν με ταχύτατο ρυθμό
τις νέες πληροφορίες που δεχόταν.
Είχε κάνει καλά τους υπολογισμούς της και
ήξερε πως μπορούσε να επιβιώσει για κάποιο διάστημα. Και να αναλάβει το ρίσκο.
Αν ο κύριος Σωτηρόπουλος αναλάμβανε τα έξοδα των δύο πρώτων χρόνων, το κεφάλαιο
που της είχε αφήσει ο παππούς της δεν θα εξανεμιζόταν. Το ρίσκο πλέον δε θα
ήταν οικονομικό. Είχε και η ίδια τις αποταμιεύσεις της.
«Τι σκέφτεσαι Αθηνά; Σου μιλάω, με
ακούς;».
Ύψωσε αργά το βλέμμα κι αναμασούσε μέσα
της τη φράση:
«Δεν χρωστάς σε κανέναν ευγνωμοσύνη. Πρέπει
να βλέπεις μόνο το στόχο. Δε χρωστάς τίποτε σε κανέναν…».
Όταν τα μάτια της αντίκρισαν αυτά του
διευθυντή της δεν μπόρεσε να πει όσα κατέκλυζαν το μυαλό της. Το στόμα της ήταν
στεγνό και κατάφερε να ψελλίσει μόνο ένα ευχαριστώ.
Η Ραλλού κατέβαινε για τρίτη φορά στο
λιμάνι του Πειραιά. Την πρώτη ήταν για να υπογράψει τα χαρτιά για το δάνειο,
αυτό που τους δόθηκε ώστε να υλοποιήσουν την επένδυσή τους.
Η δεύτερη ήταν για να υπογράψει τα χαρτιά
της επιχορήγησης όταν πια είχαν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της
επένδυσης.
Και τώρα ήταν η τρίτη. Θα προχωρούσαν
στην γνωριμία ενός πολύ μεγάλου πελάτη. Αν καταλήγανε σε κάποια αρχική
συμφωνία, το επιτελείο του θα κατέβαινε στο νησί, να ελέγξει τις εγκαταστάσεις
τους και τη δυνατότητά τους να κατασκευάσουν για λογαριασμό της εταιρίας τους
μία σειρά από πολυτελή σκάφη αναψυχής.
Ο πελάτης ήταν ένας βαθύπλουτος Ιταλός
και είχαν κατέβει με το Νικόλα. Κατάλυσαν σε ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά και το
ραντεβού τους ήταν την επόμενη μέρα. Αφού κατέβηκαν από το καράβι ξημερώματα,
ξεκουράστηκαν στα δωμάτιά τους και το πρωί συναντήθηκαν στην μεγάλη αίθουσα
όπου σερβίρανε πρωινό.
Ο Νικόλας θα πήγαινε στο Υπουργείο
Ανάπτυξης καθώς είχε δουλειές να τακτοποιήσει. Η Ραλλού επέμενε να πάει μαζί
του, μα εκείνος ήταν κάθετος.
«Θα σε αφήσω στην Πλάκα και θα έχεις ώρες
μπροστά σου να σεργιανίσεις. Θα συναντηθούμε κατά τις τέσσερις ακριβώς εδώ»,
της έδωσε ένα χαρτάκι με μία διεύθυνση.
Η Ραλλού τον κοίταξε για λίγο σα χαμένη,
ζαλισμένη απ’ την χαρούμενη φασαρία γύρω τους. Μα έπειτα γέλασε με το δείλιασμα
της και τον χαιρέτισε. Είχε δίκιο ο Νικόλας. Μπορούσε να τα δει και να τα
απολαύσει όλα τούτα.
Ανέβηκε στην Κυθανηδαίων,
έστριψε αργά στην Θέσπιδος και πήρε να ανηφορίζει. Η μέρα ήταν γλυκιά και ζεστή
πολύ, αλλά γινόταν υποφερτή κάτω από τον ίσκιο των δέντρων και των σπιτιών δεξιά
κι αριστερά στα στενά σοκάκια.
Τριγύρισε στα Αναφιώτικα, χάζεψε γάτες
που λιάζονταν και σκύλους που τεμπέλιαζαν. Ένα γλυκό φως πλημμύριζε την πλάση,
η σκιά του βράχου της Ακρόπολης το φιλτράριζε και το έριχνε πάνω σε όλα,
αγιασμένο θαρρείς.
Αισθάνθηκε ανάλαφρη η Ραλλού, ανάλαφρη
σαν μικρό παιδί που γυρνά αμέριμνο στους δρόμους, χωρίς προφανή λόγο και σκοπό.
Μα να είναι η άσκοπη αυτή του περιπλάνηση η γνωριμία του με τα πιο βασικά
στοιχεία της ζωής του. Το φως, το χώμα, τη δροσιά, τα αρώματα.
Το βλέμμα της ταξίδευε, χάιδευε όμορφα
αετώματα σε σπίτια, γιασεμιά σκαρφαλωμένα σε αυλόγυρους.
Ελεύθερη αισθάνθηκε, ελεύθερη από όλα τα
δεσμά. Ξέχασε τη δουλειά και τη συνάντηση, σταμάτησε να αγωνιεί για την
Αναστασία που είχε αφήσει πίσω της, στα χέρια και το άγρυπνο βλέμμα του κυρ
Αναστάση.
Πόσο λαχτάρησε αυτή την ελευθερία, να
είναι ανέμελη σα σπουργίτι που τριγυρνά από χαμόκλαδο σε χαμόκλαδο χωρίς να
ανησυχεί για τίποτα.
Σε ένα δρομάκι ανάμεσα σε δυο σειρές
παλιά σπίτια, φτωχικά μα ζωντανά, με τενεκέδες με βασιλικούς και γεράνια
αραδιασμένα σε σειρά μπροστά τους και δέντρα στα πεζοδρόμια να στεφανώνουν τα
κλαδιά τους στο κέντρο του, σταμάτησε.
Στάθηκε, ύψωσε το βλέμμα κι άφησε να τη
χαϊδέψουν οι ακτίνες του φωτός που τρύπωναν παιχνιδιάρικα μέσα απ’ τις πυκνές
φυλλωσιές.
Αισθάνθηκε λες κι ήταν το χέρι του Θεού
που την άγγιξε κι έκλεισε τα μάτια της που πλημμύρισαν από δάκρυα.
Δάκρυα λύπης, ευγνωμοσύνης, δεν ήξερε να
πει. Σα να ήταν κάθε δάκρυ ένα χαμένο όνειρο, μια ελπίδα αλλότινη. Μα και το
σήμερα της, η Αναστασία, ο Νικόλας, ο κυρ Αναστάσης. Και τότε κατάλαβε πως οι
πόνοι κι οι χαρές, τα χαμένα όνειρα κι η ζωή που αξιώθηκε, οι άνθρωποι που
χάθηκαν μα κι οι άνθρωποι που ήρθαν, όλα μετριούνταν το ίδιο στο ισοζύγιο της
ζωής της. Κι άνοιξε τον εαυτό της πρώτη φορά και τα αγκάλιασε όλα με την ίδια
αποδοχή. Χωρίς να αποστρέφεται τίποτα και χωρίς να μετράει τίποτε περισσότερο
από τα άλλα.
Το άλλο πρωί ο Θράσος ανηφόριζε το δρόμο
που οδηγούσε στο σπίτι της μητέρας του. Δίπλα του ο Μάνος, σιωπηλοί απολάμβαναν
το ελαφρύ απογευματινό αεράκι.
Στο μυαλό του Θράσου που τον τελευταίο
καιρό ήταν γεμάτο από το καινούριο λογισμικό για την λογιστική παρακολούθηση
του ξενοδοχείου, τώρα έτρεχαν σα σκηνές από ταινία κουβέντες και εικόνες από
τις προηγούμενες μέρες.
Ανησυχία άρχισε να τον πλημμυρίζει. Ανησυχία
καθώς έφερνε στο νου του ξανά σκηνές από τη μητέρα του. Ένιωσε το οξυγόνο του
να λιγοστεύει όταν έφερε τη φιγούρα της ξανά στα μάτια του. Διάφανη σχεδόν, λες
και γινόταν άυλη.
Είχε αρχίσει να αιωρείται θαρρείς πάνω
απ’ το υλικό της σώμα, μα κανείς δεν το πρόσεξε. Αισθάνθηκε μια μέγγενη να του
σφίγγει την ψυχή κι η ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία. Ο Μάνος δίπλα του
πρόσεξε την αλλαγή αυτή στη διάθεσή του μα δεν μίλησε.
Η κυρά Χρυσάνθη καθόταν στο χαμηλό μπαλκονάκι
της που το έπνιγαν γλάστρες με γεράνια και μυριστικά. Το κεφάλι της στεφανωνόταν
από μια αραιή πια λευκή πλεξούδα, τυλιγμένη γύρω του, ήταν στητό πάνω στο λεπτό
κορμί, τα μάτια κλειστά, δεχόταν τις ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν μέσα από
την κληματαριά.
Τα λευκά διάφανα χέρια ήταν σταυρωμένα
πάνω στην ποδιά της.
Ανέβηκαν τα σκαλιά με το Μάνο να
προπορεύεται και να τα ανεβαίνει δυο δυο.
Στράφηκε προς το μέρος τους και άνοιξε
αργά τα μάτια. Ύψωσε τα χέρια και ο Μάνος τα πήρε στα δικά του και τα φίλησε.
Δεν είχαν πια κανένα βάρος.
«Τι τελεσίγραφα είναι αυτά που στέλνεις;
Λες και χρειαζόταν πρόσκληση για να έρθω να σε δω!», την μάλωσε τρυφερά.
Έφερε τα χέρια του κοντά στο πρόσωπό της
και έγειρε το μάγουλό της πάνω τους. Ο Μάνος τρόμαξε με το δροσερό σχεδόν
παγωμένο άγγιγμα που ένιωσε, μα δεν το έδειξε.
«Μη με μαλώνεις γιε μου. Αυτό είναι το
καλό του να είσαι γέρος. Έχεις τις παραξενιές σου και οι άλλοι κάνουν υπομονή
μαζί σου».
Του χαμογέλασε πονηρά με το φαφούτικο
στόμα της κι ήταν σα ζαβολιάρικο ξωτικό.
Ο Θράσος παρακολουθούσε αμίλητος τη σκηνή.
Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως δυο
ζευγάρια μάτια τον παρατηρούσαν και προχώρησε προς το μέρος τους κοιτάζοντας
την εξεταστικά.
«Θράσο μου θα θυμώσεις αν σου γυρέψω
κάτι;».
Πετάχτηκε σα να ξύπνησε από λήθαργο.
«Ότι θέλεις μητέρα».
«Ξέχασα να στείλω τη Δέσποινα για ψώνια
και πεθύμησα παγωτό τριαντάφυλλο. Θα
πεταχτείς να μας πάρεις λίγο;».
Ο Θράσος κοίταξε τον Μάνο που του ένευσε
καταφατικά. Έπειτα τράβηξε μια καρέκλα δίπλα της και της χαμογέλασε συνωμοτικά.
«Βρε την κυρά Χρυσάνθη που πεθύμησε
παγωτό τριαντάφυλλο! Από πότε μου έγινες λιχούδα εσύ;».
Φώτισε πάλι το διάφανο πρόσωπο με το
φαφούτικο χαμόγελό της. Το βλέμμα της παιχνίδιζε.
«Κάθισε γιε μου», του είπε κι έπειτα σκέπασε
με το χέρι της το δικό του, μόλις έφυγε ο Θράσος. Τον κοίταξε και το βλέμμα της πλημμύρισε τρυφερότητα.
«Ήρθε η ώρα μου γιέ μου», του είπε με
ήρεμο βλέμμα.
«Τι λες κυρά Χρυσάνθη;», πετάχτηκε ο
Μάνος. «Έχεις εσύ πολλά ψωμιά ακόμη να φας», την πείραξε έπειτα.
«Και πολύ παγωτό τριαντάφυλλο. Μη σε
ξανακούσω…».
Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
«Σώθηκε το λάδι μου γιέ μου. Έτσι είναι
τούτο. Όπως άλλωνε πριν από μένα. Κι όπως κι άλλωνε μετά από μένα. Έτσι είναι
τούτο», τον καθησύχασε.
«Μην πεις τίποτε του Θράσου. Αλλά να
ξέρεις. Άλλον από σένα δεν έχει. Την ευχή μου σου δίνω γιόκα μου και την ψυχή του
την ακουμπάω στα χέρια σου. Τώρα που θα φύγω μην τον εγκαταλείψεις. Και να
δίνει ο Θεός να στέκεστε παντοτινά ο ένας δίπλα στον άλλον. Έτσι όπως εσείς
θελήσατε. Έτσι όπως θέλησε και σας ευλόγησε κι Εκείνος».
Ο Μάνος δεν μπόρεσε να αρθρώσει κουβέντα,
μόνο κράτησε σφιχτά τα χέρια της και την αντίκρισε πίσω από τα βουρκωμένα μάτια
του.
Τα λιγοστά έπιπλα είχαν
τοποθετηθεί στα δωμάτια από τους ανθρώπους του ηλεκτρολόγου, με τη βοήθεια του
Μάνου. Το σπίτι ήταν έτοιμο, καθαρό και λειτουργικό. Έμενε μόνο η σύνδεση με το
τηλέφωνο και το διαδίκτυο, που δε θα αργούσε.
Ούτε μοναστηριακό κελί δεν είχε τέτοια
λιτή επίπλωση, μα η ζωή της ήταν πάντα λιτή και με ελάχιστες αποσκευές.
Γυρνούσε μέσα στα άδεια σχεδόν δωμάτια
και σε αντίθεση με κάθε φυσιολογικό άνθρωπο που θα σχεδίαζε πως θα τα γεμίσει,
εκείνη απολάμβανε τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες να εμποδίζουν τη θέα προς τα έξω,
τους άδειους τοίχους και τα ελάχιστα
έπιπλα που δεν στέκονταν εμπόδιο.
Είχε την αίσθηση πως η έλλειψη
αντικειμένων άφηνε τον αέρα να κυκλοφορεί ελεύθερο σαν τον άνεμο πάνω από το
πέλαγος.
Την ίδια κιόλας ημέρα κατέβηκε να
επισκεφτεί τον γεωργικό συνεταιρισμό του νησιού. Γεωργικό τοις τύποις, καθώς
στην ουσία ελαιοπαραγωγικός ήταν, μιας και ελάχιστες άλλες καλλιέργειες υπήρχαν
στο νησί.
Τα γραφεία του συνεταιρισμού στεγάζονταν
σε μία πλινθόκτιστη παλιά αποθήκη των αρχών του προηγούμενη αιώνα. Οι πέτρες
ήταν στο χρώμα του πηλού και το κτίριο σκίαζαν ψηλά πεύκα. Μπήκε μέσα και
διέσχισε κάθε χώρο για να μην βρει κανέναν. Από μία ορθάνοιχτη πόρτα στο πίσω
μέρος βγήκε στην αυλή. Εκεί συνάντησε τους δύο γεωπόνους του συνεταιρισμού
καθισμένους σε έναν ξύλινο πάγκο με απλωμένα χαρτιά κι ένα ανοιχτό λάπτοπ
μπροστά τους.
Η Κατερίνα και ο Άγγελος. Νέα παιδιά και
οι δυο, της προξένησε εντύπωση η ηλικία και το χαλαρό τους ντύσιμο.
Συστήθηκε ευγενικά και ρώτησε αν θα
μπορούσαν να της διαθέσουν λίγο από το χρόνο τους. Ο Άγγελος της ένευσε να
καθίσει και η Κατερίνα την ρώτησε ευθέως από πού ήταν και πως βρέθηκε στο νησί
τους.
Η Αθηνά ξαφνιάστηκε με την απροκάλυπτη
τούτη εκδήλωση περιέργειας. Ούτε για τους τύπους η Κατερίνα δεν έδειξε
διακριτικότητα.
Κι όταν μην ξέροντας πώς να ξεφύγει,
εξιστόρησε με συντομία το πώς βρέθηκε εκεί και ποιες ήταν η προθέσεις της, η
Κατερίνα πετάχτηκε όρθια και της έπιασε τα χέρια.
«Δηλαδή θα γίνεις κάτοικος, αυτό είναι
τέλειο! Χρειαζόμαστε νέες ιδέες και νέους ανθρώπους. Άγγελε, πρέπει να το
γιορτάσουμε!».
Έμεινε να στέκεται πελαγωμένη ανάμεσα σε
κραυγές ενθουσιασμού και ατελείωτα σούρτα φέρτα λες και βρέθηκε ξάφνου σε ένα
κοτέτσι όπου όλες οι κότες είχαν κάνει ταυτόχρονα αυγό.
Κι ήταν πράγματι σαν αφράτη πουλάδα, έτσι
όπως πηγαινοερχόταν η Κατερίνα μέσα κι έξω από το κτίριο, κουβαλώντας δίσκους
και ποτήρια και πριν το καταλάβουν έπιναν ρακόμελα ενώ η Αθηνά τους περιέγραφε
τα σχέδιά της.
Όταν αργά το βράδυ έκλειναν μαζί με τον
Άγγελο και την Κατερίνα τα γραφεία για να χωρίσει ο δρόμος τους λίγο παραπάνω,
η Αθηνά αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψής της εκεί. Και χαμογέλασε
μόνη της.
Η Ραλλού βρήκε το Νικόλα να την περιμένει
μπροστά στο Ρολόι των Αγέρηδων. Κατέβαινε ανάλαφρη τα σκαλιά κι ο Νικόλας
στράφηκε και την κοίταξε.
Η μορφή της στεφανωνόταν με φως και δεν
μπορούσε να πει αν ήταν το φως του ήλιου που έπεφτε επάνω της, ή έφεγγε η ίδια
σαν αυτόφωτο άστρο.
Στάθηκε στη μέση του δρόμου,
ξαφνιασμένος, σα να ήταν μια άλλη Ραλλού αυτή που κατηφόριζε, μια Ραλλού
φωτεινή κι απαστράπτουσα μες το λευκό απλό της φόρεμα και στα χαμηλά της
πέδιλα. Ένα κορίτσι ολόλαμπρο.
Τον πλησίασε και γέλασε έτσι όπως τον
αντίκρισε μαρμαρωμένο.
«Νικόλα, φάντασμα είδες;».
Εκείνος προσπάθησε να
συγκεντρωθεί. Και καθώς η Ραλλού γελούσε με την ξαφνιασμένη σχεδόν αλλοπαρμένη
του έκφραση, παραπάτησε και της άπλωσε το χέρι να κρατηθεί.
Της κράτησε σφιχτά τα χέρια και
στηρίχτηκε πάνω του, σαστισμένη με τη σειρά της γιατί έβλεπε στα σκούρα μάτια
του έναν Νικόλα άλλον που δεν ήξερε κι έναν Νικόλα που την παρατηρούσε λες και
την αντίκριζε για πρώτη φορά.
Και για κάποιον παράξενο λόγο την έκανε
αυτό να τον βλέπει και αυτή κάτω από ένα καινούριο πρίσμα, σα να είχε φορέσει
γυαλιά με χρωματιστούς φακούς και άλλαξε η οπτική της γωνία.
Ο Νικόλας κράτησε απαλά το ένα της χέρι,
ίσα με τα ακροδάχτυλά του και την τράβηξε αργά δίπλα του.
«Πεινάς;», την ρώτησε.
Του έγνεψε αρνητικά. Στάθηκαν έτσι,
κρατημένοι από το χέρι, αμήχανοι ξαφνικά. Κι έπειτα εκείνη χαμογέλασε και
χύθηκε φως στο στενό.
«Ας περπατήσουμε».
Χύθηκαν μες τα στενά, με το Νικόλα να την
ακολουθεί στην αρχή. Κι ήταν λες και κρατούσε ένα τόσο δα κοριτσάκι από το
χέρι, ένα κοριτσάκι που αντίκριζε πρώτη φορά το φως, το θαύμα του κόσμου
ολάκερο.
Κι έπειτα συνειδητοποίησε πως το κορίτσι
ήταν η Ραλλού, όταν τη γνώρισε ήταν λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερή του. Κι είχε
σηκώσει και κρατήσει γερά, βάρη άταιρα με τα χρόνια μα και τη δύναμή της.
Τα σήκωσε και τα άντεξε αγόγγυστα. Κι
έγινε λιμάνι για τόσους ανθρώπους, που τους στήριξε και τους φύλαξε στους
δύσκολους καιρούς σιμά της.
Και τότε ένιωσε για πρώτη φορά όχι την
ανάγκη να την στηρίξει από ευγνωμοσύνη, σαν πιστό σκυλί που θα αφήσει την
τελευταία του πνοή, προστατεύοντας τον άνθρωπο που διάλεξε να αγαπά.
Μα την ανάγκη να την προστατέψει , να
σηκώσει τα βάρη της για να προλάβει εκείνη να ζήσει ότι ψήγματα της νιότης της
υπήρχαν ακόμη, αυτής που τόσο πρόωρα της έκλεψαν.
Κι ήταν λες και το διαισθάνθηκε η Ραλλού
και περιπλανήθηκαν γύρω και μέσα στην Πλάκα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη κι ήταν
τόσο ανάλαφρη σα να είχαν σβήσει ένα σωρό δύσκολα χρόνια από το χάρτη της ζωής
της.
Κοίταξε δίπλα της και είδε το Νικόλα να
της χαμογελά και πίσω του μέσα στην εκτυφλωτική έκρηξη του ήλιου θάρρεψε πως
είδε τη φιγούρα του πατέρα της να της κλείνει το μάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου