Το ορθάνοιχτο παράθυρο και η μπαλκονόπορτα
άφηναν το πρωινό αεράκι να τρυπώνει παιχνιδιάρικα στο φωτεινό δωμάτιο.
Η Αθηνά στάθηκε για μια στιγμή μετέωρη στο
κέντρο του δωματίου της. Το γαλάζιο του πελάγου την καλούσε, μα κάτι την
τραβούσε στο βορινό παράθυρο.
Καθώς το ξενοδοχείο ήταν πάνω στη θάλασσα
έβλεπε από εκεί τα πυκνοφυτεμένα πεύκα με τα σκόρπια αρχοντικά ανάμεσά τους ν’
ανηφορίζουν τον λόφο.
Ακούμπησε στην ξύλινη κάσα και στο
περβάζι του παραθύρου και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί σε αυλές, σε σκιερές
βεράντες. Περίτεχνα σιδερένια κάγκελα
φορτωμένα με αγιόκλημα, φούλια, περικοκλάδες. Και πεύκα. Άφηναν το άρωμά τους
να πλανιέται σαν δροσερή ανάσα.
Στερέωσε ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα για να
μην χτυπούν από το αεράκι και πήγε κι ασφάλισε εκείνα του μπαλκονιού.
Έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι που κοίταζε
βόρεια, βγάζοντας μόνο τα παπούτσια της. Άφησε λίγο το βλέμμα της να πλανηθεί
στις κορυφές των δέντρων και στις στέγες που φαινόταν από το παράθυρο.
Τα μάτια της βάρυναν και για πρώτη φορά
έπειτα από πολύ καιρό έπεσε σε έναν βαθύ και χωρίς όνειρα ύπνο.
Το πρωινό είχε τελειώσει κι οι σερβιτόροι
έστρωναν τα τραπέζια. Ο Θράσος ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση έστω και μία
πετσέτα να μην είναι άψογα διπλωμένη στη θέση της, ή ένα βάζο να μην είναι ακριβώς στο κέντρο του
τραπεζιού, αλλά πάραυτα διέσχισε την τραπεζαρία και το βλέμμα του εξέτασε ακόμη
και τις κουρτίνες.
Μπήκε στην κουζίνα και κατευθύνθηκε στους
πάγκους όπου η Θεώνη και η Μελέκ καθάριζαν με ιλιγγιώδη ρυθμό πατάτες η μία ενώ
η άλλη δίπλα άνοιγε φύλλα για πίτα.
Γνώριζε απ’ έξω το μενού και δε
χρειαζόταν να ελέγξει σε ποιο στάδιο βρισκόταν οι ετοιμασίες. Άλλωστε η Θεώνη
βρισκόταν στο ξενοδοχείο απ’ την στιγμή που βρέθηκε κι ο ίδιος εδώ. Κλεισμένη
στην ταπεινή κουζίνα της, ολιγόλογη και μαζεμένη. Η Θεώνη μιλούσε μέσα απ’ το
φαγητό της.
Δε θα σου έλεγε καλημέρα, αλλά να’ τη.
Άφησε τον πλάστη και του έκοψε ένα κομμάτι φρέσκια πάστα φλώρα.
Σα να
είχε αόρατες κεραίες η Θεώνη. Σαν
κάτι τον βασάνιζε ή τον ταλαιπωρούσε, εμφανιζόταν στην τρύπα που έλεγε γραφείο
του και αθόρυβα ακουμπούσε ένα πιάτο δίπλα του. Πότε γλυκό, πότε φαγητό.
Κουβέντα δεν του ‘λεγε αλλά ο Θράσος ένιωθε το χέρι της μάνας του να του
ακουμπά καθησυχαστικά τον ώμο.
Τις καλημέρισε παίρνοντας μόνο μια
χαρούμενη καλημέρα από την Μελέκ. Η Θεώνη συνέχιζε ν’ ανοίγει τα φύλλα της σε
βιομηχανικό θαρρείς ρυθμό.
Η Μελέκ θα μπορούσε να καθαρίζει πατάτες
ολημερίς με την ίδια χαρούμενη διάθεση. Η Θεώνη την είχε βρει ένα πρωί στο δρόμο για το ξενοδοχείο. Την μάζεψε
και την έφερε, την έχωσε από την πίσω πόρτα στην κουζίνα, σα σκυλί που το
μάζευε για να το ταΐσει. Την τάισε, την έπλυνε και την ξεψείριασε, κορόιδευε ο
Μιχάλης. Έπειτα άρχισε να την κουβαλά κάθε πρωί μαζί της. Η Μελέκ σφουγγάριζε,
έτριβε την κουζίνα και του τεντζερέδες, μέχρι που καθρεφτιζόσουν επάνω τους.
Καθάριζε πατάτες, κρεμμύδια, φασολάκια, έπλενε τα κρέατα.
Ο Θράσος αναρωτιόταν ως που θα πήγαινε
αυτό. Στην ουσία είχε ένα άτομο στη δούλεψή του, χωρίς να αμείβεται και
ανασφάλιστο.
Ήρθε η στιγμή που ο γέρο Σταύρος, τυπικά
βοηθός της Θεώνης στην κουζίνα και ουσιαστικά ένας γέρικος σκύλος
κουλουριασμένος στη γωνιά του να καρτερεί το μοιραίο, θα έπαιρνε σύνταξη.
Ήταν η πρώτη φορά που η Θεώνη ήρθε στο
γραφείο του χωρίς να κρατά πιάτο. Ακούμπησε ένα πάκο βρωμισμένα χαρτιά μπροστά
του.
«Θέλω τη Μελέκ στη θέση του κυρ Σταύρου».
«Από πού είναι;», τη ρώτησε ο Θράσος.
«Πακιστάν», απάντησε μονολεκτικά η Θεανώ στρώνοντας την ποδιά της.
Ο Θράσος έριξε μια ματιά στα χαρτιά που
είχε μπροστά του. Διαβατήριο, προσωρινή άδεια παραμονής. Κοίταξε τη Θεώνη
κρύβοντας το θαυμασμό του. Τι είχε σκαρφιστεί και πως κατάφερε να βγάλει άκρη
με την γραφειοκρατία που έκρυβε η υπηρεσία αλλοδαπών.
«Έτσι κι αλλιώς την έχεις εδώ κι ένα
χρόνο σχεδόν. Άφησέ τα, θα το τακτοποιήσω», αναστέναξε ο Θράσος παραδεχόμενος
την αδυναμία του.
Η Θεώνη πήγε να κινηθεί προς το μέρος του
μα το μετάνιωσε. Γύρισε και απομακρύνθηκε σιωπηλή.
Το ίδιο απόγευμα, την ώρα που το
ξενοδοχείο και οι πελάτες του ησύχαζαν, άλλοι στα δωμάτιά τους και άλλοι στην
πισίνα, απίθωσε ένα πελώριο πιάτο με
τάρτα από φράουλες και φρεσκοχτυπημένη κρέμα
δίπλα της. Το αγαπημένο του γλυκό, μα ακριβοθώρητο καθώς τόσες φρέσκες
φράουλες θα έβαζαν μέσα τον στενό προϋπολογισμό της κουζίνας.
Δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου που τρεις
φορές την ημέρα έτρωγε τάρτα με φράουλες μέχρι που τελείωσε. Έτσι η Μελέκ
συνέχισε να δουλεύει κι επίσημα πια στην κουζίνα. Σιγά σιγά τα ελληνικά της
βελτιώνονταν. Όχι πως η επικοινωνία ήταν ποτέ πρόβλημά της γιατί με το πλατύ της χαμόγελο
κατάφερνε να επικοινωνεί με τους πάντες και τα πάντα.
Ο Θράσος τελείωσε με την πάστα φλώρα και
άφησε την κουζίνα.
Πέρασε από την κεντρική είσοδο και
κατέβηκε από τις φαρδιές σκάλες. Κοντοστάθηκε καθώς με την άκρη του ματιού
παρατήρησε το λευκό μάρμαρο που ο χρόνος είχε σμιλέψει τις γωνίες του.
Το μάρμαρο ήταν πολύ ψυχρό υλικό. Και η
πέτρα. Όταν όμως γερνούσαν μαζί με το κτίριο, έτσι που αφήνει ο χρόνος τα
σημάδια του επάνω τους, οι γωνίες γλυκαίνουν και το σκληρό λευκό μαλακώνει. Κι
οι σκάλες τώρα έμοιαζαν λες και χείμαρροι νερού κύλησαν από πάνω της, τη
σμίλεψαν κι έδωσαν ψυχή στο άψυχο υλικό.
Την ίδια ακριβώς αίσθηση του έδιναν και
τα μάρμαρα στους τάφους. Πόσο θλιβεροί έμοιαζαν οι νέοι τάφοι με τα επιβλητικά
μάρμαρα, έτσι όπως ήταν ψυχροί, τόπος άξενος για τους νέους ενοίκους τους. Όμως
με το πέρασμα των χρόνων η πέτρα αλλά ίσως κι οι ψυχές γλύκαιναν σα να
αποδέχονταν πια το πέρασμα απ’ τη ζωή στο έπειτα.
Η
πισίνα, ανάμεσα στα ψηλά πεύκα, που
δέσποζε στον πίσω κήπο, έστεκε με τα νερά της ακίνητα. Ο ήλιος έλουζε το
γαλάζιο του λευκού και τα δέντρα ρουφούσαν ευγνώμονα το φως του.
Ο συντηρητής μάζευε τα εργαλεία του, ενώ
ο κυρ Στέλιος του ένεψε καθησυχαστικά.
Καθώς
έκανε τη συνηθισμένη για την ώρα βόλτα του απ’ άκρη σ’ άκρη στον κήπο, ο
κυρ Στέλιος βρήκε ευκαιρία να του ψιθυρίσει με καμάρι.
«Δε μας χρέωσε τίποτα, του είπα ότι είναι
δικό του φταίξιμο, γιατί έπρεπε κανονικά να έρθει την προηγούμενη εβδομάδα για
συντήρηση».
Ο Θράσος δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει
ικανοποίηση που ο υπάλληλός τους ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει οποιονδήποτε για
να γλιτώσει λεφτά στο ξενοδοχείο ή θλίψη. Αλλά αφού η συντήρηση του ξενοδοχείου
έπρεπε να γίνει με τον δεδομένο προϋπολογισμό, το να νιώσει οτιδήποτε ήταν
απλώς περιττό.
Μια κίνηση μέσα στα χαμόκλαδα του φράχτη
τράβηξε την προσοχή του. Κινήθηκε προς τα κει, κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν τον
έβλεπε κανείς τεντώθηκε για να δει πίσω του.
Ένας πιτσιρίκος που δε θα ήταν τεσσάρων,
χωμένος μέσα στους θάμνους. Μπροστά του ανοιγμένο ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα
τσαντάκι γιομάτο μαρκαδόρους. Ξαπλωμένος πάνω στο χαρτί και αφοσιωμένος κάτι μουντζούρωνε επάνω του κι
ο Θράσος δεν μπορούσε παρά να δει μια ξανθιά κορυφή κι ένα αφράτο ροδόλευκο μάγουλο.
Στάθηκε ακίνητος πίσω από το φράχτη. Ο
μικρός τραβούσε κοντές αργές γραμμές. Μια φιγούρα που είχε μόνο κεφάλι, πόδια
και χέρια πρόβαλε μπροστά του. Ένα καπέλο. Κι ένα χαμόγελο. Δίπλα του σχημάτισε
αργά πάλι, μα σίγουρα μια δεύτερη. Χωρίς καπέλο. Τα τεντωμένα χέρια τους
ενώνονταν. Έπειτα τρίτη. Πάλι ενωμένα χέρια. Και τέταρτη. Άλλες φιγούρες είχαν
στρογγυλό μεγάλο κεφάλι. Άλλες πιο μικρό κεφάλι και μακριές γραμμές για πόδια.
Ήταν λες κι ο πιτσιρίκος είχε ανακαλύψει μια φανταστική φυλή, με δικά της
χαρακτηριστικά και σχεδίαζε τους εκπροσώπους της. Με μεγάλα χαμόγελα. Σαν
πλάσματα από φιλικό πλανήτη.
«Νίκο, θα σε περιμένω πολύ ακόμη;»,
ακούστηκε μια δυνατή, θυμωμένη ανδρική φωνή. Ο Θράσος αναγνώρισε τη φωνή του
ένοικου του σπιτιού, πατέρα προφανώς του μικρού. Προχώρησε αδιάφορα πιο πέρα,
απομακρύνοντας μερικά μαραμένα άνθη από ένα γιασεμί.
Με τη γωνία των ματιών του είδε τον
πιτσιρίκο να σπρώχνει τα σύνεργά του κάτω από τους θάμνους και να φεύγει
τρέχοντας.
Πρέπει να ήταν περασμένες εννιά όταν η Αθηνά ξύπνησε. Και σίγουρα δεν θα
ξυπνούσε αν δεν ένιωθε ένα μοναδικό άρωμα να κατακλύζει το είναι της.
Άνοιξε τα μάτια. Το σκοτάδι ήταν απαλό, θαρρείς
και έπλεαν μέσα του λευκά ρεύματα φωτός, όχι πηχτό κι αδιαπέραστο. Από τα
ανοιχτά παραθυρόφυλλα άκουγε θορύβους και ομιλίες. Από το δρόμο κι από τα
γειτονικά σπίτια.
Σηκώθηκε, άνοιξε τα παντζούρια κι άφησε
τα μεθυστικά αρώματα να χιμήξουν στο δωμάτιο. Ήταν παιδί της πόλης και δεν ήταν
σε θέση να πει από πού ξεχύνονταν τούτες οι μυρωδιές. Μόνο τη δροσερή ανάσα του
πεύκου μπορούσε να αναγνωρίσει.
Ξεντύθηκε, αφήνοντας τα ρούχα της να
πέσουν στο πάτωμα και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό της ντουζιέρας να τρέχει
και μπήκε από κάτω. Το δροσερό νερό κύλησε αρκετή ώρα επάνω της.
Αφού σκούπισε τα νερά, άνοιξε το σακίδιό
της, τράβηξε από μέσα κάποια ρούχα και τα φόρεσε. Μαζί με το τζιν παντελόνι που
στεκόταν πεταμένο χάμω. Έβαλε τα αθλητικά της, χωρίς να μπει στον κόπο να τα
λύσει. Έδεσε κι ένα μικρό τσαντάκι γύρω από τη μέση και βγήκε έξω.
Με το που κατέβηκε, διέσχισε αθόρυβα το
φουαγιέ του ξενοδοχείου και την επιβλητική βεράντα. Ανάλαφρα και χωρίς να κοιτά
δεξιά και αριστερά. Ήταν μια ψευδαίσθηση που είχε από μικρή. Αν δεν τους κοιτάς,
δε σε βλέπουν. Αν δεν πιάσεις επαφή με
το βλέμμα τους, περνάς απαρατήρητη.
Βγήκε στο δρόμο. Μπροστά της και αρκετά
μέτρα κάτω από το δρόμο, η θάλασσα. Ο κόσμος έκανε τον βραδινό του περίπατο.
Ανάμεσά τους και παιδιά, άλλα σε
καρότσια, άλλα σε ποδήλατα και άλλα τρέχοντας ξέφρενα.
Αν τράβαγε το δρόμο δεξιά, θα έβγαινε στο
κέντρο της μικρής πόλης. Φωνές και φασαρία ξεχύνονταν από το πλήθος που πυκνό
κινούνταν πάνω στο δρόμο και ξεχείλιζε από εστιατόρια και καφέ. Ήταν αρκετό για
να την σπρώξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αριστερά ο δρόμος ανηφόριζε ανάμεσα σε
αραιοκατοικημένα αρχοντικά και τους κήπους τους. Δεν ήταν έρημος αλλά η κίνηση
ήταν αργή και αραιή. Που και που κανένα παϊτόνι περνούσε, με τα κουδουνάκια του
να προειδοποιούν τους πεζούς για να τραβήξουν στην άκρη.
Κίνησε να προχωρά κάτω από πεύκα και
πελώριους πλατάνους. Οι κήποι ήταν μεγάλοι και παρόλο που βάδιζε αργά, δεν ήταν πάντα εύκολο να διακρίνεις μέσα στο
σκοτάδι τα σπίτια που στεκόταν αγέρωχα στο βάθος τους, κρυμμένα πίσω από
δέντρα. Δεξιά, ίσως γιατί ο χώρος δίπλα
στην ακτή ήταν περιορισμένος, τα σπίτια ήταν πιο κοντά στο δρόμο και οι κήποι
απλώνονταν δεξιά κι αριστερά τους, φτάνοντας ως τη θάλασσα. Και καθώς το έδαφος
κατηφόριζε προς τη θάλασσα, πολλά σπίτια ενώνονταν με το δρόμο με μικρές
γέφυρες, που ξεκινούσαν από την αυλόπορτα και κατέληγαν σε μια πλατιά βεράντα
μπροστά τους.
Ο κόσμος καθότανε στις βεράντες ή στους
κήπους πάνω σε λευκά φερ φορζέ έπιπλα κι η Αθηνά απόρησε πως και δεν είχαν ακόμη
κατακλύσει το νησί τα μπαμπού ή τα
μοδάτα έπιπλα εξοχής.
Καθώς ανέβαινε άφησε το χέρι της να
χαϊδεύει τα αναρριχητικά φυτά που ξεχύνονταν μέσα από τα κάγκελα σκεπάζοντάς τα. Αυτό πρέπει να είναι
αγιόκλημα, σκέφτηκε, ενώ περνούσε δίπλα από έναν ολάνθιστο φράχτη. Στο νου της
ήρθε ο πατέρας της. Ήταν έντεκα όταν την
είχε πάει σε ένα θερινό στον Περισσό για να δούνε κάποια ταινία. Στο δρόμο του
γυρισμού, έγειρε δίπλα της συνωμοτικά, άνοιξε την κλειστή χούφτα του και της
φανέρωσε ένα λευκό λιτό λουλούδι με κίτρινους στήμονες.
«Μύρισε», της έτεινε.
Η Αθηνά έσκυψε κι αναγνώρισε το άρωμα που
τους τύλιγε κατά τη διάρκεια της ταινίας.
«Αγιόκλημα», της είπε και το απίθωσε στο
χέρι της.
Ήταν η τελευταία βραδιά που πήγαν κάπου μαζί.
Στην άλλη εβδομάδα θα μπάρκαρε για το στερνό του ταξίδι.
Κοντοστάθηκε μια στιγμή κι αναρωτήθηκε τι γύρευε εκεί,
ανάμεσα στα αρχοντικά με τους παραμυθένιους κόσμους τους. Ήταν πραγματικός ο
κόσμος τούτος, ή σκηνικό για ταινία εποχής;
Απογοητευμένη από τον εαυτό
της άλλη μια φορά, που ενώ ξεκινούσε να
κάνει κάτι και ένιωθε ότι θα την ευχαριστούσε, ξαφνικά ένιωθε άδεια και
απόμακρη.
Στράφηκε στη θέση της και άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο προς το ξενοδοχείο. Σε
μία μεγάλη στροφή του δρόμου προς τη θάλασσα, πρόσεξε ένα παρακλάδι δεξιά.
Δεν ήταν ιδιαίτερα φαρδύς και ήταν μάλλον
ήσυχος δρόμος. Τα σπίτια δεξιά και αριστερά ήταν διώροφα με μια μικρή αυλή
μπροστά τους. Δεν έφεραν την αίγλη αυτών του φαρδιού παραλιακού δρόμου. Μερικοί
σοβάδες πεσμένοι, κάγκελα που ήθελαν βάψιμο κι άλλα σκουριασμένα.
Ούτε φωταγωγημένα ήταν σαν τα αρχοντικά
που είχε προσπεράσει νωρίτερα. Κι ο δρόμος ακόμη φωτιζόταν αραιά, αφήνοντας
πολλά τμήματά του λουσμένα στο σκοτάδι.
Η Αθηνά τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη
σκέψη. Μέσα στην ησυχία του, στην ανυπαρξία του σχεδόν, ένιωθε να βυθίζεται. Δε
συναντούσε κόσμο και προχωρούσε αργά επιτρέποντας στο σώμα της να λούζεται στη
δροσερή βραδινή αύρα.
Ένιωσε πως μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει,
λες και τόσο καιρό κάτι βαρύ είχε καθίσει πάνω στο στήθος της δυσκολεύοντάς την.
Συνέχισε να προχωρά γεμάτη ευγνωμοσύνη για
το σκοτάδι που την έκρυβε και δε
χρειαζόταν να φυλάγεται από περίεργα βλέμματα. Ένα άρωμα ξεχώρισε από αυτό
των πεύκων κι ήταν λες και την καλούσε η μικρή Αθηνά από χρόνια πίσω. Φλαμουριά.
Θυμόταν μια φλαμουριά να μεθά τα βράδια της στο σπίτι των παιδικών της χρόνων.
Ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής της,
φορτωμένο με αρώματα φλαμουριάς στο σπίτι τους στον Περισσό. Αγιόκλημα. Αυτή κι
ο πατέρας της σ’ ένα θερινό σινεμά.
Κεφτέδες στο φούρνο. Κυριακάτικο γεύμα με
τους γονείς της. Έπειτα έφυγε ο πατέρας της και τ’ αρώματα άλλαξαν. Ξίνισαν,
άφηναν μία ενοχλητική οξύτητα που την έκανε να μη θέλει να γυρνάει σπίτι.
Το
λάδι από το καντήλι, το χαμομήλι που έβραζε συνέχεια, φαρμακίλα. Και τα φαγητά
που προσανατολίζονταν σε βραστά χορταρικά, αλάδωτα συχνά.
Λες κι έπρεπε να εξιλεωθεί για κάτι που είχε
κάνει, η μάνα της έπεσε σε μια ασταμάτητη νηστεία και ατελείωτη προσευχή. Τι
άλλο φοβόταν πως είχε να χάσει; Τον εαυτό της; Έτσι κι αλλιώς την ύπαρξη της
Αθηνάς είχε πάψει να την παρατηρεί.
Κι αντί για λαχταριστούς κεφτέδες και
μοσχομυριστά γλυκά, στην κουζίνα μόνιμα έβραζαν καυκαλήθρες κι άλλα άγευστα
χορτάρια.
Η Αθηνά προχώρησε μέχρι που έφτασε στην
κορυφή του δρόμου. Έπειτα έστριβε απαλά και χανόταν. Γύρισε και κοίταξε κάτω.
Στάθηκε καταμεσής με ανοιχτά τα πόδια.
Μετά από χρόνων άσκοπες και ασταμάτητες
περιπλανήσεις, σα σκύλος που απλά γυρίζει γύρω από την ουρά του, ένιωσε πως
υπάρχει ένας τόπος που θα μπορούσε να μείνει ήσυχη. Ακίνητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου