Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ





















GRAND MAJESTIC



                                        
























      Ο Θράσος διέσχισε το φουαγιέ και βγήκε από την κεντρική είσοδο. Το λευκό του τρύπησε το βλέμμα κι ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές ώστε να τους δώσει την ευκαιρία να προσαρμοστούν. Κάποιες φορές του φαινόταν τόσο σκληρό, σαν κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη που του χάραζαν το πρόσωπο.
      Η λευκή ώρα, έτσι την αποκαλούσε. Το φως αντανακλούσε πάνω στο λευκό μάρμαρο που τύλιγε τους χώρους του ξενοδοχείου. Την φαρδιά βεράντα που το μέγεθός της προσομοίαζε  κατάστρωμα καραβιού και  την επιβλητική σκάλα που πλάταινε κατεβαίνοντας με τα μαρμάρινα κάγκελά να  καμπύλωνουν προς τα έξω.
      Μάρμαρο λευκό που οι γωνίες του είχαν λειάνει και στρογγυλέψει με το πέρασμα των χρόνων. Τα νερά της βροχής το ξέπλυναν και χτυπήθηκαν αλύπητα επάνω του. Χιλιάδες βήματα, άλλα ράθυμα, άλλα αποφασιστικά, άλλα κουρασμένα κι άλλα απελπισμένα. Βήματα που ηχούν ασήκωτα βάρη.
      Τα βήματα, σκεφτόταν ο Θράσος είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Τα βήματα όχι τα μάτια. Όπως όταν καθόταν στο μικρό του γραφείο κάτω από την επιβλητική σκάλα που ανέβαινε στους πάνω ορόφους, το γραφείο που έμοιαζε περισσότερο με γκισέ ταμία σε Τράπεζα, στενό, επενδυμένο από ξύλο και με τζάμι να το χωρίζει μπροστά και στο πλάι, έτσι ώστε οι πελάτες που περνούν να έχουν οπτική επαφή μαζί του. Όταν καθόταν εκεί άκουγε τα βήματα των ανθρώπων τριγύρω. Άκουγε τα βήματά τους για τριάντα σχεδόν χρόνια που τα περισσότερά τους ήταν υπεύθυνος για τη διεύθυνση αυτού του ξενοδοχείου. Και ήξερε. Αναγνώριζε πολύ πριν τους δει, το θυμό, την απελπισία, την ανυπομονησία. Την ευγένεια και την αγένεια.
      Ετούτη η λευκή και αθόρυβη ώρα, ώρα που λες πως οι ήχοι της νύχτας είχαν κοπάσει νικημένοι απ’ την κούραση, ενώ οι ήχοι της μέρας δεν έχουν αρχίσει ακόμα. Ο Θράσος σκεφτόταν πως ήταν ίσως ανύπαρκτη. Πως ο Θεός του έκλεινε το μάτι εκείνη την ώρα το πρωί και τον άφηνε να κλέψει από τον πραγματικό χρόνο. Ήταν κλεμμένος χρόνος,  χρόνος μόνο γι’ αυτόν.
      Στάθηκε στην κορυφή της σκάλας, τα χέρια πεσμένα άβουλα πλάι. Το βλέμμα του βυθίστηκε για μια στιγμή στο πέλαγος και φαντάστηκε πως βάδιζε κατεβαίνοντας βήμα βήμα στα βάθη του. Έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε να βυθίζεται στη γαλήνη του.
      «Κύριε Θράσο, νομίζω πως δε δουλεύει το σύστημα καθαρισμού της πισίνας».
      Ο Θράσος γύρισε αργά, λες και πήρε όλο το χρόνο που του χρειαζόταν για να αναδυθεί από τα βάθη του γαλάζιου υγρού. Είδε τον κυρ Στέλιο να στέκεται μπροστά του, με τα χέρια απολογητικά απλωμένα λες κι ευθυνόταν ο ίδιος για τη βλάβη. Τον κοίταζε κι ένιωθε πως έσταζε, λες κι ήταν πράγματι βρεγμένος ως το κόκαλο.
      «Και τι θέλεις κυρ Στέλιο; Να πιάσω την πένσα και το κατσαβίδι και να το φτιάξω;».
      «Όχι δα. Το κοιτάζω εγώ και το συνεργείο είναι στο δρόμο».
      Ο κυρ Στέλιος πήρε να βαδίζει προς την πίσω αυλή και ο Θράσος κίνησε προς τα μέσα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο πέλαγος. Σα να ήθελε να ζητήσει συγνώμη για την προδοσία. Να υποσχεθεί πως την επόμενη φορά δε θα έμπαινε κανείς ανάμεσά τους.
      Και τη στιγμή εκείνη είδε το καταμαράν να προσδένει στην προβλήτα. Δεν του τράβηξε το ενδιαφέρον καθώς δεν ήταν ώρα που δεχόταν αφίξεις στο ξενοδοχείο τους.
      Διέσχισε το επιβλητικό πάτωμα από λευκό και μαύρο μάρμαρο που δέσποζε στο φουαγιέ. Σα δάπεδο σκακιέρας. Η ξύλινη ρεσεψιόν ήταν άδεια, ενώ οι αίθουσες που φιλοξενούσαν το σαλόνι απέναντι της είχαν ορθάνοιχτες τις πόρτες. Τα ψηλά παράθυρα ήταν ανοιχτά και οι λεπτές σαν ρυζόχαρτο κουρτίνες θρόιζαν στο φύσημα του ανέμου. Το φως στα σαλόνια ήταν γλυκό και ήρεμο καθώς αυτά κοιτούσαν στη δύση. Αντίθετα στην τραπεζαρία από την απέναντι πλευρά, που ήταν ήδη στρωμένη, τα ξύλινα σκίαστρα ήταν κλειστά για να προστατέψουν το χώρο από το δυνατό πρωινό ήλιο, ενώ τα παραθυρόφυλλα από μέσα έστεκαν ορθάνοιχτα να επιτρέπουν την πρωινή δροσιά να τρυπώνει μέσα.
      Με άγρυπνο βλέμμα χτένισε τη μία αίθουσα μετά την άλλη και προχώρησε στο γραφείο του. Ο υπολογιστής του περίμενε ανοιχτός.
      Την ήσυχη τούτη ώρα που ακόμη και το προσωπικό εργαζόταν αθόρυβα και αόρατα κάτω από τη δρακόντεια επίβλεψή του, μην τυχόν και ταραχθεί η ησυχία των πελατών, του άρεσε να απαντά στα αιτήματα κρατήσεων που είχε σε αναμονή από την προηγούμενη.
      Άνοιξε με το ποντίκι το πρώτο email, από ένα τουριστικό γραφείο που του έστελνε συχνά πελάτες. Ήταν εύκολη υπόθεση. Θα του έλεγε πως δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει. Το γραφείο του ζητούσε διαθεσιμότητα για ένα γκρουπ ηλικιωμένων εκδρομέων στο νησί για περίπου πενήντα κλίνες.
      Καθώς έγραφε λίγες αράδες ευγενούς άρνησης με την πρόφαση μη ύπαρξη διαθεσιμότητας, για μια στιγμή αισθάνθηκε τύψεις. Θα ήταν ανάσα τόσα άτομα, προβληματίστηκε. Αναλογίστηκε την οικονομία που έκανε στις προμήθειες, στα υλικά στην κουζίνα. Στα ασταμάτητα μερεμετίσματα του κυρ Στέλιου που διατηρούσανε την κατάσταση του ξενοδοχείου αξιοπρεπή αλλά δεν έκρυβαν την ανάγκη μιας ριζικής ανακαίνισης.
      Συνέχισε να γράφει αποφασιστικά. Δεν είμαστε αλυσίδα του συρμού, θύμισε στον εαυτό του. Δε ρίχνουμε τις τιμές για να γεμίσουμε με μπούγιο τους διαδρόμους μας.
      Χαμογέλασε μέσα του. Μπούγιο ήταν η σωστή λέξη για να περιγράψει κανείς ένα γκρουπ από ενθουσιώδεις συνταξιούχους εκδρομείς. Η πείρα του  είχε διδάξει πως ήταν πολύ πιο ανώδυνο αλλά και αθόρυβο για μια ξενοδοχειακή μονάδα να φιλοξενήσει την εκδρομή αποφοίτησης ενός λυκείου παρά ένα γκρουπ ηλικιωμένων.      Έκλεισε το mail όσο πιο ευγενικά μπορούσε και πάτησε αποστολή.
       Η πολιτική του ξενοδοχείου ήταν ρητή. Όχι στο μαζικό τουρισμό, αλλά στην εξατομικευμένη εξυπηρέτηση του πελάτη. Και τα χρόνια που βρισκόταν εδώ πέρα, ένιωθε να μεγαλώνει και να γερνά μαζί με τους πελάτες τους καθώς οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς ήταν μόνιμοι. Τώρα πια ήξερε και την ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης των περισσοτέρων τους μέσα στο έτος.
      Άνοιξε το δεύτερο μήνυμα και διάβασε προσεχτικά. Ζητούσαν στοιχεία για ένα δίκλινο δωμάτιο ανάμεσα στις 28 Ιουνίου με 3 Ιουλίου. Υπέγραφε κάποια κυρία Πολίτη και διευκρίνιζε με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τις προτιμήσεις της. Θα ήθελε το δωμάτιο να έχει οπωσδήποτε θέα και να είναι γωνιακό.
      Ο Θράσος διασκέδασε τη σκέψη του προσπαθώντας να φανταστεί την κυρία Πολίτη. Νέα, έκλεινε δωμάτιο γι’ αυτήν και το σύζυγό της. Η γυναίκα της εποχής, τα κάνει όλα και συμφέρει. Κλείνει δωμάτιο, φροντίζει να είναι όλα στην εντέλεια. Θα έχει κανονίσει τα πάντα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η ζωή της, η δουλειά της προφανώς, καλοκουρδισμένες μηχανές. Μόνο που έτσι δεν αφήνει καμία πιθανότητα να την ξαφνιάσει κάτι. Και δε μένει και τίποτα για τους άλλους να της προσφέρουν.
      Της απάντησε λέγοντας της πως είχε ένα γωνιακό δωμάτιο με παράθυρα από τις δύο μεριές του και την ενημέρωσε για τις τιμές. Έκλεισε το mail γράφοντας πως θα είναι στη διάθεσή της για οποιαδήποτε πληροφορία όταν μία κίνηση τράβηξε την άκρη του βλέμματός του.
      Ύψωσε τα μάτια και είδε μια λεπτή νεαρή με κοντοκουρεμένα ξανθοκάστανα μαλλιά, τζην κι ένα σακίδιο στην πλάτη. Τα μάτια της σκίαζαν γυαλιά.
            Αν κάποιος τον ήξερε καλά θα καταλάβαινε πως για μια στιγμή τον εγκατέλειψε η αυτοκυριαρχία του. Χωρίς να κουνήσει ούτε βλέφαρο, ταράχτηκε κατάβαθα από τη διαπίστωση πως δεν αντιλήφθηκε τα βήματά της.
      «Καλημέρα σας. Μπορώ να κάνω κάτι για σας;».
      «Καλημέρα. Δεν έχω κάνει κράτηση γιατί…..». Κάτι πήγε να πει αλλά φαίνεται πως το μετάνιωσε. «Υπάρχει ίσως κάποιο διαθέσιμο δωμάτιο;».
      Ο Θράσος στράφηκε στον υπολογιστή να ελέγξει την διαθεσιμότητα. Αυτό ήταν  εντελώς περιττό μιας και ήξερε καλά ακριβώς ποια δωμάτια ήταν κατειλημμένα, κάθε άφιξη που αναμενόταν, καθώς και κάθε προγραμματισμένη αναχώρηση. Στην ουσία, ενώ έκανε πως έψαχνε, έκλεινε ήδη ένα από τα πιο αγαπημένα του δωμάτια για την κοπέλα που καθόταν μπροστά του. Από το μπαλκόνι του έβλεπε βορειοανατολικά, και ακόμη και ξαπλωμένος κάποιος στο κρεβάτι μπορούσε να βλέπει τα καράβια της γραμμής καθώς ακολουθώντας το δρομολόγιο τους ερχόταν από το διπλανό νησί να αγκυροβολήσουν στο δικό τους. Από το βορινό δε παράθυρο έβλεπες τα αρχοντικά να ανηφορίζουν τους λόφους και να χάνονται τελικά ανάμεσα σε πυκνά πεύκα. Αυτό το δωμάτιο θα έπρεπε να δώσει στην ανυπόμονη κυρία που τους είχε στείλει mail για να κλείσει το τέλειο δωμάτιο, αλλά η κοπέλα που βρέθηκε στην πόρτα έμοιαζε με αδέσποτο σκυλί που περνούσε το κατώφλι του ελπίζοντας σε ένα ξεροκόμματο. Αλλά θα φοβόταν να πλησιάσει κοντύτερα για λίγα χάδια.
      Η άφιξή της ήταν τυχαία, αποτέλεσμα παρορμητισμού ή ανάγκης. Πίσω από το υπηρεσιακό του ύφος ο Θράσος έκρυβε καλά το γεγονός πως τα δωμάτια που έπαιρναν οι φιλοξενούμενοι οφείλονταν συχνά στην εντύπωση που του προκαλούσαν. Μπορεί να μην έδιωχνε το ζευγάρι που ήταν έτοιμο να σκίσει τις σάρκες του πίσω από την πολιτισμένη συμπεριφορά του, αλλά εύκολα θα τους έβαζε σ’ ένα άχαρο πίσω δωμάτιο. Κι ας είχε τα μισά του δωμάτια άδεια. Κι αν τυχόν παραπονιόντουσαν θα τους διαβεβαίωνε πως με την πρώτη ευκαιρία θα τους μετέφερε σε άλλο δωμάτιο. Και θα τους άφηνε να περιμένουν. Ή ακόμη καλύτερα θα τους μετέφερε από το ένα άχαρο δωμάτιο στο άλλο.
      «Έχουμε ένα δωμάτιο», έκανε αδιάφορα. «Γνωρίζετε πόσο καιρό θα μείνετε στο ξενοδοχείο μας;».
      Η κοπέλα δάγκωσε τα χείλη και απάντησε βεβιασμένα.
      «Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Ήταν λίγο ξαφνικό, δεν έχω προγραμματίσει».
      Ο Θράσος την κοίταξε ήρεμα κι αναρωτιόταν πώς να είναι τα μάτια της που κρύβονταν κάτω από τα γυαλιά με τους μπλε γκρι φακούς.
      «Την ταυτότητά σας, παρακαλώ».
      Έβγαλε ένα πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του τζην παντελονιού αφήνοντάς τον ν’ αναρωτιέται. Οι τσάντες είναι αναπόσπαστο στοιχείο της γυναικείας προσωπικότητας. Η νεαρή αυτή το τελευταίο που ήταν, ήταν συνηθισμένη.
      Κράτησε την ταυτότητά της, όπως συνήθιζε και φώναξε τον Μιχάλη να την οδηγήσει στο δωμάτιό της.
      «Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε και θα σας τη δώσω μόλις κατεβείτε», έκανε υπηρεσιακά όπως συνήθιζε. Την ώρα που απομακρυνόταν κατάλαβε γιατί δεν είχε προσέξει τα βήματά της.
      Δεν ήταν που έμοιαζαν σχεδόν αθόρυβα, λες και ο ήχος τους έσβηνε σε ένα παχύ χαλί. Βοηθούσαν και τα αθλητικά της παπούτσια σ’ αυτό. Ήταν σα να είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της να μην ακούγεται. Να περνά αθόρυβη.
      Τα βήματά της ήταν τόσο διστακτικά και αβέβαια, σα να πίστευε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Σαν καταπατητής που κρύβει τα ίχνη του.


      Κρατούσε την ταυτότητα στο αριστερό του χέρι και την επεξεργαζόταν. Του είχε κάνει αμέσως εντύπωση η ηλικία της νέας τους φιλοξενούμενης. Τριάντα τριών χρονών. Ξαφνιάστηκε. Δεν την έκανε πάνω από εικοσιπέντε. Και δεν έφταιγε μόνο το κοντοκουρεμένο μαλλί, το τζην και τα αθλητικά παπούτσια. Το πρόσωπό της, άβαφο εντελώς, έμοιαζε με παιδικό.
      Αθηνά Τερζή. Μόνη σκέφτηκε ο Θράσος. Θα έβαζε το δεξί χέρι στη φωτιά πως η κοπέλα αυτή ήταν μόνη. Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να ανήκει οπουδήποτε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά του έφερνε στο νου την εικόνα ενός λύκου, καθώς σέρνει τα μοναχικά του βήματα σε  έρημη, παγωμένη περιοχή.
      Αυτό ήταν ένα συναίσθημα που το ήξερε ο ίδιος καλά.
      Είναι άραγε παράξενο πως η μοναξιά μοιάζει τόσο με ανυπαρξία; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να αισθάνεται πως δεν υπάρχει καν, δεν έχει ταυτότητα. Μήπως οι άνθρωποι που έχει κάποιος γύρω του, παιδιά, σύζυγοι, αδέρφια λειτουργούν σα μάρτυρες της ύπαρξής του;
      Κι αν δεν υπάρχουν μάρτυρες πως υπάρξαμε, αν δεν αφήσαμε μέσω άλλων ανθρώπων το αποτύπωμά μας σ’ αυτόν τον κόσμο, διαγράφεται η ύπαρξή μας η ίδια;
      Αν μου συμβεί κάτι και δεν ξυπνήσω μια μέρα, κανείς δε θα μ’ αναζητήσει. Κι αφού κανείς δε θα πει πως χάθηκα, πάει να πει πως δεν υπήρξα;
      Καταχώρησε τα στοιχεία της Αθηνάς Τερζή στον υπολογιστή και σκάναρε την ταυτότητά της. Άνοιξε το πάνω συρτάρι του γραφείου και την έβαλε μέσα. Σα να ήθελε να την προστατέψει από περίεργα βλέμματα.
      Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε δίπλα στο γραφείο και διέκρινε ένα αργό και μεγαλόπρεπο βήμα. Αργό από τα χρόνια που το βάραιναν, τα αρθριτικά που είχαν απλώσει την κυριαρχία τους επάνω στο σώμα. Όμως αγόγγυστα, χωρίς να βαρυγκωμά για την ταλαιπωρία που το βασάνιζε και χωρίς να ντρέπεται για τη δυσκολία που αντιμετώπιζε.
      Η κυρία Ραλλού θα σήκωνε το βήμα της όποτε ήταν έτοιμη. Αδιαφορώντας για τους άλλους γύρω της και με τέτοια αποφασιστικότητα που δεν επέτρεπε κανέναν γύρω της να τη λυπηθεί. Πίσω της ακούγονταν το σύρσιμο της παντόφλας της καμαριέρας της, μόνιμης συντροφιάς της τα τελευταία πέντε χρόνια.
      Ο Θράσος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία. Τράβηξε το κάθισμα στο τραπέζι δίπλα στο ανατολικό παράθυρο, εκεί που κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ καθόταν η κυρία Ραλλού Μαλτέζου. Για να πάρει το πρωινό, το γεύμα και το δείπνο της.
      Την καλημέρισε καθώς έφτανε στο τραπέζι της και αφού κάθισε την βοήθησε να σπρώξει την καρέκλα στη θέση της. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα και έφερε από ένα ποτήρι φρεσκοστυμμένο χυμό γι’ αυτήν και την καμαριέρα της.
      Αυτή του η συνήθεια είχε καλλιεργηθεί με τα χρόνια, καθώς τα τελευταία έντεκα χρόνια η κυρία Ραλλού κατέλυε τα καλοκαίρια στο ξενοδοχείο τους.
      Τα έξοδα και τη διαμονή της τα φρόντιζαν η κόρη κι ο γαμπρός της, ενώ οι ίδιοι περνούσαν τα καλοκαίρια τους ανάμεσα στις επιχειρήσεις τους στο διπλανό νησί και στην Αθήνα.
      Η κυρία Ραλλού δεν μοιράζονταν την κοσμική τους διάθεση και αφού το σπίτι τους στο νησί είχε πουληθεί εδώ και χρόνια, έκλεινε δυο μήνες κάθε καλοκαίρι στο ξενοδοχείο τους.
      Καθώς τους δύο αυτούς μήνες του καλοκαιριού, η κυρία Ραλλού ήταν η ένοικος που κατέβαινε πρώτη από το δωμάτιό της, πριν καλά καλά ανοίξει η κουζίνα, είχε καλλιεργηθεί ανάμεσά τους αυτός ο ιδιότυπος πρωινός χαιρετισμός. Ο Θράσος της ετοίμαζε ένα χυμό ώστε να μην περιμένει νηστική ωσότου ανοίξει η κουζίνα. Το πρωινό της  έτσι κι αλλιώς ήταν λιτό, όπως και το φαγητό γενικότερα.
      Λιτή ήταν όλη η παρουσία της. Τα μαλλιά της λευκά, κοντοκουρεμένα, το ντύσιμό της απλό, συνήθως λευκό. Το πρόσωπό της άβαφο. Ένα δαχτυλίδι μονάχα την κοσμούσε.
      Το βλέμμα της ήρεμο αλλά κατά κάποιο τρόπο απόμακρο, έβαζε φρένο σε όποιον είχε διάθεση για περαιτέρω διαχυτικότητα.
      Την καμαριέρα της αυτή την είχε χρόνια δίπλα της, μάλλον γιατί συμμεριζόταν την λιτότητά της στο λόγο. Καθόταν δίπλα της κρατώντας συνήθως ένα βελονάκι και πλέκοντας, γνωρίζοντας από πριν τις συνήθειες της κυράς της, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να της ζητήσει οτιδήποτε. Αντιλαμβανόταν από το βλέμμα και μόνο πότε ήθελε να σηκωθεί από το τραπέζι και που ακριβώς σκόπευε να μετακινηθεί μετά.
      Η Ραλλού κατέβασε αργά μία γουλιά από το χυμό της και απίθωσε το βλέμμα πάνω στη γαλήνια κίνηση του πρωινού στη θάλασσα. Βάρκες και ψαροκάικα πηγαινοερχόταν δίνοντας ζωή στα θαλασσινά μονοπάτια.
      Τέτοια ώρα το πρωί η Ραλλού έπαιρνε τον καφέ της και καθόταν στο φαρδύ πεζούλι στο ανατολικό παράθυρο του σαλονιού της. Το πεζούλι προεκτεινόταν προς τα μέσα, με ξύλινη ζαχαρί επένδυση, σχηματίζοντας ένα μεγάλο παγκάκι κλειστό από γύρω που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος. Επάνω του είχε ριγμένα λευκά μαξιλάρια που τα είχε κεντήσει η γιαγιά της η Ραλλού με όμορφα ζωηρόχρωμα σχέδια.
      Δίπλα η Ραλλού είχε πάντα ακουμπισμένα βιβλία και όταν κούρνιαζε στην αγαπημένη της γωνιά, άνοιγε πάντα το βιβλίο που διάβαζε. Το παράθυρο όταν ο καιρός το επέτρεπε ήταν ανοιχτό και οι αέρινες λευκές κουρτίνες θρόιζαν γύρω της.
      Έξω απλωνόταν το απόλυτο γαλάζιο ωσότου άγγιζε τις απέναντι ανατολικές ακτές. Τέτοια ώρα το πρωί κανείς δεν είχε σηκωθεί ακόμη στο σπίτι της κι εκείνη απολάμβανε το κίνημα της ημέρας καθώς άφηνε να βυθίζεται το βλέμμα της στα νερά. Πάντα εκεί ένιωθε να ανήκει κι ένιωθε περαστική απ’ τον κόσμο αυτό. Σα να αναδύθηκε από τα νερά αυτά κι έχασε το δρόμο της για να πλανηθεί για λίγο σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο ώσπου να βυθιστεί ξανά μέσα τους.
        Αυτή ήταν η μόνη στιγμή απόλυτης ηρεμίας και μια στιγμή που της χάριζε απρόσμενη ανακούφιση. Σα να υπήρχε ένας κόσμος αληθινά δικός της, έτοιμη να τη δεχτεί οποιαδήποτε στιγμή πίσω.
      Σιγά σιγά άρχισαν ν’ ακούγονται αμυδροί ήχοι από την κουζίνα. Η Ραλλού άφησε έναν αναστεναγμό καθώς έπρεπε ν’ αποχωριστεί την πρωινή γαλήνη.
      Έριξε μια ματιά στον καταπράσινο κήπο που φούντωνε και έπνιγε το μωσαϊκό της αυλής. Είδε ολοζώντανα μπροστά της ένα μικρό κοριτσάκι, ξυπόλητο να προσπαθεί με τα αφράτα χεράκια του να πιάσει μια πεταλούδα στη χούφτα του.
      Τα μάτια της έτσουζαν απ’ την προσπάθεια να κρατήσει τα δάκρυά της καθώς έβλεπε ολοζώντανο μπροστά της τον εαυτό της στην ηλικία των τριών τεσσάρων ετών. Τα μαλλιά της μετά βίας είχαν αφήσει μερικές μακρύτερες καστανές μπούκλες να πλαισιώνουν το λευκό πρόσωπό της. Ήταν λιγοστά από τότε που γεννήθηκε και μόλις είχαν αρχίσει να μακραίνουν μερικές τούφες.
      Η ζωή της είχε χαρίσει τα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Τα έφερνε μπροστά της κι ήταν πραγματικά λες κι έβλεπε μια ξένη πια ζωή κι όχι τη δική της.
      Τη ζωή αυτή την είχε κλείσει καλά σ’ ένα κουτάκι στο μυαλό της που το άνοιγε μόνο όταν το είχε ανάγκη. Όποτε έπρεπε να κρατηθεί από κάπου. Αλλά απλά και μόνο για να νιώσει καλύτερα. Έπειτα το έκλεινε, πατούσε τα πόδια της στη γη και προχωρούσε.
      Αργότερα η ζωή, σα να την πρόσεξε ξαφνικά και να θεώρησε πως της είχε προσφέρει πάρα πολλά, αποφάσισε να της τα πάρει πίσω. Λες κι είχε ζήσει στα πρώτα χρόνια της ζωή δανεική.
      Στην ηλικία των έντεκα έχασε τον πατέρα της, τη ζωή της όλη. Ο καπετάν Γιάννης ήταν ο ίδιος η χαρά της ζωής της, η ζωή της όλη. Όταν γεννήθηκε, για τρία ολόκληρα χρόνια δεν έκανε κανένα ταξίδι.
      Ακόμη έκλεινε τα μάτια και ένιωθε τα στιβαρά χέρια του να την εκσφενδονίζουν στα ουράνια. Άκουγε το γέλιο της να σμίγει με το δικό του. Εκεί ψηλά στα χέρια του ήταν η κορυφή του δικού της κόσμου. Το Έβερεστ της. Τίποτα δε λαχταρούσε πιότερο.
      Κι έτσι ψηλά κυλούσαν τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ψηλά στα χέρια του. Ψηλά, μαθαίνοντας να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Τα μάτια του που δε σταματούσαν ποτέ στα μικρά και ασήμαντα του κόσμου γύρω του. Λες και φιλτράριζε τα πάντα κι έφταναν τα μάτια του μόνο η ομορφιά, η καλοσύνη και τα σπουδαία του κόσμου τούτου.
      Τα παιδικά χρόνια της Ραλλούς  ήταν πλημμυρισμένα από αστραφτερό φως. Εκτυφλωτικό. Λες και ήταν πάντα φωτεινό καλοκαίρι. Ώσπου το ατελείωτο αυτό καλοκαίρι κόπηκε απότομα, όταν η καρδιά του καπετάν Γιάννη σταμάτησε έξαφνα να χτυπά. Στα έντεκά της χρόνια ακριβώς, Αύγουστο, δυο μέρες πριν τα γενέθλιά της.
     Καμιά προειδοποίηση δεν υπήρξε, ή ένδειξη πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
     Κι έτσι ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω της και το καλοκαίρι της ζωής της τελείωσε.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου