Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

10ο κεφάλαιο



      Το γυμνάσιο για τη Ραλλού υπήρξε πραγματική όαση. Ένας κόσμος που επεκτείνονταν πέρα από τα δικά της κάγκελα. Μα πιότερο, ένας κόσμος που μέσα του χωρούσε κι ο Κυριάκος.
      Μπορεί το σχολειό τους να ήταν θηλέων και αρένων, αλλά στον μικρόκοσμο τους είχαν ατελείωτες ώρες να συναντιούνται στα διαλείμματα, στον πηγαιμό και την επιστροφή.
      Η ζωή της στο σπίτι δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Η παγωμένη συμπεριφορά της Εριφύλης συνέχιζε να στραγγίζει κάθε πνοή ζωής, αλλά δεν άγγιζε πια τη Ραλλού. Ίσως τη βόλευε κιόλας, γιατί η ελάχιστη επαφή, κι αυτή στο μεσημεριανό φαγητό, της έδινε ευκαιρίες για ξεπορτίσματα. Το Λενιώ συνέχιζε να την καλύπτει. Ήξερε με ποιόν περνούσε τα μεσημέρια του το κορίτσι τους. Γνώριζε και τον Κυριάκο και την οικογένειά του. Χαμογελούσε με την παιδική φιλία τους και χαιρόταν που είχε σπάσει η μοναξιά της Ραλλούς.
      Όταν πήγαινε στο κτήμα, ο Κυριάκος την έπαιρνε πάντα μαζί του. Είχε μάθει πια τα πάντα για το μάζεμα της ελιάς, τις αρρώστιές της. Τη φροντίδα του δέντρου, το καθάρισμα από τα ζιζάνια.
      Όταν ο καιρός ήταν καλός κατέβαιναν στον κόλπο τους για μπάνιο και τα καλοκαίρια δεν πέρναγε μέρα χωρίς να βουτήξουν. Συχνά  κουβαλούσε μαζί της κάποιο βιβλίο κι έκανε παρέα στον Κυριάκο που πάλευε για την Γεωπονία Αθηνών. Η Ραλλού αναρωτιόταν μόνο πώς θα έκανε υπομονή ένα χρόνο για να τον ακολουθήσει.
      «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;», την ρώταγε πειραχτικά.
      «Να είμαι μαζί σου», του απαντούσε γεμάτη χαριτωμένη αφέλεια εκείνη.
      Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζε τι  ήθελε να κάνει. Το μόνο που γέμιζε τη ζωή της εκτός απ’ το να συναντά το μοναδικό της φίλο ήταν ο κόσμος των βιβλίων. Λίγα απ’ την μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα της δεν είχε διαβάσει και το ίδιο συνέβαινε με τη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου της.
      Όλο της το χαρτζιλίκι το σπαταλούσε σε βιβλία, που ο κυρ Μανώλης που διατηρούσε χαρτοβιβλιοπωλείο μαζί με το γενικό εμπόριο του νησιού, της τα παράγγελνε από την Αθήνα. Αυτά που είχε στο μαγαζί του, όσα δεν είχε διαβάσει ή αδιαφορούσε, της άφηνε να τα δανείζεται κι εκείνη του τα επέστρεφε στην κατάσταση που τα έπαιρνε.
      Είχε γραφεί συνδρομήτρια και σε ένα φιλολογικό περιοδικό που ελάμβανε κάθε μήνα με το πλοίο. Το ξεκοκάλιζε ως τέλος και από εκεί ενημερωνόταν για τα λογοτεχνικά πράγματα τόσο της Ελλάδος όσο και του εξωτερικού. Λάτρευε τον Καραγάτση και ανακάλυπτε τον Τσίρκα. Ο Κυριάκος την πείραζε λέγοντας πως θα έπρεπε να περιμένει να δημιουργηθεί σχολή φιλαναγνωσίας για ν’ αρχίσει τις σπουδές της.
      Η Ραλλού από την άλλη δεν ήθελε φιλοσοφική γιατί ούτε η αρχαιολογία αλλά ούτε η φιλολογία ως επάγγελμα την ενδιέφεραν. Εκεί που μάλλον έκλεινε ήταν τα παιδαγωγικά καθώς ζήλευε τη χαρά των παιδιών, κι ένιωθε πως τη ρουφούσε. Και θα είχε και χρόνο στη διάθεσή της να απολαμβάνει κι άλλες χαρές.
      Τούτο το μεσημέρι το είχε περάσει βουτώντας ώρες μέσα στο νερό. Όταν πια βγήκε έξω αποκαμωμένη, προσπαθούσε να βρει την ανάσα της.
      Παρόλο που ήταν Μάιος, ο καιρός ήταν ιδιαίτερα ζεστός κι αφέθηκε έτσι ξαπλωμένη ν’ αντλεί θέρμη από τα ζεστά βότσαλα και τις ακτίνες του ήλιου.
      «Σήκω», της φώναξε ο Κυριάκος. «Αν αρχίσεις από τώρα να λιάζεσαι, θα καταντήσεις γύφτος».
      «Ωραίοι είναι οι γύφτοι», του απάντησε μαχμουρλίδικα και ξανάκλεισε τα μάτια
      «Τώρα κατάλαβα τι μου βρήκες», την πείραξε.
      Πήρε μικροσκοπικά βότσαλα κι άρχισε να τα πετάει στην κοιλιά του.
      «Μην λες γύφτο τον καλύτερο μου φίλο. Μόνο εγώ έχω δικαίωμα να τον αποκαλώ έτσι».
      Γέλασε, πήρε μια χούφτα βότσαλα κι άρχισε να σκεπάζει την πλάτη της. Εκείνη έβαλε τα γέλια και γύρισε στο πλάι ρίχνοντας τις πέτρες χάμω.
      Προσπάθησε να σηκωθεί ενώ την ίδια στιγμή ο Κυριάκος έσκυβε προσπαθώντας να την σκεπάσει ξανά με βότσαλα. Το μέτωπό της κουτούλησε με το δικό του και το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που είδε ασημένιες βούλες να αιωρούνται στο οπτικό της πεδίο. Έκλεισε τα μάτια.
      Όταν τα άνοιξε αισθάνθηκε το χέρι του Κυριάκου να έχει τυλίξει το κεφάλι της και να λειτουργεί ως προσκέφαλο. Πρώτη φορά το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά στο δικό του, τα μάτια του μέσα στα μάτια της. Η φωνή του ακούστηκε αδύναμη.
      «θα μου λείψεις έναν ολόκληρο χρόνο».
      Η Ραλλού γέλασε αχνά προσπαθώντας να αγνοήσει τη στιγμιαία της αδυναμία.
      «Δε λες καλά που θα λείπεις και θα στρωθώ να διαβάσω. Αν είσαι εδώ μόνο με τα κιάλια θα δω την Ακαδημία».
      Σηκώθηκαν κι οι δυο, καθώς ο Κυριάκος είχε τα βιβλία του στην αποθήκη στο κτήμα κι ήθελε να διαβάσει. Την ώρα που φορούσε τα ρούχα της την άγγιξε στο μπράτσο ωσάν να ήθελε να την σταματήσει. Τον κοίταξε ερωτηματικά.
      «Ένα χρόνο μόνο θα σε περιμένω. Μην το ξεχάσεις».
      Τα μάτια της βυθίστηκαν στα δικά του σφραγίζοντας λες μια σιωπηρή συμφωνία.












      Η Μελέκ ανέβαινε γρήγορα από τις σκάλες φορτωμένη με ένα δίσκο. Ήταν η ώρα του πρωινού κι ο νεαρός σερβιτόρος ήταν φορτωμένος από δουλειά. Η κυρία Πολίτη είχε ζητήσει το πρωινό στο δωμάτιό της.
      Η Μελέκ στάθηκε έξω από το διακόσια έξι, ισορρόπησε το δίσκο στο δεξί της χέρι και χτύπησε την πόρτα. Η τελευταία άνοιξε αστραπιαία λες και την είχε χτυπήσει ωστικό κύμα.
      «Έλα κορίτσι μου, κουνήσου. Κοντεύει η ώρα για το γεύμα».
      Η Μελέκ χαμογέλασε καθώς τα ελληνικά της ήταν απελπιστικά φτωχά ακόμη. Προχώρησε στο δωμάτιο κι ακούμπησε το δίσκο στη συρταριέρα, κάτω από τον καθρέφτη.
      «Κορίτσι μου πάρτον πίσω όπως είναι. Ζήτησα γιαούρτι και χυμούς, όχι καφέ, ούτε κρουασάν».
      Η Μελέκ δεν ήταν άνθρωπος που την πτοούσε το χάσμα της γλώσσας ανάμεσα σ’ αυτήν και οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Κατάλαβε τις λέξεις γιαούρτι, χυμός, καφές και κρουασάν. Αντιλήφθηκε   πως το θέμα ήταν στο πρωινό και με τα σπασμένα ελληνικά της χαμογέλασε καθησυχαστικά.
      «Μισό λεπτό».
      Πληκτρολόγησε τον αριθμό της κουζίνας και περίμενε να το σηκώσει η Θεώνη. Μόλις άκουσε το ακουστικό να ανεβαίνει άρθρωσε με ανακούφιση.
      «Κυρία Τεόνη;».
      Έτεινε το ακουστικό προς την κυρία Πολίτη χαμογελώντας.
      Η τελευταία έμεινε μια στιγμή να την κοιτά με την οργή να ανεβαίνει μέσα της. Έπειτα πήρε το ακουστικό και το κατέβασε με ορμή.
      «Δεν είναι δουλειά σου να μου υποδείξεις με ποιόν θα μιλήσω στο τηλέφωνο». Η φωνή της χαμηλή σαν σούρσιμο φιδιού. Τράβηξε στην πόρτα. Την άνοιξε και της την έδειξε.
      «Θεέ μου δεν καταλαβαίνεις καν τι σου λέω! Ποιος ξέρει από πού κρατά η σκούφια σου! Γεμίσαμε βρωμιάρηδες».
      Όταν ο άντρας της άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, έμεινε εμβρόντητος βλέποντας τη γυναίκα του να τραβολογά από το μπράτσο και να πετά στην κυριολεξία έξω μία κοπέλα.
      Την ίδια στιγμή ο Μιχάλης κατέβαζε δύο βαλίτσες για λογαριασμό ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Του πέσανε από τα χέρια στο θέαμα που αντίκρισε.
      Όρμησε και στάθηκε ανάμεσα στην Μελέκ και την Πολίτη. Με το χέρι του κάλυψε την πρώτη.
      «Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε ψυχρά ενώ στα αυτιά του ηχούσανε οι φωνές της κυρίας Πολίτη.
       «Το πρόβλημα είναι πως απαιτώ οι άνθρωποι που με σερβίρουν να μιλούν τη γλώσσα μου», απάντησε εκείνη με χαμηλή φωνή που σ’ έκοβε.
      «Γιατί ειδάλλως ασκείτε βία επάνω τους;», συνέχισε εκείνος στο ίδιο ύφος.
      «Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Πώς …».
      Δεν απόσωσε τα λόγια της και ένα χέρι την τράβηξε απότομα στο δωμάτιο.
      «Ζητώ συγνώμη. Ούτε κατάλαβα τι συνέβη. Είσαι καλά κορίτσι μου;».
      Η Μελέκ που από το βλέμμα του κατάλαβε πως απευθυνόταν σε εκείνη ξετρύπωσε πίσω από τον Μιχάλη.
      «Κανένα πρόμπλεμα. Καλά».
      Χαμογέλασε πλατιά για να υποστηρίξει τα λόγια της. Ο κύριος Πολίτης την κοίταζε με δυσκολία.
      «Με συγχωρείς παιδί μου».
      «Κανένα πρόμπλεμα. Καλά». Χαμογέλασε πάλι ενώ μέσα της ένιωθε το άγχος να την κυριεύει. Σκεφτόταν πως ίσως είχε παγιδευτεί σε μία κατάσταση που θα την οδηγούσε να χάσει τη θεόσταλτη δουλειά της.
      Ο Μιχάλης της ένευσε δείχνοντας το ασανσέρ και κουβάλησε τις βαλίτσες. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, η φωνή που ακούστηκε ξεπερνούσε σε ανατριχίλα αυτή της ύαινας που ξεσκίζει το σκοτάδι.
      Καθώς το ασανσέρ κατέβαινε τους δύο ορόφους ο Μιχάλης άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλα το μπράτσο της Μελέκ στο σημείο που την τραβολογούσε η Πολίτη. Εκείνη του χαμογέλασε κουρασμένα. Είχε περισσότερα ν’ ανησυχεί από μια περαστική μελανιά στο μπράτσο της.
      «Όλο καλά».
      Ο Μιχάλης κατέβασε τα μάτια κι ένιωθε να περισσεύει η ευθύνη. Έβγαλε τις βαλίτσες έξω και τις φόρτωσε στην άμαξα που περίμενε το ζευγάρι. Στάθηκε εκεί να τους βοηθήσει ν’ ανεβούν, τους αποχαιρέτησε εγκάρδια και περίμενε εκεί ωσότου η άμαξα ακολούθησε την καμπύλη του δρόμου. Τότε μόνο πετάχτηκε από τη θέση του κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Τράβηξε για την κουζίνα. Η Μελέκ έπλενε τα πιάτα που μαζεύονταν από τα τραπέζια του πρωινού.
      Ο Μιχάλης στράφηκε στην Θεανώ.
      «Μην την ξαναστείλεις επάνω. Και σίγουρα όχι σ’ αυτήν τη σκύλα στο διακόσια έξι».
      «Μα τι έγινε;», έκανε ανυπόμονη η Θεανώ. Η Μελέκ είχε πεισματικά γυρισμένη την πλάτη.
      «Όλα καλά. Όχι καφέ είπε, όχι κρουασάν. Χυμό, γιαούρτι».
      «Δεν είμαστε καλά. Της έβαλα και χυμό και γιαούρτι. Και γιατί ακούγονταν οι φωνές της μέχρι το δρόμο;», κοίταξε απορημένη η Θεανώ το Μιχάλη.
      «Μην την ξαναστείλεις», έκανε αποφασιστικά εκείνος και τράβηξε για τη θέση του στη ρεσεψιόν.
      Ο Θράσος τον είδε να στέκεται στητός στη θέση του και ευχαρίστησε την τύχη του που βρέθηκε  επάνω. Συνέχισε να απαντά στο τουριστικό γραφείο που του ζητούσε κάλυψη για τρία δίκλινα στο τέλος του μήνα. Σκεφτόταν πως αν ανέβαινε εκείνος  πριν, δε θα μπορούσε να φερθεί με επαγγελματισμό.
      Όταν ο Θράσος ξεκίνησε στη σχολή διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων ήταν το πρώτο πράγμα που του έμαθαν.
      «Δεν εξυπηρετείτε τον πελάτη επειδή τον συμπαθείτε. Δεν είναι φίλος. Δεν τρέφουμε αισθήματα γι’ αυτόν. Τον εξυπηρετούμε επειδή αυτό ακριβώς είναι η δουλειά μας».
      Εύκολα είχε περάσει στη σχολή. Ο λόγος που την είχε διαλέξει ήταν γιατί θα είχε την δυνατότητα ως σπουδαστής τα καλοκαίρια να εργάζεται ασκούμενος σε ξενοδοχειακές μονάδες. Και χρήματα θα έβγαζε και δε θα χρειαζόταν να γυρνά στο νησί. Και να πρέπει να ανέχεται τον πατέρα του και να ζει με το φόβο να συναντήσει τον Κωνσταντίνο. Όχι φόβος πια. Ενόχληση. Ήξερε πως εκείνος δε θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει. Αλλά ο Θράσος δεν ήθελε να θυμάται, ήθελε να σβήσει εκείνες τις μέρες από τη ζωή του.
      Ο μόνος λόγος που ο πατέρας του επέτρεψε να πάει στη σχολή και μάλλον θα του επέτρεπε να πάει σε οποιαδήποτε ήταν γιατί έτσι ο γιός του θα μπορούσε επιτέλους να εκδηλώσει τον ανδρισμό του. Για την τουριστικών επιχειρήσεων ένας λόγος παραπάνω.
      «Θα μάθει ξένες γλώσσες, τα ξενοδοχεία έπειτα είναι γεμάτα με ξεβράκωτες τουρίστριες. Δεν μπορεί, κάποια θα του γυαλίσει και του δικού μας του μπουχέσα. Κι άμα πάρει μπρος το μηχάνημα…».
      Ο Θράσος ξαναμπήκε στο δωμάτιό του για να μην καταλάβουν πώς τον ακούσανε. Η δόλια η μάνα του! Ο μόνος λόγος που ήθελε να σπουδάσει ο γιός της ήταν για να γλιτώσει απ’ το βαρύ ίσκιο του άντρα της. Μόνο αυτή δε θα γλίτωνε, αλλά δεν την ένοιαζε. Κι όταν ο Θράσος την κοιτούσε με τα μάτια του να στάζουν λύπη του έδινε κουράγιο.
      «Δεν έχω ανάγκη παιδί μου, αρκεί να μην τον βλέπω να σε τυραννά. Μη με σκέφτεσαι.  Αν ξέρω ότι είσαι καλά παιδί μου, καλά θα είμαι κι εγώ».
      Η φίλη του η Λίνα είχε περάσει φιλοσοφική. Εκείνη έβλεπε να χάνει τη δυνατότητα των σπουδών λόγω των χαμηλών εισοδημάτων τους. Ο Θράσος την παρηγόρησε.
      «Θα βρούμε σπίτι μαζί. Και θα πεις στους δικούς σου πως το ενοίκιο είναι το μισό. Ίσως τα καταφέρουν. Κανείς δε χρειάζεται να μάθει τίποτε. Κι αν κατεβαίνει κανείς από το νησί, όποιος πρέπει θα εξαφανίζεται για λίγες μέρες. Κάπου θα βρούμε να μένουμε».
      Κατάφεραν έτσι να τελειώσουν τις σπουδές τους χωρίς κανείς να καταλάβει πως συγκατοικούσαν. Η Λίνα αφοσιωμένη στο στόχο της έμοιαζε να λούζεται από ένα εσωτερικό φως. Λεπτή και εύθραυστη, αλλά μια φλόγα έκαιγε μόνιμα μέσα της.
      Ο Θράσος πάλι ένιωσε να ξαναγεννιέται στο ημιυπόγειο τούτο δυαράκι. Η αυλή που έβγαιναν είχε γίνει προέκταση της ζωής τους κι άπλωναν τενεκέδες με βασιλικούς και δυόσμους.
      Δούλευε τα Σαββατοκύριακα και κάποια βράδια έκτακτα σε μεγάλο ξενοδοχείο και βοήθαγε έτσι όπως μπορούσε με τα έξοδα. Βάλε και τα έσοδα από την καλοκαιρινή του δουλειά έφτασε να καλύπτει σιγά σιγά τα έξοδά του.
       Δεν υπήρχαν διακοπές που δεν δούλευε. Χριστούγεννα και Πάσχα.
      Κι έτσι σταμάτησε να γυρνάει στο νησί. Έγραφε γράμματα στη μητέρα του κι εκείνη του απαντούσε συχνά. Ούτε ζητούσε ούτε παραπονιόταν που είχαν πάψει οι επισκέψεις του.
      Πραγματικά δε γνώριζε αν θα γύριζε ποτέ στο νησί του αν δεν τους άφηνε ο πατέρας του. Είχε μόλις τελειώσει τη σχολή και δούλευε σε υπερπολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα στη Ρόδο. Ο οργανωμένος τουρισμός ήταν  τότε στα πρώτα του  βήματα και οι μεγάλες μονάδες  ελάχιστες. Με την προϋπηρεσία που είχε συγκεντρώσει, τους βαθμούς από τη σχολή και τις συστάσεις των καθηγητών του, έβρισκε τις πόρτες ανοιχτές. Ήταν και τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της σχολής και οι απόφοιτοι λιγοστοί.
      Βρέθηκε αμέσως δίπλα στη μητέρα του. Η κυρία Χρυσάνθη φώτισε λες και είχαν γεννητούρια κι όχι κηδεία. Στην προσπάθειά του να την πείσει να πάει να ζήσει μαζί του συνάντησε βράχο αντίστασης.
      «Άσε με να χαρώ κι εγώ λίγο το σπίτι μου, αλάφρωσε θαρρείς. Δεν είμαι κι ανήμπορη πια».
      Ο Θράσος έφυγε μετά τα τρίτα αλλά ήξερε πως θα γυρνούσε πίσω το συντομότερο δυνατό. Η ζωή του κύλησε απόλυτα αφοσιωμένη στη δουλειά του.
      Γι’ αυτόν οι προσωπικές σχέσεις στον μυστικό κόσμο που έπρεπε να κινείται ελλόχευαν πάντα τον κίνδυνο εκμετάλλευσης. Και δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει ξανά να γίνει κάτι τέτοιο.







      Ο Κυριάκος πέρασε στην γεωπονία. Άνετα. Η Ραλλού για να τον βοηθάει με τα διαβάσματά του κουβάλαγε τα βιβλία της και του έκανε παρέα. Εξαιτίας του οι βαθμοί της εκείνη τη χρονιά είχαν θεαματική άνοδο. Όχι ότι το πρόσεξε η κυρία Εριφύλη δηλαδή.
      Όταν ήρθε η στιγμή της αναχώρησής του ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Ο ένας χρόνος που θα τους χώριζε, φάνταζε άπειρο.
      Κατάφερε να μη δείξει τίποτε από την απελπισία της ώσπου εκείνος να φύγει. Ούτε στον εαυτό της. Όταν γύρισε την πρώτη μέρα από το σχολείο, έφαγε και κλείστηκε στην κάμαρά της συνειδητοποίησε το κενό που την τύλιξε.
      Άπλωσε τα βιβλία της πάνω στο γραφείο και άφησε το βλέμμα της κενό, να περιπλανηθεί. Σε κανονικές συνθήκες τώρα θα κινούσε με βιάση να τελειώσει τις δουλειές της. Βιάση, γιατί μετά θα το έσκαγε για να συναντηθούν.
      Τώρα ήταν μεσημέρι και ο χρόνος μπροστά της μέχρι να πάει για ύπνο έμοιαζε ατελείωτος. Στράφηκε στο δωμάτιο και ένιωσε τους τοίχους να κλείνουν, να μαζεύονται προς το κέντρο απειλώντας να την συνθλίψουν. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα κι έκρυψε το κεφάλι της. Λύθηκε σ’ ένα σιωπηλό κλάμα, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της. Την πήρε ο ύπνος και δεν ξύπνησε παρά το επόμενο πρωινό.








      Η Αθηνά προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο σκοτάδι έκανε λίγα προσεκτικά βήματα. Το βλέμμα της άρχισε να συνηθίζει και να βλέπει τις σκιές και το αμυδρό φως όπως έπαινε από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων. Κίνησε προς τα εκεί και άρχισε να τα ανοίγει ένα ένα.
      Το φως που έμπαινε μέσα έμοιαζε διάφανο. Το σπίτι, τα έπιπλα απόκοσμα, τυλιγμένα θαρρείς σε αχνή ομίχλη, έμοιαζαν να ξεπηδούν από το παραμύθι της ωραίας Κοιμωμένης.
      Άρχισε να κινείται ανάμεσά τους κι ένιωσε πως ήταν το μοναδικό ίχνος ζωής εκεί μέσα. Τα έπιπλα, οι τοίχοι και η σκάλα που οδηγούσαν επάνω έδιναν την αίσθηση της ακινησίας που είχαν οι εικόνες όπως ξεπηδούσαν απ’ τις σελίδες ενός βιβλίου. Ήταν εκεί για να υποκινήσουν τη ζωή στη φαντασία σου.
      Περιπλανήθηκε, ανοίγοντας πόρτες, παράθυρα. Έπειτα ανέβηκε στον επάνω όροφο. Ένα διπλό κρεβάτι, σιδερένιο, βαμμένο ιβουάρ. Το χρώμα είχε ξεφλουδίσει σε μερικά σημεία. Στο ίδιο χρώμα και μία ξύλινη ντουλάπα με απαλές καμπύλες.
      Στο διπλανό δωμάτιο δέσποζε ένα λιτό, μοναστηριακό σχεδόν γραφείο. Δεν θύμιζε βαριά ξύλινα γραφείο. Το ξύλο του ήταν άβαφο κι αν είχε λουστραριστεί ποτέ, το λούστρο του είχε απορροφηθεί ή ξεφτίσει. Ήταν ανοιχτόχρωμο, έμοιαζε περισσότερο με τραπέζι. Είχε όμως μια σειρά συρτάρια κάτω από τη μία πλευρά του.
      Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε απαλά το περίγραμμά του. Μία δύναμη που έμοιαζε να πηγάζει από το τραπέζι, ένιωσε να την μαγνητίζει. Τα δάχτυλά της, λες και το ξύλο ήταν ζωντανό, ακολουθούσαν ένα ζεστό ρεύμα που πορεύονταν από αυτό, συναντούσε τη θέρμη που ανέδιδε το δικό της χέρι και ενώνονταν σε μια δύναμη που δεν της επέτρεπε να το τραβήξει.
      Έκανε το γύρο του τραπεζιού και κάθισε στην καρέκλα που υπήρχε πίσω του. Από το ανοιχτό παράθυρο έβλεπε την πόλη και τη θάλασσα ως το λιμάνι. Λουσμένη στο φως σαν παιδί που άνοιγε τα μάτια του στο πρωινό ξύπνημα.
      Ακούμπησε τα χέρια της με τις παλάμες ανοιχτές να ακουμπούν την επιφάνεια του τραπεζιού.  Έκλεισε τα μάτια κι άφησε να αισθανθεί τη θέρμη να χαϊδεύει τα ακροδάχτυλά της. Πήρε να βυθίζεται σ’ ένα ζεστό γνώριμο περιβάλλον. Μια αίσθηση που είχε να νιώσει πάρα πολλά χρόνια. Ασφάλεια που την έφερε πίσω σε εποχές που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου