Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

9ο κεφάλαιο



      Έχοντας φορτωμένο ένα μεγάλο σακ βουαγιάζ στον ώμο, η Αθηνά  προχωρούσε από το σταθμό του ηλεκτρικού στον Πειραιά προς την προκυμαία. Το καράβι της έφευγε στις έντεκα και το εισιτήριο βρισκόταν στο τσαντάκι που ήταν περασμένο στη μέση της.
      Μαζί με λίγα χρήματα και την ταυτότητά της. Ένα βιβλίο βρισκόταν σε μία πλαϊνή θήκη του σάκου της, για να περάσει τις ώρες της στο ταξίδι. Ανέβηκε επάνω παρόλο που ήθελε ακόμη ώρα πολύ ωσότου ξεκινήσει. Ακούμπησε το σακίδιο στο κατάστρωμα και κάθισε σε ένα παγκάκι. Ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα στο λιμάνι κάτω, σαν ορδές μυρμηγκιών που διασταυρώνονταν τα μονοπάτια τους. Οχήματα και φορτηγά, δίτροχα και πεζοί. Ναύτες να σφυρίζουν, να κάνουν νόημα στους οδηγούς να κόψουν το τιμόνι, ή να επιβιβάσουν το όχημα με την όπισθεν.
      Ατελείωτο συρφετό ανθρώπων, φορτωμένων  σακίδια στους ώμους. Νέοι και ηλικιωμένοι, παιδιά που τσίριζαν, μανάδες που τσίριζαν. Πίσω ο Πειραιάς και το λεκανοπέδιο σαν ταψί που ξεροψηνόταν σε χαμηλή φωτιά. Παράξενο αλλά ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να ξεφύγει, να σχεδιάσει διακοπές όπως οι φίλοι της.
      Νησιά κοσμικά, Πάρος, Ίος, Μύκονος, όπου χτυπούσε ο ρυθμός της εποχής. Το χειμώνα Αράχωβα.
      Σε αυτήν την άχαρη μεγαλούπολη έκανε τη ζωή της, εδώ ήταν το σπίτι της. Κι αισθανόταν μία ακαθόριστη ευγνωμοσύνη που παρόλο που βρέθηκε μόνη στη ζωή, γιατί έτσι αισθανόταν από τη στιγμή που έχασε τον πατέρα της, κατάφερε να πατήσει στα πόδια της.  Όταν όλοι γύρω της κάνανε όνειρα, παιδικά στην αρχή κι ύστερα αυτά των αδυσώπητων νιάτων, εκείνη  δεν επέτρεψε στον εαυτό της να ονειρευτεί. Διάλεξε προσεκτικά τα πρέπει της, ώστε να μπορέσει σύντομα να είναι αυτάρκης.
      Δεν ονειρευόταν μεγάλα ή σπουδαία. Δεν ήθελε να γίνει γιατρός ή δάσκαλος, αεροσυνοδός ή παράτολμος εξερευνητής. Ήθελε να έχει μια δουλειά που θα μπορούσε γρήγορα να τη θρέψει.
      Κάποια καλοκαίρια, πιτσιρίκα ακόμη, βοηθούσε σε ένα πολυκατάστημα όπου δούλευε χάρη στο νονό της που ήταν υπεύθυνος λογιστηρίου, για το χαρτζιλίκι της. Ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Έφτιαχνε βιτρίνες, άδειαζε τις κούτες από τα ρούχα, και τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Τα κρεμούσε στις κρεμάστρες και δίπλωνε, δίπλωνε, δίπλωνε.
      Κυρίες όλων των προδιαγραφών ξεκρεμούσαν ασταμάτητα ρούχα από τις κρεμάστρες και κατέβαζαν στοίβες από τα ράφια, ωσάν να μην υπήρχε αύριο.
      Διακριτικά περίμενε και μόλις απομακρυνόταν έπιανε να διπλώνει και να τα τοποθετεί ξανά στα ράφια.
      Οι πωλήτριες της είχαν αδυναμία. Λόγω ηλικίας προφανώς, μιας και στα δεκαέξι της ήταν η Βενιαμίν τους. Όμως ήταν και κάτι άλλο, που η Αθηνά το διαισθανόταν να πλανάται χωρίς να το λέει κανείς ανοιχτά. Σα να αντιπροσώπευε γι’ αυτές την ελπίδα, ελπίδα να κάνει πράγματα στη ζωή της, ελπίδα που αυτές είχαν πια χάσει. Κι ήταν αλήθεια παρόλο που η επιχείρηση που δούλευαν ήταν υγιής, πράγμα που απέπνεε ασφάλεια για το μέλλον, η θέση τους ουδεμία ασφάλεια τις παρείχε. Ο μικρόκοσμός τους έμοιαζε με το χώρο των τσαρικών ανακτόρων, γεμάτος ίντριγκες και συνομωσίες, πισώπλατα μαχαιρώματα. Και άλλαζαν συνέχεια οι ευνοούμενοι του διευθυντή, ανάλογα με το τι εξυπηρέτηση και πληροφορίες ήταν πρόθυμη η καθεμία τους να προσφέρει.
      Και υπάλληλοι έρχονταν και έφευγαν. Εκτός από δυο τρεις πωλήτριες που εργάζονταν χρόνια εκεί, οι υπόλοιπες έμοιαζαν να μην στεριώνουν. Περνούσαν και φεύγανε χωρίς να αφήνουν το χνάρι τους πίσω τους.
      Ο μόνος άνθρωπος που δεν συμμετείχε σ’ αυτό το φτηνό μα αδυσώπητο κύκλο συνωμοσίας ήταν ο νονός της, ο λογιστής της επιχείρησης. Μικρόσωμος και ξερακιανός, γέρνοντας πάντα ελαφρά, έμοιαζε καθώς μόνιμα κρατούσε κάποιο φάκελο, να τον καλύπτει με το σώμα του σαν κάτι πολύτιμο που έπρεπε να προφυλάξει από αδιάκριτα βλέμματα.
      Ο νονός της όμως, παρά την καχεκτική του φιγούρα και την αντικοινωνική του προσωπικότητα, δεν μίλαγε ποτέ σχεδόν και ειδικά στις πωλήτριες, στα μάτια της ασκούσε μία έλξη πρωτόγνωρη. Ήταν ο μόνος που υπολόγιζε το αφεντικό και κρεμόταν πάντα από τα χείλη του. Εκείνος αποφάσιζε πότε θα είχαν προσφορές και πότε όχι, αν θα ξεκινούσαν με εκπτώσεις μαϊμού ή όχι.
      Ο λόγος του ήταν νόμος και το αφεντικό δεν τολμούσε ποτέ να τον αμφισβητήσει. Χώρια που ήταν ο μοναδικός που είχε εικοσιπέντε χρόνια εργασίας στη συγκεκριμένη δουλειά και απέπνεε τη σιγουριά πως από εκεί θα έπαιρνε  σύνταξη.
      Τότε η Αθηνά αποφάσισε πως θα σπούδαζε λογιστική. Είχε άλλα δυο χρόνια για να τελειώσει το λύκειο και ήξερε πως έφταναν και με το παραπάνω για να σοβαρευτεί λίγο, όσο χρειαζόταν ώστε να βγάλει τον μέτριο βαθμό που απαιτούνταν και  να περάσει στη σχολή.
      Τυχερή που ζούσε στην Αθήνα, δε θα είχε έξοδα. Χώρια που ήδη έριχνε τις μπηχτές της στο νονό της, ώστε να μπορεί να δουλεύει περιστασιακά.
     Ο προγραμματισμός στη ζωή της ήταν αυστηρός και τον τήρησε με ευλάβεια. Χωρίς ιδιαίτερο κόπο πέρασε στη σχολή. Η μητέρα της τυπικά της ευχήθηκε με το καλό, κι η Αθηνά δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ένιωθε ευγνωμοσύνη που δεν θα την επιβάρυνε οικονομικά, όπως θα γινόταν αν περνούσε σε κάποια άλλη πόλη. Ή αν ένιωσε απογοήτευση που θα συνέχιζε να υπάρχει μες τα πόδια της. Ίσως απλά να μην ένιωσε τίποτα απολύτως, είχε σκεφτεί τότε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ψυχρή αντίδρασή της.
      Την τελείωσε στην ώρα της, χωρίς δυσκολία, δουλεύοντας παράλληλα και στο κατάστημα. Απογεύματα, γιορτές, όποτε υπήρχε παραπανίσια δουλειά.
      Η μόνη της απόκλιση ήταν την εποχή που θα ρωτούσε το νονό της αν χρειάζεται βοήθεια με τα λογιστικά, καθώς είχε αρχίσει να ψάχνει να βρει μια θέση για να κάνει την πρακτική της. Η Αλκμήνη της ανακοίνωσε ορθά κοφτά πως ξεκινάει το ίδιο απόγευμα δουλειά στην επιχείρηση του πατέρα της.
      «Χρειάζεται επειγόντως άτομο και σου τον έχω ψημένο. Ξεκινάς ως βοηθός, κάνεις την πρακτική σου και έπειτα συνεχίζεις κανονικά. Σου τον έχω κάνει εγώ σαν φρούτο έτοιμο να πέσει. Άσε που θα γλιτώσει κι ένα κάρο λεφτά, αφού για την πρακτική σου δε θα σε πληρώνει αυτός. Λουκούμι θα του έρθεις».
      Ούτε που σκέφτηκε να πει όχι. Η οικογενειακή επιχείρηση που με επιτυχία συνέχιζε ο πατέρας της φίλης της, είχε ξεκινήσει από τον παππού της. Φαρμακοποιός από τη Μυτιλήνη, που στο νησί πειραματιζόταν επιτυχώς με καλλυντικά προϊόντα βασισμένα στο ελαιόλαδο αλλά και σε βότανα του νησιού, μετέφερε αρχές δεκαετίας του πενήντα τις δουλειές του στην Αθήνα. Η επιτυχία δεν άρχισε να έρθει, και με τα χρόνια, τα προϊόντα του ήταν κοινό μυστικό κάθε κοσμικής και μη που έψαχνε λίγο περισσότερο για τη φροντίδα της.
      Ο γιος ακολούθησε τις σπουδές του πατέρα του και τον διαδέχτηκε. Ώθησε την παραγωγή σε μαζική και όταν η Αθηνά άρχισε να δουλεύει κοντά τους, ήδη είχαν αρχίσει τα πρώτα τους βήματα σε εξαγωγές. Λονδίνο το πρώτο Κατάστημα και Νέα Υόρκη το επόμενο. Τα φυτικά καλλυντικά είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν σημαντικό μερίδιο στην αγορά, και ένας σύγχρονος σχεδιασμός με πραγματικά εξαιρετικές πρώτες ύλες και συνταγές, έκαναν τα προϊόντα της εταιρίας τους το νέο επόμενο από στόμα σε στόμα μυστικό.
      Η Αθηνά ακολούθησε με προσήλωση το όραμα της εταιρίας, χωρίς να παθιάζεται, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να της εμπνεύσει πάθος. Τετράγωνη λογική, ακούραστη αφοσίωση. Στην επιχείρηση όλοι ήταν ενθουσιασμένοι μαζί της και ειδικά ο πατέρας της Αλκμήνης. Συνήθιζε να λέει πως η επιμονή της κόρης του να την προσλάβει ήταν το μόνο λογικό και χρήσιμο πράγμα που είχε πράξει  ποτέ στη ζωή της.
      Η Αθηνά δεν ανταποκρινόταν στον ενθουσιασμό του. Στην πραγματικότητα η προσήλωση δεν ήταν στην εταιρία, αλλά στο στόχο της. Κι αυτός ήταν να μην έχει την ανάγκη των άλλων, αλλά να έχουν οι άλλοι την ανάγκη της. Αυτό θα μπορούσε να της παράσχει το αίσθημα ασφάλειας που χρειαζόταν.
      Από τις υπερωρίες που εργαζόταν και που ήταν πάντα πρόθυμοι να της πληρώσουν με το παραπάνω, από δουλειές που έπαιρνε στο σπίτι με το κομμάτι, κατάφερε γρήγορα να μαζέψει αρκετά χρήματα για να φύγει από το σπίτι και να νοικιάσει δικό της διαμέρισμα. Ήταν στο κέντρο, σε απόσταση αναπνοής από το γραφείο. Τα έξοδά της ήταν πάντα περιορισμένα, δεν είχε κανένα απολύτως πάθος.
      Τα ρούχα υπάρχουν για να μας καλύπτουν, τα έπιπλα έχουν χρηστική αξία. Της άρεσε ν’ ακούει μουσική, αλλά ποτέ της δεν αγόραζε τίποτε. Αντέγραφε παλιότερα, τώρα πια κατέβαζε παράνομα από το διαδίκτυο. Και βιβλία δανειζόταν από μία γειτονική δημοτική βιβλιοθήκη. Δεν ήθελε αυτοκίνητο, μπελάς ήταν στο κέντρο και εκδρομές δεν πήγαινε.
     
      Το καράβι σφύριξε και η Αθηνά έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον Πειραιά και στην Αθήνα πίσω του. Ένα παράξενο αίσθημα την κατέκλυσε, ένα αίσθημα που δεν γνώριζε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτό. Ξεκινούσε ένα ταξίδι χωρίς να έχει καμία ιδέα για το που θα τη βγάλει.














    

      Ο Κωνσταντίνος τον περίμενε με δυο ποτήρια γιομάτα κρασί.
      «Είναι τα ποτήρια για την οδοντόβουρτσα. Δεν ήθελα να ριψοκινδυνεύσω να ζητήσω ποτήρια κρασιού».
      Του έτεινε το ένα και  χαμογέλασε γοητευτικά. Χρόνια μετά έφερνε στο νου του το χαμόγελο εκείνο ο Θράσος και σκεφτόταν πως  ήταν χαμόγελο καταναγκασμού.
      Έπιασε το ποτήρι και κατέβασε το μισό με τη μία. Αισθάνθηκε μια θέρμη να απλώνεται στα μέλη του και πήρε βαθιά ανάσα. Η αίσθηση που είχε πριν έρθει, ότι βρήκε την αδελφή ψυχή του, κάποιον που δεν τον έβλεπε σαν ένα εξωπραγματικό ον και δεν τον χλεύαζε, άρχισε να ξεθωριάζει. Κατέβασε άλλη μια μεγάλη γουλιά.
      Κάτι που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει έπαιρνε τη θέση του γοητευτικού χαμόγελου. Σαν δυο μορφές που πλανιόταν στο ίδιο πρόσωπο. Η σιγουριά του άρχισε να εξανεμίζεται.
       Ο Κωνσταντίνος του έδειξε το κρεβάτι.
      «Δεν έχω καναπέ να σου προσφέρω, ας μη μιλάμε όρθιοι».
      Δίστασε, μα ο άλλος μετακινήθηκε ανάλαφρα και με σιγουριά. Οι κινήσεις του είχαν κάτι από  αιλουροειδές, ενώ τον Θράσο τον τύλιγε μία σύγχυση και προσπαθούσε να γαντζωθεί στην ιδέα της αδελφής ψυχής.
      «Βγάλε τα παπούτσια και άραξε. Πάω να φέρω μια συλλογή του Καρυωτάκη που έχω μαζί. Θέλω να σου διαβάσω κάτι».
     Αισθάνθηκε ανόητος για την ανησυχία που τον είχε κατακλύσει. Ένιωσε  επαρχιώτης κι αποφάσισε να επιβληθεί στον εαυτό του και να ηρεμήσει.
      Ο Κωνσταντίνος έβγαλε τα παπούτσια  και κάθισε δίπλα του. Άνοιξε το βιβλίο, το ξεφύλλισε και στάθηκε σε μία σελίδα.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
Που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
Δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός!— τα χάιδεψες μια νύχτα
Και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
Μια συφορά παλιά και να ξυπνά.

      Ο Θράσος χαμήλωσε το βλέμμα κι αφέθηκε να αφουγκράζεται την σιωπηρή ηχώ των στίχων στην ψυχή του. Γύρισε και κοίταξε τον Κωνσταντίνο.
      «Το ξέρω Θράσο. Είναι παράξενο  να βρεις κάποιον που τα πράγματα ν’ αφήνουν το ίδιο χνάρι στην ψυχή του. Σπάνιο. Γι’ αυτό σε ξεχώρισα. Την καλλιέργειά σου, τις ανησυχίες σου, την ευαισθησία σου δεν μπορούσα να μην τις διακρίνω, καλά κρυμμένες κάτω απ’ αυτό το αθόρυβο παρουσιαστικό. Μπορώ να βλέπω όλα όσα διάλεξες να μη φαίνονται.  Δε χρειάζεται να κρύβεσαι από μένα».
      Ο Θράσος σήκωσε το βλέμμα και η ανησυχία του ξαναζωντάνεψε. Κάτι αδιόρατο, δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή του. Τα λόγια του Κωνσταντίνου τον χάιδευαν, μα στα μάτια του γυάλιζε μία λεπίδα.
      Κι όταν εκείνος έγειρε κοντά του και ακούμπησε με τ’ ακροδάχτυλα το πηγούνι του, ένιωθε πως κάτι δεν ήταν σωστό. Κάτι ήταν ιδιαίτερα αταίριαστο.
      Δεν κατάλαβε πότε το στόμα του εισέβαλλε απαιτητικό στο δικό του και πότε ένιωσε το βάρος του σώματός του πάνω στο δικό του να τον συνθλίβει. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να μην βρισκόταν εδώ, αλλά δεν έβρισκε το κουράγιο να αντιδράσει.
      Εκείνο το βράδυ ένιωσε να βιάζεται με τη συναίνεσή του. Και το επόμενο, και το επόμενο, μέχρι που η εφιαλτική τούτη εκδρομή έληξε.
      Το χειρότερο ήταν πως ένιωθε να κουβαλά την αποκλειστική ενοχή για όσα είχαν συμβεί. Υπεύθυνος για το που οδηγήθηκαν τα πράγματα.
      Η αίσθηση αυτή τον ακολουθούσε και βρώμιζε την ψυχή του, σκίαζε τον ύπνο του για  πολλά χρόνια. Σαν σάπιος ιστός, που αδυνατούσε να τον ξεριζώσει από το σώμα του.
      Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να συνεχίσει να τον βλέπει και μετά την εκδρομή μα ο Θράσος εξέλιξε σε πραγματική τέχνη τον σχεδιασμό της αποφυγής μίας ακόμη συνάντησης.
      Το πλήρωσε βέβαια ακριβά στο βαθμό του στο τέλος της χρονιάς, αλλά ο ίδιος ένιωσε σα να βγήκε αλώβητος από το χειρότερο εφιάλτη.









      Εφτά και μισή  το πρωί η Αθηνά καθόταν στην τραπεζαρία με έναν καφέ και έναν χυμό μπροστά της. Είχε ζητήσει να της ετοιμάσουν δύο τοστ και βραστά αυγά  να πάρει μαζί της, καθώς ξαφνικά τόσο αντίθετα στο χαρακτήρα της ένιωσε μεγάλη ανυπομονησία. Ανυπομονησία να συναντήσει κάτι που ήταν ίσως ξένο ή ίσως και κομμάτι της.
      Ο Θράσος την παρακολουθούσε με την γωνία των ματιών  από το γραφείο του και μέσα από την πελώρια θύρα της τραπεζαρίας, να κατεβάζει με γρήγορες γουλιές τον καφέ της και καπάκι τον χυμό  μονορούφι. Άνοιξε το σακίδιό της, τοποθέτησε μέσα το φαγητό που της είχαν ετοιμάσει και σηκώθηκε ορμητικά.
      Όταν έβγαινε από την τραπεζαρία ο Θράσος αφοσιωμένος καταχωρούσε τα έξοδα του μήνα στο πρόγραμμα της επιχείρησης.
      Η Αθηνά βγήκε και στάθηκε μια στιγμή πάνω στην πλατιά σκάλα. Άπλετο το πρωινό φως πήρε να την τυφλώνει. Έφερε το χέρι της  αντήλιο και πήρε μια βαθιά ανάσα σα να ρουφούσε μέσα της το φως που είχε χυθεί τριγύρω. Έπειτα κατέβηκε γρήγορα.
      Έβγαλε από την πίσω τσέπη του τζην έναν διπλωμένο χάρτη, βγήκε από την αυλόπορτα και τον άνοιξε. Τον ακούμπησε στο αυλοντούβαρο.
      Είχε σημειώσει επάνω του με κόκκινο μαρκαδόρο το ξενοδοχείο που έμενε και την διεύθυνση που αναζητούσε. «Οδυσσέως 43». Στράφηκε αριστερά και με τον χάρτη να κρέμεται από το χέρι έφτασε ως την  στροφή του δρόμου. Τον κράτησε πάλι μπροστά της και αφού ακολούθησε με το δάχτυλο τη γραμμή πάνω στο χάρτη, κοίταξε στη γωνία και είδε τη διεύθυνση πάνω στην μεταλλική πινακίδα.
      Άρχισε ν’ ανηφορίζει μέχρι που έφτασε σε μια διχάλα. Οδός Οδυσσέως και οδός Ελευσίνας. Ακολούθησε την πρώτη μια και σ’ αυτήν βρισκόταν το σπίτι. Το φως της ημέρας δεν την εμπόδισε ν’ αναγνωρίσει το δρόμο που είχε περιηγηθεί το προηγούμενο βράδυ. Μόνο που τώρα έβλεπε πως υπήρχε πολύ περισσότερο χρώμα απ’ ότι είχε  διακρίνει στη σκοτεινή αχνάδα της νύχτας. Τότε που ο δρόμος φωτίζονταν λιγοστά από το φεγγάρι και καμιά ξεχασμένη λάμπα.
      Τώρα μπορούσε να δει τα πολύχρωμα γεράνια που κρέμονταν φορτωμένα σε γλάστρες. Ένα πανδαιμόνιο από χρώματα στα λουλούδια, απλωνόταν στη γη κι όπου μπορούσε να χωρέσει μια χούφτα χώμα.
      Μα και τα σπίτια παρότι πάλλευκα στην πλειοψηφία τους κουβαλάγανε μια χαρούμενη νότα απ’ τα παραθυρόφυλλα τους που ‘ταν βαμμένα σε έντονα χρώματα.
      Λουλακί, μωβ, μωβ της λεβάντας και πράσινο. Χρώματα χτυπητά που αν τα συναντούσε αλλού μάλλον θα σούφρωνε τη μύτη μ’ αποδοκιμασία, αλλά εδώ δημιουργούσαν απλά ένα γιορτινό σκηνικό.
      Γιορτινό κι ας ήταν πολλά από τα σπίτια όχι σε καλή κατάσταση. Τα περισσότερα είχαν χρόνια να συντηρηθούν. Και μερικά ήταν ακατοίκητα, καθώς υπήρχαν ρωγμές στους τοίχους, παραθυρόφυλλα που κρέμονταν και βλάστηση πολύχρωμη μεν στις αυλές αλλά και αδιαπέραστη.
      «Το σαράντα τρία λοιπόν», σκέφτηκε κι άρχισε να ψάχνει. Πολλά από τα σπίτια δεν είχαν καν αριθμό επάνω, αλλά βρήκε το εικοσιένα κι άρχισε να ανηφορίζει μετρώντας.
      Πέρασε έναν κάθετο δρόμο και δεύτερο και στάθηκε μπροστά σε ένα διώροφο όπως όλα σπίτι. Ο αυλόγυρός του ήταν ένας ξύλινος φράχτης βαμμένος λευκός. Σε κάποια σημεία έγερνε λίγο, και κάνα δυο σημεία έχασκαν εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται σανίδες.
        Ο κήπος ήταν σχετικά καθαρός, αλλά δεν υπήρχαν γεράνια όπως στα περισσότερα σπίτια. Καταπράσινοι θάμνοι μόνο και μερικά δέντρα. Τα παραθυρόφυλλά του ήταν βαμμένα σε απαλό ουρανί.
      Έσπρωξε διστακτικά την πόρτα της αυλής, ελπίζοντας να μην εισβάλλει σε λάθος σπίτι. Έριξε μια ματιά τριγύρω και απίθωσε το σακίδιό της σ’ ένα χοντρό κορμό πελεκημένο για να εξυπηρετεί ρόλο τραπεζιού, ενώ πίσω του άλλος ένας κορμός επιτελούσε χρέη πάγκου.
      Άνοιξε το σακίδιο και το χέρι της περιπλανήθηκε για λίγο ώσπου έπιασε το χάρτινο φάκελο που έψαχνε. Τον τράβηξε, τον απίθωσε πάνω στο ξύλο και τον άνοιξε. Έβγαλε ένα μεγάλο μεταλλικό κλειδί και κρατώντας το πήγε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα.
      Το κράτησε διστακτικά  μέχρι να αποφασίσει να το δοκιμάσει. Όταν είδε πως δεν μπορούσε να το εφαρμόσει στην κλειδαριά, το κούνησε απαλά μπρος πίσω κι έπειτα στο πλάι ώσπου αυτό γλίστρησε στη θέση του και γύρισε.
      Έσπρωξε την μεγάλη ξύλινη πόρτα εμπρός της και στάθηκε στο άνοιγμά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου