Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

11ο κεφάλαιο



       Η Ραλλού δεν επέτρεψε στον εαυτό της να βουλιάξει στο κενό που της δημιούργησε η αναχώρηση του Κυριάκου. Δεν έφυγε, ποτέ δε θα φύγει, είπε. Είναι μέσα σου κι εκείνος σε κουβαλά μαζί του.
      Με στρατιωτικό προγραμματισμό αφοσιώθηκε στα διαβάσματά της. Και ήταν τέτοια η οργάνωση της δουλειάς της και του νου, που ο χρόνος της περίσσευε. Και περνούσε και ξαναπερνούσε την ύλη για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
      Κάθε βράδυ καθόταν και έγραφε στον Κυριάκο. Και τα γράμματα όλης της εβδομάδας τα έστελνε την Πέμπτη από το νησί. Ο Κυριάκος τα έπαιρνε την Δευτέρα.
      Και κάθε Δευτέρα απόγευμα περνούσε από το σπίτι του. Έβλεπε τους γονείς του και τα αδέρφια του. Άκουγε τα νέα τους, έλεγε τα λιγοστά δικά της. Και φεύγοντας έπαιρνε το πολύτιμο γράμμα του που το έστελνε γι’ αυτήν στο σπίτι του.
      Παλεύοντας ανάμεσα στην ευγένεια και την ανυπομονησία έφευγε κάποια στιγμή προφασιζόμενη διαβάσματα και το πέρασμα της ώρας. Κλεινόταν στο δωμάτιό της. Ξάπλωνε στο κρεβάτι με το γράμμα αγκαλιά. Το άνοιγε τελετουργικά σχεδόν, από φόβο μη σκίσει το φάκελο. Έκλεινε τα μάτια, τον έφερνε κοντά στο πρόσωπό της και το ακουμπούσε στο δέρμα της. Προσπαθούσε ν’ ανασύρει την μυρωδιά του Κυριάκου από πάνω του.
      Ένα μάτσο κόλλες ήταν τα γράμματά του και μόλις άρχιζε να διαβάζει τις πρώτες αράδες, ο Κυριάκος ήταν δίπλα της. Καθόντουσαν δίπλα δίπλα στον κόλπο τους κι οι ώμοι του ενός ακουμπούσαν ανάλαφρα με τους ώμους του άλλου σε απόλυτη σύμπνοια. Δεν ξεχώριζες που ξεκινούσε το σώμα του ενός και που σταματούσε το άλλο. Κάθονταν έτσι συντροφευμένοι, κοίταζαν το πέλαγο και δε μιλούσαν. Κι η σιωπή τους έλεγε τα πάντα.
      Ο καιρός κύλησε. Γρήγορα, αργά; Όταν η Ραλλού ξανάφερε τους μήνες εκείνους της ζωής της εκ των υστέρων στο νου, ήξερε πως ο καιρός που τότε έμοιαζε να κυλά βασανιστικά αργά χύθηκε σαν άμμος μέσα απ’ τα ανοιχτά της δάχτυλα. Γιατί ήταν η τελευταία ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της.
      Ο Κυριάκος ήρθε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και δεν χώρισαν λεπτό. Του κάκου εκείνος τη μάλωνε πως έπρεπε να κάθετε να διαβάζει γιατί δε θα άντεχε να ξαναχωρίσουν. Κι οι εξηγήσεις της για το ότι την ύλη της την είχε από καιρό καλύψει δεν τον έπειθαν. Έτσι αναγκαζόταν να κουβαλά τα βιβλία της μαζί.
      Βρισκόταν στην αποθήκη στο κτήμα, όπου εκείνη ξάπλωνε το κεφάλι στα γόνατά του κι έκανε πως διάβαζε. Ο Κυριάκος καθισμένος διάβαζε συνέχεια για την εξεταστική του.
      Τελείωναν και οι εξετάσεις και μέσα στην ανιαρή ρουτίνα της η Ραλλού δεν αντιλήφθηκε γρήγορα πως κάτι είχε αλλάξει στη μυρωδιά του σπιτιού. Κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε όταν για πρώτη φορά στη ζωή της είδε το Λενιώ κλαμένο. Στο απορημένο βλέμμα της εκείνη έβαλε το χέρι στο στόμα, λες και φοβήθηκε πως θα βγει άθελά της κάποια απρεπής κραυγή κι έτρεξε τρέχοντας να εξαφανιστεί.
      Δεν ήξερε τι να κάνει. Το Λενιώ ήταν ότι πιο κοντά είχε σε μάνα κι ο μόνος ζωντανός άνθρωπος μέσα στο σπίτι.
      Σκέφτηκε πως μπορεί να της είχε μιλήσει άσχημα η κυρία Εριφύλη αν και το Λενιώ δεν τα έβαφε μαύρα με το παραμικρό. Δεν υπήρχε περίπτωση να ρωτήσει τη μητέρα της με την οποία μετά βίας αντάλλαζαν ελάχιστες κουβέντες για τα απολύτως απαραίτητα.
      Θα περίμενε λίγο, να της δώσει την ευκαιρία να ηρεμήσει κι έπειτα θα έψαχνε να την βρει. Όμως την ώρα που πήγαινε στη βιβλιοθήκη η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιό της.
      «Έρχεσαι σε παρακαλώ; Θέλω να σου μιλήσω».
      Δυο πρωτάκουστα συμβάντα μέσα στο ίδιο απόγευμα κι η Ραλλού αποφάσισε πως είναι πια στιγμή ν’ ανησυχήσει.
      «Κάθισε», της υπέδειξε μία πολυθρόνα δίπλα σε ένα μικρό γραφείο που η κυρία Εριφύλη χρησιμοποιούσε για να κάνει τους λογαριασμούς της. Η ίδια κάθισε στητή στην καρέκλα.
      «Το σχολείο σου τελειώνει. Τίποτε άλλο πια για σένα δεν υπάρχει. Ήρθε η στιγμή να με ελαφρύνεις, γιατί πραγματικά ήταν δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια για μένα».
      Παραξενεμένη, με τις αισθήσεις της μπερδεμένες και αναρωτώμενη αν θα έπρεπε να νιώσει ενοχές, κι αν πράγματι βάραινε η παρουσία της την μητέρα της, περίμενε ν’ ακούσει. Η κυρία Εριφύλη από την άλλη δε δυσκολεύτηκε να συνεχίσει.
      «Εδώ και καιρό με πλησίασαν οι Μαλτέζοι από το διπλανό νησί. Σε ζητήσανε για το γιό τους. Προφανώς το όνομά μας μετρά ακόμη. Τους εξήγησα πως δεν θα προχωρήσουμε πριν τελειώσει το σχολείο σου. Δεν ήθελα να τους δώσω την εντύπωση πως είμαι απελπισμένη».
      Κοίταξε έξω από την τραβηγμένη κουρτίνα. Στητή και στεγνή. Το ύφος της φανέρωνε το ύφος του ανθρώπου που έκανε καλά τη δουλειά του.
      Η Ραλλού απέμεινε άφωνη να την παρατηρεί. Για αρκετή ώρα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.
      «Δεν μπορείς να με παντρέψεις. Δεν είναι δική σου απόφαση αυτή».
      Η Εριφύλη την κοίταξε με το ύφος που θα είχε αν μια ενοχλητική μύγα ζουζούνιζε γύρω της.
      «Και οι σπουδές μου; Τι θα γίνει με τις σπουδές μου; Ετοιμάζομαι για κατατακτήριες».
      Η μητέρα της σηκώθηκε και την κοίταξε σα να μην την αναγνώριζε.
      «Οι σπουδές σου; Με ρώτησες ποτέ αν μπορώ να σε σπουδάσω; Με ρώτησε μήπως ο πατέρας σου όταν μας άφησε αν μπορώ να σε μεγαλώσω μόνη μου;», έκανε σοβαρά λες και δεν αντιλαμβανόταν το παράλογο της δήλωσής της.
      «Έκανα παραπάνω από το χρέος μου και τώρα ήρθε η σειρά σου να μου το ξεπληρώσεις. Φύγε!».
      Η φωνή της ήταν παγωμένη.
      Όταν η Ραλλού βγήκε από την πόρτα, ένιωθε σαν ένα παγωμένο χέρι να είχε σκίσει το στήθος και ξεριζώσει την καρδιά της. Είχε την αίσθηση πως δεν ανάσαινε πια. Ήταν σα να έβλεπε το σώμα της να κινείται κι αυτή παρατηρητής να στέκεται σε μιαν άκρη. Απόρησε για μια στιγμή πως μπορούσε να κινείται το άψυχο σώμα της.
      Δεν πρόσεξε το Λενιώ που πίσω από το κεφαλάρι στις σκάλες παρατηρούσε κάτωχρη, με τα μάτια πελώρια από τη φρίκη και το χέρι μόνιμα να σκεπάζει το στόμα της.
      Έπεσε άπνοη στο κρεβάτι της κι απέμεινε εκεί σε λήθαργο θαρρείς. Η αίσθηση του χρόνου και του χώρου είχαν χαθεί.
      Κανείς δεν άκουσε το Λενιώ που βγήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα.












     
      Ήταν καθισμένη στο γραφείο με τα χέρια ακουμπισμένα επάνω του. Το δροσερό αεράκι έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Άφησε το βλέμμα να πλανηθεί σε σκεπές και ταράτσες, στα δέντρα που στέκονταν γύρω από τα σπίτια οριοθετώντας τα σύνορά τους. Τα φύλλα τους κυμάτιζαν  απαλά, έβλεπε ακόμη και κάποιες κουρτίνες να θροΐζουν μέσα απ’ τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα.
      Ένα γατί τεντώνονταν νωχελικά στο απέναντι μπαλκόνι. Τέντωνε τα μπροστινά του πόδια σπρώχνοντας τις βελούδινες πατούσες του όσο πιο μακριά μπορούσε.
      Χάιδεψε με τ’ ακροδάχτυλα τις έδρες του γραφείου. Αφού έφτασε στις γωνίες του ακολούθησε τις πλάγιες πλευρές του για να βρεθεί να κάνει την αντίστοιχη κίνηση από την κάτω πλευρά του.
      Το βλέμμα της Αθηνάς τραβήχτηκε για λίγο από το παράθυρο και το νησί που ζούσε ένα πολύβουο πρωινό και είδε πως ακούμπαγε την κοιλιά δύο φαρδιών συρταριών κάτω από την επιφάνεια του γραφείου.
      Ένα χάλκινο πόμολο, σα μισοφέγγαρο διακοσμούσε το κέντρο κάθε συρταριού. Με τα δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού της και την πλάτη της να στέκεται μετέωρη σα να μην μπορεί ν’ αποφασίσει αν πρέπει να καθίσει ή όχι, προσπάθησε να τραβήξει το ένα από τα δύο συρτάρια. Κλειδωμένο. Ξαναδοκίμασε με το άλλο. Κλειδωμένο.
      Τα παρατήρησε για λίγο σα να περίμενε να της βρουν κάποια λύση. Έπειτα διέτρεξε με το βλέμμα το χώρο και αποφάσισε να ρίξει μια ματιά πίσω από τα κλειστά ράφια της βιβλιοθήκης.
      Βιβλία και χαρτιά ήταν κλεισμένα μέσα σε κουτιά. Σε ένα από αυτά βρήκε παλιές φωτογραφίες μαζί με μερικές κάρτες σταλμένες δεκαετίες πριν.
      Σήκωσε το κουτί και το απίθωσε μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάθισε κατάχαμα. Το φως χυνόταν λευκό μέσα και αχνό, με τη σκόνη να χορεύει θαρρείς πιασμένη στα δίχτυα του. Όπως καθόταν κάτω και την έλουζε, ήταν σα να είχε μπει σε έναν παραμυθένιο κόσμο.
       Άρχισε να αραδιάζει τις φωτογραφίες στο πάτωμα, κι όταν έβρισκε πρόσωπα ίδια τις τοποθετούσε τη μια δίπλα στην άλλη.
            Όλες τούτες οι ασπρόμαυρες φιγούρες της φαίνονταν άγνωστες και βγαλμένες θαρρείς από ταινία, και δεν ήταν εύκολο. Όταν είδε έναν νεαρό πάνω απ’ το κατάστρωμα ενός εμπορικού πλοίου αναθάρρησε. Θα αναγνώριζε παντού το γελαστό βλέμμα του πατέρα της.  Την τράβηξε μπροστά της.
      Με σιγουριά μπόρεσε να εντοπίσει δυο τρεις φωτογραφίες ακόμη, την μία να στέκεται πάνω από μία καθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα με γαλήνια μορφή.
      Στην άλλη η ίδια γυναίκα στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και σε έναν ηλικιωμένο άντρα με τα πιο ζεστά μάτια που είχε αντικρίσει ποτέ της. Αναγνώρισε τον παππού της. Λίγο πιο πέρα βρήκε και την μοναδική φωτογραφία που είχε και η ίδια από αυτόν.
      Οι υπόλοιπες φωτογραφίες δεν της θύμιζαν τίποτε. Σοβαρές φυσιογνωμίες, καμία φορά τρομαγμένες θα τις έλεγες απέναντι στο φακό του φωτογράφου.
      Πήρε στα χέρια της τις κάρτες που ήταν όμορφα δεμένες μεταξύ τους με μία λευκή κάποτε κορδέλα. Αρκετές από αυτές ήταν καρτ ποστάλ από τις τέσσερις γωνιές της γης. Μπουένος Άιρες, Τόκυο, Πράσινο Ακρωτήρι, Αμβέρσα, Μαδρίτη, Σιγκαπούρη.
      Τις κράτησε μία μία. Κάτω δεξιά ήταν γραμμένο το όνομα και η διεύθυνση του παππού της.
      «Αγαπητοί μου μητέρα και πατέρα», ξεκίναγε στην αριστερή πλευρά της κάρτας. «Σας φέρνω το μακρινό Μπουένος Άιρες μια στάλα κοντά σας. Παράξενα μέρη, άλλοι άνθρωποι διαφορετικοί. Αλλά και τόσο ίδιοι. Σας φιλώ με αγάπη και σας κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Ο γιος σας, Κώστας».
      Κράτησε τη μία μετά την άλλη κάρτα στα χέρια της. Ρούφηξε τις εικόνες προσπαθώντας να δει τα νέα και άγνωστα τοπία με τα μάτια του πατέρα της. Διάβαζε τις λιγοστές αράδες του.
      Τι παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος. Τι αλλόκοτο πράγμα η ύπαρξη. Η Αθηνά δεν πίστευε σε κανέναν Θεό. Αν ο άνθρωπος είναι τυχερός κι έχει την υγειά του μπορεί να παλέψει για την ύπαρξή του. Υπήρχαν όμως κι άνθρωποι ανίσχυροι, ανήμποροι που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να επιζήσουν. Καταδικασμένοι.
      Κι όταν χαθεί ο άνθρωπος, χάνεται. Καμιά θεωρία και καμία θρησκεία δεν ερχόταν να καλύψει τις μεταφυσικές της ανησυχίες απλά γιατί δεν είχε.
      Γιατί αισθανόταν τώρα λοιπόν σαν ένα κομμάτι της να πονά αφόρητα στο θέαμα αυτών των καρτών; Πώς γινόταν να μην μπορεί να αποδεχθεί την απώλεια ενός ανθρώπου που έφυγε κοντά είκοσι χρόνια τώρα;
      Πώς γίνεται να τον αισθάνεται να κάθεται λίγο πιο πέρα και να την παρακολουθεί μ’ ένα αχνό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του;






      Ο Θράσος γύρισε στη Ρόδο και στο μικρό δωματιάκι που του παρείχε το ξενοδοχείο όπου εργαζόταν. Κι ήταν ακόμη πιο κλεισμένος από πριν στον εαυτό του. Αλλά και πιο αποφασισμένος. Αν πριν δούλευε με αλύπητο ρυθμό τώρα πια άγγιζε τα όρια της απανθρωπιάς. Είχε  αναλάβει περισσότερες εργασίες απ’ ότι προέβλεπε η θέση του εκμεταλλευόμενος πότε τις γνώσεις του και πότε τη διάθεση των συναδέλφων του να λουφάρουν και είχε φτάσει να έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο του ξενοδοχείου.
      Κι αφού υπήρχαν ακόμη λίγες ώρες του μέσα στο εικοσιτετράωρο ελεύθερες έπαιρνε βιβλία από μικρότερα ξενοδοχεία και δούλευε επιπλέον. Πάντα με την άδεια του διευθυντή του.
      Η προσωπική του ζωή ασκητική και ανύπαρκτη. Στη μικρή κοινωνία του νησιού που βίωνε ακόμη ακραίες συνθήκες επαρχίας δε θα τολμούσε ποτέ να κάνει κάτι, ούτε καν με απόλυτη μυστικότητα. Χώρια που οι μοναδικές ίσως ευκαιρίες να βρει κάποιον νέο με τις ίδιες ερωτικές προτιμήσεις ήταν μάλλον στο στρατό. Κι ο Θράσος ένιωθε πως οποιαδήποτε σχέση με έναν άνθρωπο μακριά από το σπίτι του και στη δυσχερή θέση να υπηρετεί τη θητεία του, δε θα μπορούσε να είναι παρά σχέση ανισότητας. Ίσως και εκμετάλλευσης.
      Έπειτα από δύο χρόνια που βρισκόταν στο νησί ήρθε στη Ρόδο και η Λίνα. Συμμετείχε σε μια ανασκαφή που γινόταν στη Λίνδο, βοηθός του καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Το βοηθός βέβαια σήμαινε πως του έπλενε ακόμη και τα σώβρακα, βιάστηκε να του εξηγήσει η Λίνα γελώντας. Δεν κατάφερε όμως να μειώσει το θαυμασμό για τη φίλη του, που με συνέπεια ακολουθούσε ότι αγαπούσε χωρίς να την αγγίζουν οι δυσκολίες γύρω της. Σαν  άυλο το σώμα της, διάφανο που φώτιζε από την αύρα της.
      «Η μάνα μου φαγώνεται να διοριστώ. Με ξέρεις όμως εμένα. Προτιμώ να τρέφομαι με τα χορτάρια που φυτρώνουν ανάμεσα στις πέτρες, αρκεί να ‘μαι κι εγώ κοντά τους».
      Η Λίνα έμενε σ’ ένα δωματιάκι στο χωριό της Λίνδου. Όλη η αποστολή έμενε σε δωμάτια που μπορούσαν να διαθέσουν από τα σπίτια τους οι κάτοικοι του χωριού. Του περιέγραφε πως έκανε μπάνιο γεμίζοντας έναν τενεκέ υπερυψωμένο μέσα στο στάβλο του σπιτιού που έμενε. Με κρύο νερό.
      Όταν κατέβαινε στην πόλη της Ρόδου, έκαναν ατελείωτες βόλτες στην μεσαιωνική πόλη και δίπλα στο λιμάνι. Άλλοτε ο Θράσος πήγαινε και τη συναντούσε. Τον έπαιρνε μαζί της στις ανασκαφές, τον γιόμιζε χώματα και του έδειχνε τα αραδιασμένα τους ευρήματα. Τα περισσότερα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από σπασμένα αγγεία.
      Γινόταν παιδί με τον παιδιάστικο ενθουσιασμό που την κατείχε. Ήξερε πως στα δικά της μάτια όλα τούτα τα άσχετα κομμάτια ενώνονταν μεταξύ τους και ζωντάνευαν πολιτείες, ζωές ανθρώπων, ιστορίες. Της μίλαγαν σε κάποια γλώσσα που μόνο εκείνη άκουγε. Άφηνε όμως τη χαρά της να τον συνεπάρει.
      Ήταν ένα καλοκαίρι λουσμένο στο φως και έμελλε να το θυμάται. Όμως πέρασε και η ανασκαφή έφτανε στο τέλος της. Η Λίνα θα ακολουθούσε την αποστολή και τον καθηγητή της στην Αθήνα. Δίπλα του θα ξεκινούσε τη διδακτορική διατριβή της.
      «Χαλάλι τα σώβρακα που του έπλυνα», γέλαγε κι ο Θράσος ένιωθε πως ήδη του έλειπε.
      Ξάφνου ο τόσο τέλειος κόσμος του έμοιαζε κενός. Δούλευε όπως πριν, ποτέ η διάθεσή του δεν έφτανε να επηρεάζει ούτε τη δουλειά, ούτε την καθημερινότητά του. Συνειδητοποίησε  μόνο πρώτη φορά πως ο ίδιος δεν ήταν ικανός να δημιουργήσει χαρά, ίσως μόνο να ζήσει ή να μοιραστεί τη χαρά των ανθρώπων που πηγαία ξεπηδά από μέσα τους.
      Δεν απογοητεύτηκε από τη διαπίστωση, τη δέχτηκε με τον ίδιο τρόπο που δεχόταν το ξημέρωμα ή το δειλινό μέσα στη μέρα.
      Όταν τον κάλεσε ο διευθυντής του ξενοδοχείου για να του πει πως η εταιρία στην οποία ανήκε αγόρασε ένα ιστορικό ξενοδοχείο στο νησί του, κλειστό από δεκαετίες και του ζήτησε να το αναλάβει δεν έδειξε καμία έκπληξη.
      «Σε έχω προτείνει ανεπιφύλακτα. Οι ευθύνες σου θα είναι μεγαλύτερες, το ίδιο θα είναι και οι απολαβές σου. Θα είσαι στον τόπο σου. Το μόνο που περιμένω είναι η συναίνεσή σου».
      Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Όχι ότι είχε την οποιαδήποτε διάθεση να γυρίσει στο νησί του. Και να βούλιαζε αδιάφορο θα τον άφηνε. Όμως η μητέρα του γερνούσε και ήταν ολομόναχη. Ίσως να μην του δινόταν άλλη ευκαιρία να βρεθούν μαζί.
      Έτσι δέχτηκε αδιάφορα σχεδόν, θεωρώντας πως η εξέλιξη αυτή του έλυνε με πολύ πρακτικό τρόπο να μόνο ζήτημα που τον απασχολούσε.




 

      Από το ανοιχτό παράθυρο τρύπωνε μέσα μυρωδάτο το αεράκι. Έκανε τις διάφανες κουρτίνες να ανεμίζουν απαλά στο πέρασμά του και χάιδευε τρυφερά τα αντικείμενα στο δωμάτιο.
      Δεν ήταν όμως το δροσερό του άρωμα που έκανε την Αθηνά να ξυπνήσει. Ήταν μια αίσθηση συναγερμού που αντήχησε στο μυαλό της.
      Σαν όταν φεύγεις από το σπίτι και ξαφνικά θυμάσαι ότι άφησες το σίδερο στη πρίζα. Ή το μάτι αναμμένο.
      Κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι και στάθηκε εκεί στην άκρη του να παίρνει βαθιές ανάσες. Στο μισοσκόταδο έβλεπε τα αχνόλευκα κουρτινόφυλλα να σαλεύουν, διάφανα φώτα από το δρόμο να τρυπώνουν στο δωμάτιό της. Σκιές.
      Καθόταν εκεί και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έπρεπε να θυμηθεί. Τι είχε ξεχάσει άραγε.
      Είδε έναν σκοτεινό όγκο στο τραπεζάκι απέναντι κάτω από τον καθρέφτη. Σηκώθηκε για να διαπιστώσει πως ήταν ο μεγάλος φάκελος με τα συμβόλαια του σπιτιού και των κτημάτων και τον πήρε στα χέρια της. Στάθηκε για λίγο έτσι, αναποφάσιστη κι έπειτα τον πήρε και κάθισε μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ακριβώς πάνω στο φωτεινό μονοπάτι που χάραζε το φεγγάρι στο πάτωμα.
      Κράτησε όρθιο το φάκελο και άφησε να χυθεί κάτω το περιεχόμενό του. Τα συμβόλαια του σπιτιού και των κτημάτων. Άρχισε να τα στοιβάζει σε μία άκρη. Κάποια χαρτιά με διευθύνσεις, κάποιες επαγγελματικές κάρτες. Άνθρωποι που έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί τους, άνθρωποι που γνώριζαν την οικογένειά της. Ένα κλειδί.
      Το κοίταξε παραξενεμένη καθώς τα κλειδιά του σπιτιού τα είχε βγάλει η ίδια την προηγούμενη από το φάκελο. Ένα κλειδί για την αυλόπορτα και ένα κλειδί για την πόρτα. Σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν κάποιο αντικλείδι, αλλά ετούτο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Λες και χρησίμευε για να ξεκλειδώσει καμιά μεσαιωνική καστρόπορτα.
      Σηκώθηκε κρατώντας το στο χέρι, ξεκρέμασε το σακίδιό της από τη ράχη μιας καρέκλας κι έψαξε στην μπροστινή θήκη για τα κλειδιά του σπιτιού. Τα βρήκε, τα απίθωσε πάνω στο τραπεζάκι και άναψε τη λάμπα με το πορτοκαλόχρωμο φυσητό γυαλί στην άκρη της. Τοποθέτησε τα κλειδιά δίπλα δίπλα και μπορούσε με βεβαιότητα να πει πως δεν χρησίμευαν για να ξεκλειδώσουν την ίδια πόρτα.
      Έμεινε λίγο όρθια, προσπαθώντας να σκεφτεί. Έπειτα σήκωσε τα χαρτιά από κάτω, τα ακούμπησε στο τραπέζι και κάθισε μπροστά του.
      Άρχισε να διαβάζει το συμβόλαιο της κληρονομιάς. Του είχε ξαναρίξει μια ματιά αλλά την πρώτη μόνο σελίδα. Τα νομικά έγγραφα δεν τραβούσαν ποτέ το ενδιαφέρον της.
      Στην πρώτη σελίδα τα ονόματα. Κυριάκος Τερζής, το δικό της. Έπειτα ξεκινούσε η περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων. Το διώροφο σπίτι. Άρχισε να προσπερνά γρήγορα τις γραμμές. Δεκαεπτά στρέμματα αγροτεμάχια. Ένα αμπέλι τριών στρεμμάτων. Ένας ελαιώνας δώδεκα στρεμμάτων, παραθαλάσσια επί της περιοχής του Άη Γιώργη. Με οχτακόσια πενήντα δέντρα ελιές και αποθήκη σαράντα πέντε τετραγωνικών μέτρων.
      Ξεφύλλισε για λίγο ακόμη το συμβόλαιο και κοίταξε ξανά το κλειδί. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από το σακίδιό της και σημείωσε την περιοχή του Άη Γιώργη και όλα τα ονόματα όσων είχαν ελαιώνες ή κτήματα δίπλα σε αυτό του παππού της. Έπειτα έσβησε το φως και γύρισε στο κρεβάτι της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου