Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

12ο κεφάλαιο



      Το Λενιώ γλιστρούσε σα σκιά μες το σκοτάδι. Η νύχτα ήταν δροσερή στα μεσά της άνοιξης μα το Λενιώ είχε βγει χωρίς να ρίξει τίποτε πάνω της. Δεν το ‘νιωθε το κρύο που την τρυπούσε.
      Από σκοτεινό σε σκοτεινό σοκάκι να μην την πάρει κανένα μάτι, βρέθηκε γρήγορα έξω από το σπίτι του Κυριάκου, στο στενό πέρασμα που χώριζε το σπίτι από το διπλανό. Έμεινε χωμένη εκεί μέσα στο υγρό πέτρινο στενό, τεντώνοντας το λαιμό της για να δει τα φώτα που έκαιγαν στο σπίτι. Αχνοφώτιζαν τα παράθυρα αλλά όχι από τα μπροστινά δωμάτια. Τα φώτα πρέπει να έφταναν εκεί από το πίσω μέρος του σπιτιού, σαν κάποιος να ήταν στην κουζίνα.  
      Στάθηκε αναποφάσιστη ώρα αρκετή. Κόλλησε πάνω στο ψυχρό ντουβάρι κι έπαιρνε βαθιές ήρεμες ανάσες. Τα αυτιά της ήταν τεντωμένα στους χαμηλούς θορύβους του δρόμου.
      Όταν ώρα μετά άκουσε ήρεμα βήματα να ανεβαίνουν τον δρόμο έβγαλε το κεφάλι και καλού κακού έκανε το σταυρό της. Κατάφερε να διακρίνει στο μισοσκόταδο τη φιγούρα του Κυριάκου και δεν περίμενε να βεβαιωθεί. Πετάχτηκε μπροστά του από το πουθενά.
      «Πρέπει να σου μιλήσω παιδί μου».
      Εκείνος έμεινε να την κοιτά παγωμένος, το ξάφνιασμα του απ’ τα λόγια της ν’ αναμετριέται με τον τρόμο που πήρε.
      «Έλα Κυριάκο, μη στέκεσαι».
      Τον τράβηξε μέσα στην αυλή. Στάθηκε πίσω από τον κορμό ενός πεύκου και σε πέντε λεπτά του είχε εξιστορήσει τα πάντα.  Ο Κυριάκος χρειάστηκε μόνο ένα λεπτό για να συνέλθει και ν’ αφομοιώσει όσα είχε ακούσει.
      «Πήγαινε πες της να πάρει δυο πράγματα μαζί της. Ούτε βαλίτσα. Θα την περιμένω στον κόλπο μας, να της πεις. Θα φύγουμε με βάρκα. Θα περάσουμε απέναντι και θα φύγουμε για Αθήνα με το πρωινό καράβι».
      Το Λενιώ έκανε το σταυρό του. Πριν φύγει, τον τράβηξε δυνατά στην αγκαλιά της και τον κράτησε σφιχτά.
      «Να προσέχετε παιδί μου».
      Σε πέντε λεπτά ήταν πίσω στο σπίτι. Έπιασε και μάζεψε αθόρυβα τα πλυμένα πιάτα στην κουζίνα κι έπειτα αχνοπατώντας τράβηξε επάνω.
      Τα σπίτι ήταν βυθισμένο σε απόλυτη σιγή. Πήγε και άνοιξε χωρίς να χτυπήσει το δωμάτιο της Ραλλούς. Την βρήκε να κάθεται στην εσοχή του παραθύρου. Τα παραθυρόφυλλα ήσαν ανοιχτά και η νύχτα έξω ήσυχη σε αντίθεση με τη νύχτα μέσα της.
      Το Λενιώ έκλεισε το ίδιο αθόρυβα την πόρτα και πήγε και κάθισε μπροστά της.
      «Πήγα και βρήκα τον Κυριάκο», άρχισε να της εξιστορεί με ανυπομονησία τα όσα είχαν ξετυλιχτεί την προηγούμενη ώρα. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα για να αντιληφθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το κενό βλέμμα της Ραλλούς την κοίταζε χωρίς να την βλέπει.
      «Κορίτσι μου μ’ ακούς; Ο Κυριάκος σε περιμένει. Σε περιμένει τώρα δα. Πάρε δυο ρούχα και κίνα να τον βρεις».
      Όταν κατάλαβε πως καθόταν απαθής μπροστά της την έπιασε και την τράνταξε από τα μπράτσα.
      «Ραλλού μ’ ακούς; Φύγε!».
      Η κοπέλα ενοχλημένη λες προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια της. Το Λενιώ την κοίταζε έντρομη.
      «Δεν έχω δικαίωμα να το κάνω αυτό», ψιθύρισε ξεψυχισμένη.
      «Δεν έχεις δικαίωμα να καταστρέψεις τη ζωή σου κορίτσι μου. Μιλάμε για όλη σου τη ζωή τώρα. Όχι να κάνεις υπομονή για τρεις τέσσερις μήνες».
      Η Ραλλού ύψωσε το άδειο βλέμμα και το κάρφωσε στο Λενιώ. Η τελευταία ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα να διατρέχει το κορμί της.
      «Λενιώ τελείωσε. Φύγε σε παρακαλώ».
      Η φωνή της δεν είχε ίχνος ζωντάνιας. Λες κι ο άνθρωπος απ’ τον οποίο έβγαινε να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή  χρόνια πριν.
     










      Ο Θράσος είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο σπίτι του. Το συνεργείο κι ο αρχιτέκτονας που είχαν αναλάβει την αναστήλωση του κτιρίου θα καθυστερούσαν αρκετές ημέρες ακόμη.
      Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια βρήκε ευκαιρία να ξεκουραστεί, έστω για λίγο. Για πρώτη φορά απόλαυσε το σπίτι του που το τύλιγε μια ευδαίμονη ηρεμία. Ο γλυκός χαρακτήρας της μάνας του, της κυρά Χρυσάνθης, είχε ανθίσει.
      Κι εκείνη με τη σειρά της πρώτη φορά μπορούσε να φροντίσει και να κανακέψει το παιδί της χωρίς να την ταράζουν οι βίαιες αντιδράσεις του άντρας της που όλα επάνω στο γιο τους τα έβλεπε στραβά.
      Και η κυρά Χρυσάνθη ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ο Θράσος της ήταν το πιο ευγενικό και γαλήνιο παιδί που είχε ποτέ της συναντήσει. Ήταν ίσως διαφορετικός. Πιο κλεισμένος στον εαυτό του σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, μοναχικός. Και ένιωθε πως ήταν διαφορετικός και σε κάτι άλλο.
      Μα για την κυρά Χρυσάνθη, αυτός δεν ήταν παρά ένας ακόμη λόγος για να τον αγκαλιάσει περισσότερο. Να του δείχνει πόσο πολύτιμος και ξεχωριστός ήταν για κείνη. Πολύτιμος με την διαφορετικότητά του. Όλα αυτά που έκαναν το παιδί της μοναδικό. Έτσι το καταλάβαινε με το απλοϊκό μυαλό της.
      Κι εκείνος απολάμβανε την γαλήνη του να είναι στο σπίτι του και να μην χρειάζεται να απολογείται ακόμη και για τον τρόπο που ανάσαινε. Για πρώτη φορά στη ζωή του.
      Κοιμήθηκε ήρεμα χωρίς να ανησυχεί να ξυπνήσει από τα άγρια χαράματα, γιατί έτσι κάνουν οι άντρες. Περπάτησε και γνώρισε κάθε σπιθαμή του νησιού του πρώτη φορά. Έπαψε να μοιάζει με φαντάρος που φοβάται πως θα βγει από στιγμή σε στιγμή στην αναφορά.
      Το γύρισε, το μυρίστηκε, το γεύτηκε. Ήταν περασμένος Απρίλιος κι ένιωσε σα να είχε μόλις γεννηθεί. Όχι επειδή ήταν άνοιξη και τον συνέπαιρνε το ζωντάνεμα της φύσης γύρω του. Ήταν λες και έκανε τα πρώτα βήματα της ζωής του τώρα.
      Αυτά που θα έπρεπε να είχε κάνει πριν τριάντα σχεδόν χρόνια. Όλα εκείνα τα βήματα που κάθε άνθρωπος με λίγο φόβο και πολλή γενναιότητα τολμά όταν έρχεται στον κόσμο.  Βήματα που ο ίδιος δεν τόλμησε να κάνει, κάτω απ’ το κοφτερό βλέμμα του πατέρα του. Στα χρόνια που κι η ανάσα του ακόμη φρόντιζε να είναι αθόρυβη, ανύπαρκτη μην και ξυπνήσει την οργή του.
      Κι ήταν σα να άνοιγε τα μάτια σε έναν κόσμο καινούριο, έναν κόσμο που τον ξάφνιαζε κι απολάμβανε το ξάφνιασμά του.
      Λες και έπαιρνε ένα ένα πίσω τα παιδικά χρόνια που του χρωστούσε η ζωή κι εξερευνούσε κάθε σπιθαμή της ζωής του και του τόπου του με παιδική ανυπομονησία και χαρά.
      Όταν έφτασε το συνεργείο ο Θράσος ήταν ένας καινούριος άνθρωπος. Η κυρά Χρυσάνθη έκανε το σταυρό της, που έβλεπε λίγο χρώμα στα μάγουλα του παιδιού της. Η αρρωστημένη χλομάδα εξαφανίστηκε κι έμοιαζε έτοιμος να αδράξει τη ζωή.
   









      Οι επόμενοι μήνες πέρασαν για την Ραλλού μέσα σε μια στιγμή. Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς. Τελείωσε το σχολείο της μηχανικά χωρίς να καταβάλει καμία ενέργεια ή προσπάθεια από την πλευρά της. Οι βαθμοί της αντικατόπτριζαν αυτήν την απουσία της, αλλά ούτε και αυτό φάνηκε να το αντιλαμβάνεται.
      Δεν αντιλήφθηκε πότε τελείωσε το σχολείο, πότε άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο. Σαν κούκλα ακίνητη κι αμέτοχη στεκόταν στις πρόβες του νυφικού, σαν κούκλα σήκωνε τα χέρια και τα κατέβαζε σε κάθε πρόσταγμα.
      Ευτυχώς η κυρία Εριφύλλη θεωρούσε πως δεν της έπεφτε ιδιαίτερος λόγος κι έτσι δεν τη ρώτησε για τις μπομπονιέρες, τις προσκλήσεις και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες. Ο γάμος δέχτηκε να γίνει στο νησί του γαμπρού. Έτσι δε θα χρειαζόταν να ανησυχεί για τους ανθρώπους που δεν ήθελε να καλέσει αλλά θα ήταν υποχρεωμένη λόγω της θέσης τους στο νησί.
      Έβαλε το Λενιώ να διαδώσει το γεγονός σε όσους δεν ήθελε να μιλήσει ενώ με τους υπόλοιπους ασχολήθηκε προσωπικά. Το Λενιώ αμίλητο έτρεχε πέρα δώθε και το να πάρεις κουβέντα από το στόμα του ήταν απίθανο, ακόμη κι αν κρεμόταν η ίδια η ζωή του απ’ αυτό.
      Η Ραλλού όταν δεν έπρεπε να στέκεται ακίνητη για να της παίρνουν μέτρα, για το νυφικό ή την γκαρνταρόμπα που έπρεπε να έχει ως μέλλουσα κυρία Μαλτέζου, κοιμόταν. Βυθιζόταν σε έναν βαθύ χωρίς όνειρα λυτρωτικό ύπνο. Ένας ύπνος όμως που δεν την ξεκούραζε, αλλά την παρέσερνε θαρρείς σε έναν βαρύ λήθαργο που την άφηνε με τα μέλη μουδιασμένα και τη σκέψη θολή.
      Ο Κυριάκος ήρθε και στάθηκε έξω από τον κήπο της πολλά βράδια. Στάθηκε ώρες ατελείωτες ανάμεσα στις βαθιές φυλλωσιές της φλαμουριάς τους. Όταν απελπιζόταν να περιμένει χωρίς κανένα αντίκρισμα τολμούσε να γλιστρήσει μέσα στον κήπο πλησιάζοντας το παράθυρο της κουζίνας.
      Εκεί συνήθως έβρισκε το Λενιώ, να έχει αποκάμει από την κούραση και τα τρεχάματα. Χώρια που είχαν γυρίσει ανάποδα κάθε λιθάρι και κάθε σανίδα του σπιτιού, να τα τρίψουν και να τα γυαλίσουν κι ας γινόταν ο γάμος αλλού.
      Στα πόδια της έπεφτε. Εκείνης ράγιζε η καρδιά να τον βλέπει να λιώνει, ράγιζε η καρδιά όταν σκεφτόταν πως θα καταστρεφόταν η ζωή του κοριτσιού της.
      Έτρεχε και ξαναέτρεχε στο δωμάτιο της Ραλλούς. Μα εκείνη ούτε τα βλέφαρα δεν τάραζε στα παρακάλια της Λενιώς.
      Ο Κυριάκος ήρθε και την τελευταία βραδιά πριν την αναχώρησή τους. Το σπίτι ήταν ήσυχο και το Λενιώ καθόταν στην κουζίνα αμίλητη. Δάκρυα δεν είχε να χύσει άλλα, είχαν στεγνώσει τα μάτια της.
      Έκανε ν’ ανέβει, το ήξερε ανέλπιδα για να παρακαλέσει άλλη μια φορά την κυρά της. Αλλά πάγωσε σαν αντίκρισε την πόρτα.
      Στο άνοιγμα στεκόταν η Ραλλού. Μια Ραλλού χλωμή, διάφανη και σκοτεινή.






      Η Αθηνά είχε ξεκινήσει παίρνοντας και πάλι το πρωινό στο σακίδιό της και έναν χάρτη του νησιού.  Σκοπός της ήταν να εντοπίσει τους αγρούς που αναφερόντουσαν στο συμβόλαιο.
      «Χωράφια», σκέφτηκε αφού άρχισε να βαδίζει στους ήσυχους δρόμους του νησιού. Η πρωινή δροσιά της άνοιξε την όρεξη, έβγαλε ένα τοστ από την τσάντα της και άρχισε να το μασουλάει.
      Προχωρούσε κάτω από τα πυκνόφυλλα πλατάνια που φιλτράριζαν το φως του ήλιου και το επέτρεπαν να πέφτει κάτω σε λουρίδες. Κι ένα γαϊτανάκι από αχτίδες φωτός μπλέκονταν μεταξύ τους δημιουργώντας ατμόσφαιρα παραμυθιού.
      Ξάφνου έμεινε με το ψωμί μπροστά στο στόμα της καθηλωμένη από μία σκέψη. Ήταν μία αίσθηση déjà vu, πως την είχε ξαναζήσει αυτήν τη στιγμή. Ανέτρεξε χωρίς να το επιδιώξει στα πρώτα της παιδικά χρόνια, στις ανοιξιάτικες σχολικές εκδρομές. Στράφηκε και κοίταξε γύρω της λες και περίμενε να αντικρύσει και το υπόλοιπο σχολείο.
      Χαμογέλασε στη σκέψη που ξεκινώντας για τον προορισμό τους τα πιτσιρίκια βγάζουν στο δρόμο όλο το φαγητό τους και μασουλιούνται, λες και είχαν προλάβει μέσα στη μισή ώρα που είχε μεσολαβήσει από τη στιγμή που άφησαν το σπίτι τους να πεινάσουν ξανά.
      Το φως γύρω της θύμιζε το φως που υπήρχε τότε στη ζωή της. Φως άπλετο πριν πέσει το οριστικό σκοτάδι. Πόσα χρόνια είχαν περάσει! Ένιωσε έκπληξη και μόνο που μπόρεσε η θύμηση αυτή να ανασυρθεί από τη μνήμη της.
      Έμεινε με το φαγητό της μετέωρο μην μπορώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να χαρεί για όλο αυτό το φως που μπόρεσε να ανακαλέσει από τα βάθη του χρόνου. Ή να νιώσει θλίψη για το σκοτάδι που έπειτα το έπνιξε.
      Έκοψε μια γερή μπουκιά από το ψωμί της και τράβηξε αποφασιστικά το δρόμο της.



           




   

      Με τα κλειδιά στο χέρι ανέβηκε τις βρωμισμένες σκάλες του ξενοδοχείου. Το χρονισμένο μάρμαρο ήταν καλυμμένο από χώματα, φύλλα και κλαδιά. Η σκουριασμένη πόρτα της αυλής πίσω του έστεκε στραβά, αφού την άνοιξε παραβιάζοντας την κλειδαριά που την σφράγιζε μιας και δεν κατέστη ικανό να ανοίξει με το κλειδί της.
      Ανέβηκε αργά και κοίταξε την πρόσθια όψη του ξενοδοχείου με τα τζάμια στην πόρτα και τις μπαλκονόπορτες, αδιαφανή από τη βρωμιά και την υγρασία που είχε κολλήσει επάνω τους.
      Δύο από τα τετράγωνα πλαίσια της μπαλκονόπορτας που κανονικά καλύπτονταν από τζάμια έχασκαν κενά.
      Κοντοστάθηκε. Κοίταξε τα θολά παραθυρόφυλλα, αδιαπέραστα από κάθε περίεργο βλέμμα. Η άπλετη επιφάνειά της πολύ φαρδιάς βεράντας σκεπάζονταν από μεγάλα μαύρα και λευκά σαν σκακιέρας τετράγωνα. Τόσο μεγάλη ήταν η βεράντα που απ’ το μυαλό του πέρασαν κυρίες με κρινολίνα να στροβιλίζονται στους νοσταλγικούς ρυθμούς μιας ορχήστρας.
      Ένα τραγούδι διέτρεξε σαν αστραπή  το μυαλό του:
      «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά,
       Μαραμένες οι ελπίδες μου όλες….»
      Χαμογέλασε μονάχος όταν αντιλήφθηκε πως ονειροπολούσε. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη και προχώρησε προς την πόρτα. Το τοποθέτησε αργά και προσεκτικά και άρχισε να το κινεί μέχρι που γλίστρησε εκείνο στη σωστή θέση.
      Το έστριψε και ένιωσε έκπληξη όταν εκείνο αδιαμαρτύρητα άνοιξε την κλειδαριά. Διστακτικά έσπρωξε το χερούλι και την πόρτα για να ακούσει ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα.
      Άνοιξε διάπλατα το πορτόφυλλο και στάθηκε για λίγο στο άνοιγμά του. Κοίταξε το αχνό σκοτάδι γύρω που άφηνε να διακρίνεται σα σκελετός το κουφάρι του ξενοδοχείου. Ψηλά ταβάνια, πελώριες πόρτες που οδηγούσαν σε αχανείς αίθουσες. Στο βάθος μία στρογγυλή φαρδιά σκάλα στριφογύριζε προς τα πάνω.
      Του έκανε αρχικά εντύπωση που μπορούσε να την διακρίνει σε αυτή την απόσταση. Αλλά έπειτα αντιλήφθηκε πως τη σκάλα την έλουζε ένα αχνό φως που πήγαζε από κάπου πίσω της. Στάθηκε προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά την προέλευσή του.
      Αν και κλειστό από δεκαετίες, το κτίριο αυτό ήταν πιο μεγαλόπρεπο και από την εκκλησία. Το σχήμα και το μέγεθος επιβαλλόταν στο νησί και ο Θράσος το είχε παρατηρήσει άπειρες φορές από διαφορετικές γωνίες. Μάλλον δεν το πρόσεχε καν τα τελευταία χρόνια.
      Προχώρησε για να εντοπίσει την πηγή του φωτός. Έφτασε μπροστά στη σκάλα και δίπλα της κατάφερε να διακρίνει έναν ανελκυστήρα με καμπίνα από σιδερένια περίτεχνα κάγκελα. Προχώρησε γύρω τους κι ακολούθησε έναν πλαϊνό διάδρομο που τον άφησε με το στόμα ανοιχτό.
      Αριστερά του υπήρχαν κάποιες σκοτεινές αίθουσες που δεν έμοιαζαν να έχουν την αίγλη και το μέγεθος των μπροστινών. Δεξιά του όμως μία σειρά από πελώριες καμάρες τον οδηγούσαν σε ένα εσωτερικό αίθριο. Η οροφή του έφτανε στους πέντε ορόφους και τους ξεπερνούσε σχηματίζοντας έναν κωνικό θόλο.
      Στο κέντρο υπήρχε ένα στέρφο σιντριβάνι από μάρμαρο που θύμιζε περιμετρική κρήνη σε οθωμανικό λουτρό. Τριγύρω στις καμάρες που κύκλωναν τον χώρο υπήρχαν ξεραμένα αναρριχητικά φυτά που τα κουφάρια τους είχαν απομείνει κολλημένα στις κολώνες.
      Ύψωσε το κεφάλι και στροβιλίστηκε αργά μέσα στο χώρο. Επάνω από τις καμάρες και γύρω από το αίθριο σε κάθε όροφο υπήρχαν μπαλόνια με οπτική πρόσβαση σε αυτό.
      Έμεινε να κοιτάζει μαγεμένος. Ποτέ κάτι υλικό δεν του είχε ασκήσει τέτοια γοητεία. Δεν μπόρεσε να μην φανταστεί τους ανθρώπους που θα είχαν περάσει από εδώ. Κυρίες ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα σε αυτό εδώ το αίθριο, ή παρέες μαζεμένες στις μεγάλες αίθουσες μπροστά να παίζουνε χαρτιά. Και χοροί έξω στην πλατιά βεράντα και στην πλακόστρωτη αυλή.
      Κοίταξε τριγύρω και ήξερε πως αυτό δεν θα ήταν η νέα του δουλειά. Θα ήταν η ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου