Κάπου,
μακριά από την Ηλιοστάλαχτη, σε μια ακρογιαλιά που την αγκάλιαζε σα δαντέλα η
θάλασσα, δεν ήταν καθόλου σκοτεινά. Τι σκοτεινά δηλαδή που είχε τέτοια
ηλιοφάνεια που έπρεπε να φοράς γυαλιά ηλίου για να μην στραβωθείς. Άσπρο, άσπρο
και γαλάζιο σε τύφλωναν.
Ακριβώς
εκεί λοιπόν που έσκαγε το κύμα, κάθονταν ο Ήλιος μας. Ξένοιαστος, είχε μισοξαπλώσει
πάνω στη ζεστή άμμο, έκανε ηλιοθεραπεία
κι αγνάντευε το πέλαγος. Στο κεφάλι του φορούσε ένα άσπρο πάνινο καπελάκι με
βολανάκι γύρω γύρω, ίδιο μ’ αυτά που φορούν κάτι γιαγιούλες όταν παν στη
θάλασσα, κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά στα μάτια του.
Γύρω του
πανδαιμόνιο. Χαρούμενες φωνές, τσιρίδες! Οι αχτίνες του πότε τσαλαβουτούσαν μες
το νερό και πότε τρέχανε στην άμμο. Κάτι μικρούλες είχαν στρωθεί με τα
κουβαδάκια και τα φτυαράκια τους και δώστου χτίζανε παλάτια και πύργους,
πολιτείες ολάκερες. Φτιάχναν δρόμους, γέφυρες ανάμεσα στα κάστρα και γύρω τους
τάφρους, που τις γεμίζανε με νερό.
Μια
φαφούτα πιτσιρίκα, κουβαλούσε με το πράσινο κουβαδάκι της άμμο στις μεγαλύτερες
για να τις βοηθήσει. Μόλις αυτές γύριζαν την πλάτη τους έδινε στα γρήγορα μια
και γκρέμιζε πότε έναν πυργίσκο, πότε μια γέφυρα και τα μάτια της γυάλιζαν από
ευχαρίστηση. Μετά έπαιρνε το πιο αθώο της ύφος και ξαναπήγαινε να κουβαλήσει
άμμο.
Οι
μεγαλύτερες ήταν ξαπλωμένες κοκέτικα στην άμμο και κουβέντιαζαν μεταξύ
τους.
Πότε πότε
κάποιες μικρούλες τρέχανε στον ήλιο.
«Πές της
αυτής καλέ θείο, πάλι πάτησε πάνω στο κάστρο μου. Συντρίμμια τον έκανε!».
«Μμμ»,
μουρμούριζε ο Ήλιος χωρίς να πολυδίνει σημασία.
«Ήθελα να
ξέρω τι τα κουβαλάμε τα μικρά μαζί μας», γκρίνιαξε εκείνη που δεν της δίνανε
σημασία. «Μόνο για μπελά και φασαρία είναι».
Μα οι
μικρούλες ακτίνες δεν χαμπαριάζανε τίποτε. Δώστου να τρέχουνε πάνω-κάτω σα
σπουργίτια που πέσανε πάνω στο σιτάρι.
Μια πιτσιρίκα
φόρεσε ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα κι
έκανε μακροβούτια. Άλλες στεκόντουσαν στα ρηχά και πιτσιλούσανε τον κόσμο. Οι
μεγαλύτερες τις παρακολουθούσανε με άγρυπνο μάτι.
Μια ακτίνα
που από καιρό την είχανε πάρει τα χρόνια, πλησίασε με το αργό βήμα της τον Ήλιο. Κάθισε πάνω στα πόδια της και τον
κοίταξε λυπημένη.
«Θα πάει
μακριά αυτή η βαλίτσα; Δε σου πέρασε ακόμη το γινάτι;», τον ρώτησε σιγανά για
να μην τους ακούσουνε.
Εκείνος
έκανε πως δεν την άκουσε. Διάλεξε από κάτω μερικά πλατιά βότσαλα, γύρισε στο
πλάι κι άρχισε να τα πετάει στη θάλασσα.
Ο φίλος μας
ο Φοίβος ήταν ήδη μακριά από την Ηλιοστάλαχτη. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει
που βρήκε το θάρρος κι είπε ότι είπε μπροστά σε τόσο κόσμο.
Όταν όμως
άκουσε τον δήμαρχο να προστάζει τη σύλληψή του,
έβγαλε φτερά στα πόδια. Για πότε χώθηκε σ’ ένα στενό
δρομάκι, για πότε άφηνε πίσω του την πόλη, ούτε που το κατάλαβε. Έτρεξε πιο
γρήγορα κι από τον άνεμο. Όταν πια σταμάτησε είχε αφήσει προ πολλού πίσω του
την Ηλιοστάλαχτη.
Αν του ‘λεγε
λίγους μήνες πριν κανείς ότι θα μπορούσε να τρέξει τόσο γρήγορα, θα γελούσε
πικρά. Βλέπετε τον χειμώνα που είχε περάσει, έπεσε από έναν γέρικο πλάτανο που
πάνω του είχαν σκαρφαλώσει γενιές και γενιές, κι είχε σπάσει το δεξί του πόδι.
Μετά απ’ αυτό έμεινε για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο, κι έπειτα στο σπίτι.
Στην αρχή
οι φίλοι του ερχόντουσαν συχνά για να του κάνουν παρέα και να τον βοηθήσουν να
μην βαρεθεί. Σιγά σιγά όμως αραίωσαν κι αυτοί
Τότε ήταν
που ο φίλος μας γνώρισε μοναξιές μεγάλες.
Καθόταν
λοιπόν στην βεράντα του σπιτιού του, συντροφιά μ’ ένα βιβλίο. Κι ο μόνος που
σταθερά τον επισκεπτόταν ήταν αυτός ο Ήλιος.
Απλωνόταν
τα πρωινά ραχατλίδικα σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του ουρανού.
Ο Φοίβος
τον παρακολουθούσε ν’ ανεβαίνει με το πάσο του στα ύψη, σκορπώντας γλυκιά
ζεστασιά πάνω στην πολιτεία. Κι αυτή αστραφτοκοπούσε λες και την είχε
πασπαλίσει με χρυσόσκονη. Τα μάτια σου δεν άντεχαν τέτοια λάμψη.
Κι εκεί,
στα μεσούρανα, χάιδευε με το βλέμμα γεμάτο αγάπη την πλάση όλη, σαν γαλήνιος
άρχοντας που νοιάζεται τους υπηκόους του.
Μερικές
φορές ο Φοίβος χάζευε τα μόρια της σκόνης, έτσι όπως χορεύανε πάνω στις ακτίνες
του.
Και το
βράδυ, πριν ο Ήλιος πέσει στο χρυσό κρεβάτι του, χάριζε στη φύση χίλια μύρια
χρώματα, κλεμμένα λες από παλέτα ταλαντούχου ζωγράφου.
Αυτά
θυμόταν ο Φοίβος όταν το μονοπάτι που είχε πάρει, σταμάτησε μπροστά στην είσοδο
μιας σπηλιάς, Κατάκοπος, αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα του.
Πέρασε
πρώτα το κεφάλι του στο άνοιγμά της. Ένα σκοτάδι μαύρο πίσσα, τι να σας λέω! Τι
να κάνει όμως; Να πει συγνώμη λάθος, να κλείσει την πόρτα πίσω του και να
φύγει. Τρύπωσε μέσα. Μια σκιά που πέρασε
από πάνω του, του έκοψε τα γόνατα. Η
κραυγή που ήχησε αμέσως μετά, έκανε το αίμα να κυλήσει παγωμένο στις φλέβες του.
Κίνησε να το βάλει στα πόδια όταν κατάλαβε πως η αιτία του φόβου του ήταν μια
κουκουβάγια. Γέλασε με τον εαυτό του και προχώρησε διστακτικά.
Κούρνιασε
σε μια γωνιά, κι έβαλε το χέρι του για προσκέφαλο. Η κουκουβάγια είχε σταθεί σε
μια εσοχή ακριβώς από πάνω του και στο μισοσκόταδο τα μάτια της φέγγανε σαν
αναμμένα κάρβουνα. Εκείνη τη στιγμή ο Φοίβος πρόσεξε πόσο ανοιχτόχρωμο ήταν το
χρώμα της.
«Λευκή
κουκουβάγια!», θαύμασε χαμογελώντας στη θέα του σπάνιου πουλιού.
«Καλός
οιωνός», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια του αποκαμωμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου