Βρέθηκαν να περπατούν μέσα από ένα αυλάκι
γεμάτο νερό. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και η δυσωδία θύμιζε μούχλα. Με το δαυλό
στο χέρι, κατάλαβαν γρήγορα πως βρίσκονταν σε έναν σκοτεινό θόλο.
Στην περιφέρειά του έχασκαν σκοτεινές
καμάρες σαν άδειες κόγχες ματιών. Προχωρώντας με σκοπό να ελέγξει το χώρο γύρω
με τον δαυλό να του φωτίζει, τα πόδια του μπλέχτηκαν σε κάτι και σωριάστηκε
φαρδύς πλατύς στο πάτωμα.
«Στραβωμάρα!», ακούστηκε μια μπάσα φωνή
που τους έκανε να αναπηδήσουν στη θέση τους. Ο Πόθος κρύφτηκε πίσω από τα αυτιά
της Πασιφάης, ώσπου να πεις κύμινο.
Ο Φοίβος μάζευε όλο το κουράγιο του και
τον δαυλό πριν σβήσει. Τον ύψωσε για να αντικρύσει ένα γέρικο ανθρωπάκι που καθόταν
με την πλάτη ακουμπισμένη στην πέτρα. Στα χέρια του γυρόφερνε ένα κομπολόι.
Γκρίζα ανακατεμένα μαλλιά και γκρίζα γένια, τριών ημερών που λένε, πλαισίωναν
το παχουλό του πρόσωπο. Τους κοιτούσε βαριεστημένα.
«Τι με κοιτάτε σα χάνοι, ωρέ; Παρουσιαστείτε!»,
τινάχτηκε με απίθανη σβελτάδα για την ηλικία του και πρόβαλε το πρόσωπό του
μπροστά στον Πόθο. Το μπόι του δεν ξεπερνούσε αυτό του Φοίβου. Ήταν νάνος.
«Είσαι ο και λέγεσαι;», έκανε προστακτικά
κάνοντας τον Πόθο να βρεθεί στον αέρα, κρατώντας μία απόσταση ασφαλείας.
«Σιγά μπάρμπα! Μας ξεκούφανες!».
«Ούστ ψοφίμια! Έτσι θα πάτε φαντάροι
βρε!».
«Σιγά μην πάω και ναύκληρος!», έκανε ο
Πόθος ενοχλημένος.
Ο Φοίβος στάθηκε προστατευτικά δίπλα στην
Πασιφάη.
«Ποιος είσαι;».
«Συνταγματάρχης Φοβέρας!», χτύπησε δυνατά
το στήθος του. «Απόστρατος», συμπλήρωσε βαριεστημένα και ξανακάθισε κάτω.
Άρχιζε να παίζει το κομπολόι του και σιγομουρμούριζε έναν σκοπό.
«Από κάτω απ’ τα ραδίκια,
κάθονται δυο πιτσιρίκια…».
Ο Φοίβος κοιτάχτηκε με την Πασιφάη και
τον Πόθο απορημένος. Ο τελευταίος έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση με το δείκτη
χτυπώντας τον κρόταφό του.
«Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Τα έχει
εντελώς χαμένα ο θείος!».
Ο Φοίβος του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Και που βρισκόμαστε συνταγματάρχα;».
«Τρίτη βάση εμπειροπόλεμης ταξιαρχίας
καλόπαιδα. Αχ, αρνί με το σπανάκι!», συνέχισε έναν άλλο σκοπό τώρα.
«Η κυρά μας η δασκάλα, πού ‘χει σπίτια
δυο μεγάλα…».
Ο Πόθος έδωσε μια και βρέθηκε κάτω από τη
μύτη του.
«Και τι κάνεις εδώ μπάρμπα; Ασκήσεις
ετοιμότητας με τις χάντρες από το κομπολόι σου;».
Μ’ έναν πήδο που σ’ έκανε να απορείς για
τη ζωντάνια που βρέθηκε μέσα του, στάθηκε όρθιος.
«Νέος! Προσοχή!».
Ο Πόθος βρέθηκε κατάχαμα.
«Ίσα μάγκες! Για να είστε εδώ, σημαίνει
πως ήσασταν αιχμάλωτοι του Μεγάλου Τσακαλιού. Εγώ έμεινα να φυλάω το καταφύγιο
αυτό, ώστε όποιος γλιτώσει να μπορέσει να βρει το δρόμο του για το καταφύγιο
του Ήλιου».
Ο Φοίβος πλησίασε.
«Αιχμάλωτοι του Κουνάβη ήμασταν».
«Τς, τς, τς. Κουνάβης, Χλέμπας! Ούτε
χάντρες στο κομπολόι μου! Το Μεγάλο Τσακάλι είναι εχθρός του Ήλιου, κι οι άλλοι
ελεεινά πιόνια του. Αν το είχατε συναντήσει, αμφιβάλω αν θα ήσασταν εδώ. Το
μεγάλο Τσακάλι είναι η ουσία του κακού. Να προσέχετε! Δεν είναι ακόμη δυνατό,
μα όσο παραμένει το σκοτάδι τόσο αυξάνεται και η δύναμή του».
Έκανε μια δρασκελιά και τους ένευσε να
τον ακολουθήσουν.
«Άλλος με τη βάρκα μας!». Είδε που τον
παρακολουθούσαν απορημένοι και σήκωσε τους ώμους.
«Αράξτε εδώ να συνέλθετε. Μόλις
στανιάρετε καλόπαιδα, θα σας οδηγήσω στην έξοδο που είναι αρκετά μακριά από δω και
δεν υπάρχει φόβος να σας εντοπίσουνε.
Και τότε ΝΕΟΙ ΜΟΥ, ορμάτε!» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου