Πετούσαν ασταμάτητα. Ατελείωτα. Για ώρες;
Μέρες; Ποιος μπορούσε να ξέρει. Ένα σφύριγμα που έσχιζε τον κατάμαυρο ουρανό
μαρτυρούσε μόνο το πέρασμα των φίλων μας πάνω στη ράχη της Πασιφάης.
Το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο που ο μόνος
οδηγός τους ήταν η φωτεινή οθόνη της πυξίδας τους, που ο Φοίβος φυλούσε σαν
κόρη οφθαλμού μέσα στην παλάμη του. Την κρατούσε σφιχτά κι έδινε οδηγίες στην
οδηγό τους. Στόχος τους πια ήταν η γραμμή της οροσειράς για την κορυφή του
Μαγικού βουνού.
Τώρα ο Πόθος είχε κρεμαστεί από τα μαλλιά
του Φοίβου και κοιτούσε την οθόνη της πυξίδας.
«Σταμάτα πια να κρέμεσαι μπροστά στα μάτια
μου σαν Παναγίτσα απ’ τον καθρέφτη αυτοκινήτου. Με ζάλισες έτσι που
πηγαινοέρχεσαι σαν εκκρεμές».
«Καλά πώς καταλαβαίνεις τι λέει αυτό το πράγμα;»,
αγνόησε την παρατήρησή του ο Πόθος.
«Όλο βέλη, βελάκια. Σανσκριτική γραφή».
Ο Φοίβος σηκώνοντας το βλέμμα του τον
κοίταξε άγρια και συνέχισε να μελετά την πυξίδα.
«Ουφ, έσκασα πια. Κι αυτή η μαυρίλα.
Νομίζεις πως αν απλώσεις το χέρι σου θα πιάσεις το σκοτάδι. Είναι παχύρευστο»,
γκρίνιαξε ο Πόθος.
Ο Φοίβος ξεφύσηξε στην προσπάθειά του να
διώξει τον Πόθο από το οπτικό του πεδίο και να μελετήσει την πυξίδα με την
ησυχία του.
«Τι ξεφυσάς μωρέ σαν ατμομηχανή; Θα με ρίξεις
κάτω!», διαμαρτυρήθηκε ο λιλιπούτειος φίλος μας μα για καλό και για κακό
σκαρφάλωσε πάνω στο κεφάλι του Φοίβου και πιάστηκε γερά από τα σγουρά μαλλιά
του συνεχίζοντας να ρίχνει κλεφτές ματιές.
«Λίγο δεξιότερα», έσκυψε πάνω από τ’ αυτί
της Πασιφάης. «Είμαστε πολύ κοντά», έκανε ο Φοίβος χωρίς ν’ αφήνει την πυξίδα από τα μάτια του.
«Πες μου ένα τραγούδι, απ’ την καλή κι απ’
την ανάποδη, και θα μ’ έχεις βρει», διάβασε
στην οθόνη της πυξίδας.
«Πες μου ένα τραγούδι απ’ την καλή κι απ’
την ανάποδη…», διάβαζε και ξαναδιάβαζε.
«Πες μου ένα τραγούδι απ’ την καλή κι απ’
την ανάποδη και θα μ’ έχεις βρει!!!», φώναξε ανυπόμονα.
«Τι θέλει; Να τραγουδήσουμε ένα τραγούδι,
κι έπειτα να το ξανατραγουδήσουμε απ’ το τέλος προς την αρχή;», σήκωσε τα μάτια
του στον Πόθο.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους του.
«Τώρα μας ρωτάει ο κύριος Φοίβος! Μάλιστα!
Τώρα θέλει τη γνώμη μας! Χμμ! Εγώ δεν ξαναμιλάω. Είμαι ο κομπάρσος της
ταινίας», έστρεψε πεισματάρικα το κεφάλι του ο Πόθος.
Κι όπως καθόταν επάνω στον πισινό του με
διπλωμένα τα γόνατα και τα χέρια τυλιγμένα γύρω τους, έδωσε μια και στράφηκε
προς τα πίσω.
«Ας δοκιμάσουμε», ακούστηκε ήρεμη η φωνή
της Πασιφάης.
Ο
Φοίβος πήρε μια ανάσα και την κράτησε. Μετά άρχισε να τραγουδά ότι του’ ρθε πιο
γρήγορα στη μνήμη του. Ένα τραγούδι που είχε μάθει στο σχολείο.
«Τυφλός βελόνα γύρευε, ολά ολά
μέσα σε μια αχυρώνα βατσιτσέλο,
βατσιτσό.
Και ο κουφός του έλεγε ολά ολά,
την άκουσα που εβρόντα, βατσιτέλο,
βατσιτσό».
«Ως εδώ!», ξέσπασε ο Πόθος. «Τι ανακρίβειες
είναι τούτες; Από ενημέρωση παιδί μου είσαι σκέτος κίτρινος τύπος. Άκου την
άκουσε ο κουφός που εβρόντα».
Μα ο Φοίβος δεν σταμάτησε. Άρχισε να
τραγουδά το τραγούδι από το τέλος, υψώνοντας τη φωνή του και σφραγίζοντας με
τις παλάμες του τ’ αυτιά του, για να μην τον μπερδεύουν οι φωνές του Πόθου.
«Βατσιτσό, βατσιτσέλο, εβρόντα που άκουσα
την,
ολά, ολά, έλεγε του κουφός ο και,
βατσιτσό, βατσιτσέλο, αχυρώνα μια σε
μέσα,
ολά ολά, γύρευε βελόνα τυφλός»,
ολοκλήρωσε μ’ όση δύναμη φωνής είχε.
«Να πάρει», ξέσπασε οργισμένος.
«Απομακρυνθήκαμε», τίναξε το χέρι του και το χτύπησε νευριασμένα στο πόδι του.
Στην οθόνη διάβασε:
«Όταν τραγούδι θα σκεφτείς
«Όταν τραγούδι θα σκεφτείς
κι ανάποδα θα μου το πεις
τότε κοντά μου θε να ‘ρθεις.
Μα τι θέλει
τέλος πάντων;».
Η Πασιφάη κούνησε το κεφάλι της σε μια
κίνηση εκνευρισμού.
Ο Πόθος έδωσε μια και βρέθηκε στο κεφάλι
της. Πιάστηκε γερά από το αριστερό αυτί της κι άρχισε να τραγουδά.
«Ένα δύο τρία,
πήγα στην κυρία»,
ξεφώνιζε με την πιο παράφωνη φωνή που
ακούστηκε ποτέ. Ο Φοίβος σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, σ’ ένα μορφασμό
αποδοκιμασίας.
«Μου ‘δωσε έναν πράσο
κόντεψα να κλάσω».
«Δες
τώρα κύριε πολύξερε», έδωσε μια και βρέθηκα να αιωρείται μπροστά απ’ τα μάτια
του Φοίβου με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω.
«Ένα δύο τρία, πήγα στην κυρία, μου ‘δωσε
έναν πράσο, κόντεψα να κλάσω».
«Το ‘χεις χάσει εντελώς καημένε. Δε σε παρεξηγώ»,
κούνησε το κεφάλι του ο Φοίβος, μα η επόμενη λέξη πάγωσε στα χείλη του. Τα
μάτια του καρφώθηκαν στην πυξίδα που πετούσε πράσινες αστραπές. Έμεινε για λίγο αμίλητος.
«Φτάσατε στον προορισμό σας.. Πετάτε πάνω
από την οροσειρά. Μια από τις κορυφές είναι η δική μου», διάβασε δυνατά.
«Χμ», έκανε με ικανοποίηση ο Πόθος και
βρέθηκε πάλι πάνω στο κεφάλι του Φοίβου. Κάθισε τεντώνοντας με αξιοπρέπεια το
μικροσκοπικό κορμί του.
«Πετάμε πάνω από μια οροσειρά. Η μια
κορυφή μετά την άλλη», παρατήρησε η Πασιφάη που είχε χαμηλώσει το κεφάλι της
και είχε κλείσει τα μάτια της σε δυο λεπτές σαν του φιδιού σχισμές, στην
προσπάθειά της να διακρίνει κάτι.
«Κορυφές ολόιδιες μεταξύ τους. Πώς θα την
ξεχωρίσουμε;».
«Ας χαμηλώσουμε λίγο», πρότεινε ο Φοίβος
κι αγκαλιάζοντας τον λαιμό της Πασιφάης έγειρε στο πλάι προσπαθώντας να
διακρίνει. Δεν ήταν σίγουρος αν έβλεπε κάτι και τι.
«Τις βλέπεις τις κορυφές. Η μία ίδια κι
απαράλλαχτη με την άλλη. Κι άλλη, κι άλλη…», μονολογούσε η Πασιφάη.
«Δε βλέπω τίποτα. Χαμήλωσε λίγο ακόμη»,
και κρεμάστηκε από πάνω της.
«Λίγο ακόμη».
Η Πασιφάη έχανε ύψος αργά αργά ώσπου μ’
ένα τρομερό τράνταγμα βρέθηκαν φύρδην μύγδην πεταμένοι στο χώμα ο ένας επάνω
στον άλλο.
Δεν πρόλαβαν ούτε μία κραυγή πόνου να
βγάλουν, ούτε να τρίψουν τα πονεμένα μέλη τους. Το έδαφος κάτω τους άρχισε να
κουνιέται σαν το ζυμάρι που πλάθεται κι ένας μπάσος βρυχηθμός που ξεβράστηκε
από τα έγκατα της γης, τους πάγωσε το αίμα.
«Στραβάδια. Βλέπετε που πατάτε βρε!!!».
Στη φράση αυτή το βουνό κουνήθηκε και
ξανακουνήθηκε για να κυλήσουν ο ένας πάνω στον άλλον. Ο Πόθος τρύπωσε στην
ασφάλεια του ζεστού κορμιού του Φοίβου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να κρατηθεί από
το έδαφος για να σταματήσει να κυλά δεξιά κι αριστερά.
«Ώστε ήρθατε για το κλειδί;, γκουχ,
γκουχ», ξέσπασε το βουνό σ’ έναν βροντερό βήχα που τους πετούσε ψηλά στον αέρα
για να ξαναπέσουν κάτω λες και βρίσκονταν σε τραμπολίνο.
«Αγκχ, γκουχ κχχχ….», προσπάθησε να
καθαρίσει το λαιμό του. «Με το συμπάθιο. Αλλά έχω να μιλήσω πάνω από 350
χρόνια. Έκλεισε η φωνή μου. Έχω και μια φαρυγγίτιδα
που με παιδεύει. Ουγκχχ, γκχχ, γκουχ», συνέχισε να βήχει και να τους τινάζει
πάνω κάτω σα χταπόδια. Όταν σταμάτησε ο Φοίβος σωριάστηκε κάτω αποκαμωμένος
κρατώντας το μέτωπό μέσα στα δυο χέρια. Του πονούσε το κεφάλι.
«Κχχχ, κχχχ», καθάρισε μια τελευταία φορά
το λαιμό του. «Ώστε τα καταφέρατε τελικά. Κοίτα να δεις την πιτσιρικαρία. Δεν
το περίμενα. Με ξαφνιάσατε. Λοιπόν τώρα θα θέλετε το κλειδί, έ;».
Να σου και πάλι από την αρχή άρχισε να
συσπάται, να τεντώνεται, να μαζεύεται και ξάφνου στο πιο ψηλό σημείο του άνοιξε
μια τρύπα, ίδια κρατήρας ηφαιστείου. Από μέσα της ξεχύθηκε ένα αμυδρό γαλανό
φως και μια γλυκιά θέρμη αγκάλιασε τα μέλη τους.
«Χμ, το κλειδί», ακουγόταν η φωνή του
να βγαίνει υπόκωφα από το βάθος. «Κάπου
εδώ είναι, κάτσε να δεις…».
Από την τρύπα άρχισαν εκτοξεύονται
διάφορα. Πέτρες, χώματα, ένα κρανίο ζώου. Ο Φοίβος κι η Πασιφάη γούρλωσαν τα
μάτια τους.
«Μα είμαι σίγουρος πως το είχα δει κάπου
εδώ. Δεν θα ‘ναι ούτε 120 χρόνια.», κι ένα πήλινο πιθάρι εκτοξεύτηκε και αφού
πέρασε ξυστά από τα’ αυτί της Πασιφάης, προσγειώθηκε πίσω της, σπάζοντας σε
μύρια κομμάτια. Η Πασιφάη πετάχτηκε αγριεμένη προς τα πλάγια βγάζοντας έναν
πνιχτό ήχο.
Ο
Φοίβος έσπευσε να ψάξει μέσα στα σπασμένα κομμάτια του πιθαριού, ενώ ο Πόθος
φτεροκοπούσε κοντά στον κρατήρα. Κρατούσε πάντως μια απόσταση ασφαλείας, για να
παρακολουθεί τα αντικείμενα που εκτοξεύονταν. Στη σειρά εκσφενδονίστηκαν ένα
τσίγκινο ποτιστήρι, μια γκαζόλαμπα , που το γυαλί της έσπασε με θόρυβο
πέφτοντας κάτω και μια ξύλινη κουτάλα. Ο Πόθος στριφογυρνούσε τρελά στον αέρα
προσπαθώντας να τα αποφύγει.
«Καλά μπάρμπα, από νοικοκυριό σκίζεις»,
φώναξε δυνατά.
Ένα δυνατό ξεφύσημα εκσφενδόνισε σκόνη και
χώματα. Ο Πόθος άσπρος από την κορφή ως τα νύχια από την σκόνη που τον έλουσε,
άρχισε να φταρνίζεται. Με τα δάχτυλά του προσπάθησε να καθαρίσει τα μάτια του,
κι έπειτα άρχισε να τινάζεται.
«Κι από καθαριότητα δεν πας καλύτερα!»,
ξεφώνισε θυμωμένος μα για καλό και για κακό απομακρύνθηκε.
Ένας βρυχηθμός και η πλάση σείστηκε λες
και γινόταν σεισμός. Μέσα από τον κρατήρα ακουγόταν ένας θόρυβος λες και
σιγόβραζαν τα σωθικά του βουνού. Ο Φοίβος στάθηκε επιφυλακτικά δίπλα στην
Πασιφάη κι ο Πόθος αστραπιαία τρύπωσε στον πυκνό θάμνο των μαλλιών του.
Το ξέσπασμα με μια έκρηξη ήρθε για να του
λούσει με πολύχρωμες αχτίδες φωτός, ίδιες με πυροτεχνήματα. Κόκκινες, κίτρινες,
μπλε. Μια θριαμβευτική κραυγή τους τίναξε ως επάνω.
«Χμ! Δεν είμαι νοικοκύρης λέει. Δεν είμαι
καθαρός! Χα!».
Ένα βάζο πετάχτηκε κουδουνίζοντας έξω και
προσγειώθηκε μπρος τα πόδια τους. Ο Φοίβος έσκυψε και το σήκωσε. Έπιασε με τα
δυο του χέρια το καπάκι να το ξεβιδώσει.
«Αλλά έτσι είναι η νεολαία σήμερα», συνέχισε
θριαμβευτικά η φωνή.
«Αγενείς! Ασεβείς!».
Ο Φοίβος προσπαθούσε ακόμη, μα το καπάκι,
σφιχτά βιδωμένο, δεν έλεγε ν’ ανοίξει.
«Και θρασύτατοι! Εμείς στα χρόνια σας,
ούτε τα μάτια μας δεν τολμούσαμε να σηκώσουμε μπροστά σε μεγαλυτέρους μας!».
Ο Φοίβος είχε σφίξει το βάζο ανάμεσα στα
πόδια του και προσπαθούσε ακόμη να το ανοίξει.
«Μάλιστα κύριοι! Υπήρχε σεβασμός τότε…!».
Μπαμ! Το βάζο που έσπαζε κάτω τον έκοψε
στη μέση.
Ο Φοίβος έσκυψε και πήρε ένα μεγάλο κλειδί
που κείτονταν ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά. Κολλούσε ολόκληρο.
«Τι στο καλό; Τι έχει επάνω του;».
«Ε, χμ…, ναι, μέλι. Το χρησιμοποίησα για
να φτάσω το μέλι στον πάτο του βάζου. Δεν μπορούσα να το φάω αλλιώς».
Ο Πόθος άρχισε να χασκογελάει κι ο Φοίβος
τον σκούντησε απαλά ενώ σκούπιζε το
κλειδί από το παντελόνι του.
«Άντε καλό ταξίδι. Με κουράσατε πια.
Αααχχχ! Θα πέσω να κοιμηθώ για καμιά πενηνταριά χρόνια τώρα!».
Το βουνό άρχισε να κινείται αργά προς όλες
τις κατευθύνσεις
ώσπου η τρύπα
του κρατήρα έκλεισε. Ακούστηκε ένας τελευταίος ήχος, σαν χασμουρητό κι
επικράτησε ησυχία.
Η Πασιφάη πλησίασε κι έσκυψε το σώμα της.
Ανέβηκαν επάνω της και πέταξαν μακριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου