Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Η΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



      Αργά μα σταθερά έπαιρναν ύψος κι ανέπτυσσαν ταχύτητα. Ο αέρας σφύριζε γύρω τους έτσι όπως τον έσχιζαν και το μόνο που μπορούσαν να αντιληφθούν ήταν τα πηχτά μαύρα σύννεφα που τους τύλιγαν σαν καπνός.
      Ο Φοίβος αποκαμωμένος έγειρε το κορμί  πάνω στο απαλό τρίχωμα της Πασιφάης, άπλωσε τα χέρια του και αγκαλιάζοντας το λαιμό της αποκοιμήθηκε.
      Σε λίγο ένα ήρεμο χαμόγελο είχε απλωθεί στο πρόσωπό του. Στο όνειρό του καθόταν με τη μητέρα του ένα καλοκαιρινό σούρουπο στη βεράντα του σπιτιού τους. Ένας αναστεναγμός γλίστρησε από τα μισάνοιχτά του χείλη.
      Ένα ταρακούνημα τον έφερε στην πραγματικότητα. Ο Πόθος κρατιόταν γερά από το λαιμό του και του ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή.
      «Κάτι γίνεται».
      Φωνές άγριες και δυνατές ακούγονταν από χαμηλά. Κάτι μακρύ πέρασε σφυρίζοντας δίπλα ακριβώς από το αυτί του κι έπειτα ένα δυνατό τράνταγμα έκανε την Πασιφάη να χάσει την ισορροπία της. Ο Φοίβος κρατήθηκε γερά καθώς εκείνη έχανε απότομα ύψος. Άκουσε μόνο έναν ξεψυχισμένο ψίθυρο.
      «Με χτύπησαν στο φτερό».
      Η προσπάθειά της να κρατηθεί στον αέρα ήταν αγωνιώδης. Ο Φοίβος έβλεπε πως το χτυπημένο της φτερό δεν μπορούσε να ακολουθήσει το γερό. Μ’ ένα γδούπο βρέθηκαν στο έδαφος.
      Δεν πρόλαβαν να μετρήσουν τις απώλειες τους γιατί τους περικύκλωσαν. Και πριν καταλάβουν τι τους βρήκε, ο Φοίβος βρέθηκε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του και η Πασιφάη με μια θηλιά να της σφίγγει τη γλυκιά μουσούδα.
      Με άγριες και θυμωμένες φωνές τους τραβούσαν μέχρι που έφτασαν να κατεβαίνουν πέτρινα ολισθηρά σκαλιά. Τώρα δάδες φώτιζαν το πέρασμά τους κι έβλεπαν τα πρόσωπα των αντρών γύρω τους.
      Ένας κοντόχοντρος άντρας ξεχώριζε από τους άλλους. Έμοιαζε να προστάζει τους υπόλοιπους. Άδραξε μια αρμαθιά κλειδιά από τη ζώνη ενός άλλου και άνοιξε την σιδερένια πόρτα ενός κελιού. Τους έσπρωξαν μέσα και κλείδωσαν πίσω τους.
      «Ο Κουνάβης θα χαρεί πολύ με τα λαβράκια μας. Τον ειδοποιήσατε;», τον άκουσαν να λέει καθώς απομακρύνονταν.  Πίσω τους έμεινε μονάχα αυτός με τα κλειδιά στη ζώνη.
      Ο Φοίβος κάθισε κατάχαμα κοιτάζοντας ανήσυχος την Πασιφάη. Τα μάτια της ήταν κλειστά και έμοιαζε αποκαμωμένη. Κοίταξε τον πέτρινο τοίχο πίσω του και πρόσεξε μια κοφτερή άκρη που περίσσευε.  Σύρθηκε προς τα εκεί κι άρχισε να ροκανίζει το σκοινί επάνω της.   
      Ο φύλακας που καθόταν βαριεστημένα στον απέναντι τοίχο είχε αρχίσει να γέρνει το κεφάλι. Το στόμα του άνοιγε ακανόνιστα πού και πού σ’ ένα ρηχό χασμουρητό, ώσπου το κεφάλι του έπεσε στο πλάι και τα μάτια του έκλεισαν. Που και που ένας αναστεναγμός έβγαινε από το στόμα του.
      Το σκοινί κόπηκε επιτέλους. Έτριψε τους καρπούς του και έχωσε το χέρι στη λαιμόκοψη της μπλούζας του. Έβγαλε τον Πόθο κρατώντας τον με τα ακροδάχτυλα.
      «Βλέπεις τα κλειδιά που κρέμονται από τη ζώνη του;», έκανε χαμηλόφωνα. «Πρέπει να τα πάρεις».
      Ο Πόθος χλώμιασε. Έπειτα έδωσε μια και βρέθηκε στον αέρα.
      «Μπριτς!».
      Τον κοίταξε υπομονετικά.
      «Δεν μπορώ σου λέω!», αντιγύρισε εκείνος. «Θα τα κάνω επάνω μου και μόνο στην ιδέα».
      «Μόνο εσύ μπορείς να μας βγάλεις», έκανε χαμηλόφωνα ο Φοίβος. «Στο χέρι σου είναι τα πάντα τώρα. Στο χέρι σου είναι να γυρίσει η μαμά σου!».
       Ο Πόθος του γύρισε την πλάτη κοιτάζοντας τον φύλακα. Ήθελε μόνο να βάλει τα κλάματα και να έρθει η μαμά του να τον παρηγορήσει. Καταπολέμησε τον κόμπο που ανέβαινε στο λαιμό του, πήρε μια κοφτή ανάσα και βρέθηκε στον αέρα.
      Ένας κρίκος κρατούσε τα κλειδιά από τη ζώνη του φύλακα. Τον έπιασε αργά και τον γύρισε, φέρνοντας το άνοιγμά του στο θηλύκι του παντελονιού του. Τα κλειδιά έπεσαν στο πάτωμα μ’ έναν ήχο που τον τράνταξε συθέμελα. Ο φύλακας κουνήθηκε στη θέση του, ο Πόθος έκλεισε τα μάτια.
      «Ήρθε το τέλος σκέφτηκε». Περίμενε, περίμενε κι όταν είδε πως δεν συνέβαινε τίποτε, άνοιξε πρώτα το ένα μάτι διστακτικά. Ο φύλακας μπροστά του συνέχιζε τον ύπνο του.
      Άδραξε τον κρίκο με τα κλειδιά από το πάτωμα κι άρχισε να τα σέρνει. Η Πασιφάη είχε ανοίξει κουρασμένη τα μάτια και παρακολουθούσε την επίπονη προσπάθειά του. Ο Φοίβος άπλωσε το χέρι έξω από τα κάγκελα και έπιασε τα κλειδιά κλείνοντάς τα όλα στη χούφτα του. Αθόρυβα πια τα πέρασε μέσα και βρήκε αυτό που ταίριαζε στην κλειδαριά. Σε λίγο η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη.
      Ο Φοίβος στράφηκε στην Πασιφάη γνέφοντάς της. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
      «Δεν θα φτάσετε μακριά με μένα».
       Χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια της την βοήθησε να σηκωθεί. Έπειτα, έβαλε απαλά το χέρι στο πλευρό της, κρατώντας τη φτερούγα στη θέση της. 
      Αργά και αθόρυβα γλίστρησαν μπροστά από τον δεσμοφύλακα. Ο Φοίβος ανέβηκε αναγνωριστικά τα σκαλιά μα η κουβέντα αντρών στην κορυφή τους τον έκανε να γυρίσει. Πήραν τον αντίθετο δρόμο και χάθηκαν στους διαδρόμους πέρα από το κελί τους.
      Ο διάδρομος πήρε να κατηφορίζει για να φτάσουν σε μία αδιέξοδη πέτρινη αίθουσα στα δεξιά του. Αυτό ήταν το τέλος. Κοίταξε την Πασιφάη απελπισμένος μα αυτή είχε αλλού το νου της.
      Η μουσούδα της κινιόταν σπασμωδικά στον αέρα λες και οσμίζονταν κάτι που αυτός δεν έβλεπε. Στο μέρος που κοιτούσε ήταν μόνο ο γυμνός τοίχος.
      Τον πλησίασε και πρόσεξε πως η υγρασία ήταν πιο έντονη στα δεξιά. Το υγρό πέτρινο πάτωμα γλιστρούσε. Άπλωσε τα χέρια και τον ψηλάφισε. Άφησε τα δάχτυλα του να τρέξουν τον τοίχο κι ένιωσε τα δάχτυλά του να μουσκεύουν. Ανάμεσα στους αρμούς της πέτρας, σταγόνα σταγόνα, κυλούσε νερό. Προσπαθώντας να εντοπίσει τα σημεία που στάζανε, ένιωσε την πέτρα να μετατοπίζεται πίσω από τα χέρια του. Ένα μεγάλο κομμάτι του τοίχου υποχώρησε κι έπειτα μ’ έναν υπόκωφο ήχο σύρθηκε συρταρωτά πίσω από τον υπόλοιπο τοίχο.
      Η μία έκπληξη διαδέχονταν την άλλη καθώς ένα κύμα νερού χύθηκε προς το μέρος του φτάνοντας σχεδόν τα γόνατα του Φοίβου. Ο Πόθος είχε κρεμαστεί στο γιακά της μπλούζας του και παρατηρούσε με μάτια ορθάνοιχτα.
      Χωρίς δισταγμό πέρασε στην επόμενη αίθουσα αφού βοήθησε πρώτα την Πασιφάη. Ήταν όμως τόσο σκοτεινά, που έτρεξε πίσω κι άδραξε έναν δαυλό από τον διάδρομο. Άκουσε απειλητικές φωνές να έρχονται προς το μέρος τους.
      Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του, μόνο για κλάσματα όμως του δευτερολέπτου. Έπειτα πήδηξε πάνω από το χώρισμα και χωρίς να αφήσει το δαυλό, έσπρωξε το πέτρινο κομμάτι που πήγε και σφήνωσε ξανά στη θέση του. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου