Δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν ούτε
πενήντα μέτρα. Ο Φοίβος είχε κρεμάσει το κλειδί από ένα κομμάτι σπάγκο που είχε
βρει στην τσέπη του, γύρω από το λαιμό του.
«Νομίζω πως φτάσαμε», είπε και θέλησε να
κοιτάξει την πυξίδα. Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο του, όταν μια δίνη τους
άρπαξε σαν δυνατό χέρι και τους παρέσυρε μαζί της. Τους ρούφηξε στο κέντρο της. Κανείς τους δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Στριφογύριζαν ατελείωτα μέσα της μ’
απλωμένα τα χέρια και μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο. Κάποια στιγμή τα πράγματα
θόλωσαν τριγύρω και χάσανε τις αισθήσεις τους. Τότε η δίνη τους ξέρασε σε μια
αφιλόξενη επιφάνεια.
Κανείς δεν κατάλαβε πόση ώρα κείτονταν
έτσι. Και πότε ακριβώς άρχισαν να σαλεύουν. Πρώτος ο Πόθος. Άνοιξε τα μάτια του
και ζαλισμένος έψαξε για τους φίλους του. Κατάφερε να εντοπίσει το Φοίβο από
την βαριά του ανάσα. Ανέβηκε στον ώμο του και άρχισε να τον κουνάει.
«Πές μου ότι είσαι καλά! Μη μ’ αφήσεις κι
εσύ τώρα! Τι θ’ απογίνω αν πάθεις τίποτα;», ξέσπασε σε γοερό κλάμα.
Ο Φοίβος άρχισε να κουνιέται. Σε κάθε
κίνηση ο πόνος του ξέσκιζε τις σάρκες.
«Πού είμαστε;».
«Που θες να ξέρω; Απ’ τον Άδη πήγαμε στα
Τάρταρα. Αχ, Φοίβε! Δε θα τα καταφέρουμε ποτέ!», έκανε απελπισμένα.
«Η Πασιφάη;», πετάχτηκε ανήσυχος για να
τον ρίξει κάτω ένα αφόρητο σούβλισμα στο γοφό του.
«Εδώ είμαι», ακούστηκε ξέπνοη η φωνή πίσω
τους. «Νιώθω σα να μου ξεκόλλησαν τα φτερά».
Ο Φοίβος ψηλάφισε το στήθος του πάνω από
τη μπλούζα του. Το κλειδί ήταν ακόμη στη θέση του. Σύρθηκε προς τα πίσω κι
ακούμπησε στο ζεστό σώμα της Πασιφάης.
«Μόνο να ξέραμε που είμαστε!».
Γύρω τους πλανιόταν μια παγωμένη υγρασία
σχεδόν απτή που τους πιρούνιαζε. Το σκοτάδι από την άλλη δεν ήταν μόνο γύρω
αλλά και μέσα τους.
«Έχεις την πυξίδα;», τον ρώτησε η
Πασιφάη.
Την είχε ξεχάσει ολότελα. Άρχισε να
ψάχνει ανήσυχος για να την ανακαλύψει στη δεξιά τσέπη του. Πότε πρόλαβε να την
ασφαλίσει εκεί, δε θυμόταν. Την έσυρε έξω .
«Νάτη. Μόνο που η οθόνη της δεν δείχνει
τίποτε».
Ο ήχος που ακούστηκε στη συνέχεια τους
έλυσε τα γόνατα. Ήταν ότι πιο φρικιαστικό είχαν ακούσει στη ζωή τους. Ένας ήχος
τόσο τρομαχτικός και αποτρόπαιος που μια απέραντη θλίψη πότισε κάθε τους
κύτταρο, ώσπου στο τέλος ευχήθηκαν να είχαν πεθάνει. Σφίχτηκαν ασυναίσθητα ο ένας
πάνω στον άλλο ριγώντας.
Το ουρλιαχτό ξεκινούσε σιγά και υπόκωφα,
δυνάμωνε και δυνάμωνε, γινόταν σαν μακρόσυρτο μοιρολόι ώσπου δεν άντεχαν πια τ’
αυτιά, μα ούτε η ψυχή τους. Το αίμα στράγγιξε από τα πρόσωπά, η φωνή πάγωσε στα
χείλη και τα μέλη τους παρέλυσαν. Και το ουρλιαχτό άρχιζε πάλι από την αρχή.
Είχαν χάσει πάλι τις αισθήσεις τους.
Συνήλθαν για ν’ αντικρίσουν εμπρός τους ένα πελώριο ζευγάρι μάτια, κόκκινα
θαρρείς να στάζουν αίμα, να τους κοιτά με μία λάμψη του θανάτου.
Βρισκόταν στην εσοχή ενός βράχου, κάτω
από ένα πέτρινο μπαλκόνι. Το Μεγάλο Τσακάλι.
«Εσείς αποφασίσατε λοιπόν να τα βάλετε
μαζί μου;». Η φωνή του ακούστηκε σαν λεπίδα κοφτερή. Ο Φοίβος σκέφτηκε πως ότι
και να ήταν αυτό το πλάσμα δεν έμοιαζε με ζωντανό. Έμοιαζε σα να είχε περάσει
εδώ και καιρό τα σύνορα αυτού του κόσμου.
«Δεν τα πήγατε κι άσχημα», συμπλήρωσε
ανέκφραστα. Η φωνή του όμως τώρα φανέρωσε κούραση. Τους γύρισε την πλάτη και
ξάπλωσε στο χώμα. Η ανάσα του έβγαινε σαν ρόγχος.
Ο
Φοίβος θυμήθηκε τα λόγια του Φοβέρα. Είναι αδύναμο ακόμη, σκέφτηκε.
Οι κόκκινες λάμψεις από τα μάτια του
φώτιζαν το σκοτάδι και φανέρωναν πως δεν κοιμόταν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο
στον ορίζοντα. Οι λάμψεις αυτές και το αργό ανεβοκατέβασμα των ώμων ήταν το
μόνο δείγμα ζωής.
Κύλησαν ώρες και άλλες ώρες, με τους
φίλους μας κολλημένους στην παγωμένη επιφάνεια του βράχου και το κτήνος να τους
φράζει το δρόμο. Σαν κέρβερος στην πύλη του άλλου κόσμου.
Η ανάσα τους σταμάτησε όταν σηκώθηκε
ξαφνικά, καταβάλλοντας προσπάθεια. Στράφηκε αργά προς το μέρος τους κι η τρίχα
του σηκώθηκε όρθια. Άρχισε να γρυλίζει φανερώνοντας απειλητικά δόντια. Το
κόκκινο φως των ματιών τους χύθηκε καταπάνω τους. Κι η ματωμένη λάμψη αυτή τους
υπνώτισε κι απέμειναν ακίνητοι, χωρίς συνείδηση.
Το αγρίμι τους πλησίαζε αργά. Από το
σκοτάδι μέσα όμως χύθηκε μια λευκή αστραπή μπρος τα μάτια του. Το τσακάλι
ξαφνιάστηκε για λίγο, αρκετά όμως για να το κάνει να πισωπατήσει. Έπειτα όρμησε
αγριεμένο στη λευκή κουκουβάγια.
Γρύλιζε κι αλυχτούσε, προσπαθώντας να την
ξεσκίσει με τα κοφτερά του νύχια.
Ο Φοίβος κι η Πασιφάη πετάχτηκαν
ξυπνώντας από τον ύπνο που τους είχε καταδικάσει η παγωμένη ματιά του. Η ψυχή
του Φοίβου μάτωσε από τον πόνο σ’ αυτό που αντίκριζε. Έκανε να ορμήσει μπροστά
μα θυμήθηκε την πυξίδα. Την έβαλε στη φούχτα του κι άρχισε να την τρίβει με
μανία.
Φως, φως εκτυφλωτικό και λαμπερό ξεχύθηκε
από την πυξίδα και τους κάλυψε σαν λευκό σεντόνι.
Το τσακάλι πετάχτηκε πίσω, λες και το χαστούκισαν
και παραπάτησε. Ύψωσε το κεφάλι του και ξέσπασε σε απελπισμένο ουρλιαχτό.
Ούρλιαζε μέχρι που έσβηνε η ανάσα του και ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Τα μάτια
του δυο λίμνες αίματος που στράγγιζαν στο έδαφος. Κι όταν κάθε χρώμα στράγγιξε
από μέσα τους και έμειναν κενά σαν άδεις κόγχες σε κρανίο, σωριάστηκε χάμω. Το
κορμί του σε μια αφύσικη θέση, έμεινε άψυχο στο χώμα.
«Φύγετε αμέσως», ακούστηκε αγωνιώδης η
φωνή της κουκουβάγιας.
Το βλέμμα του Φοίβου ήταν θολό όταν
συνάντησε το δικό της. Ήταν το αγαπημένο βλέμμα που γνώριζε τόσο καλά.
Προσπέρασαν το άψυχο κουφάρι αποφεύγοντας
να το κοιτάξουν και σκαρφάλωσαν πάνω στον βράχο. Χωρίς να ρίξουν ματιά πίσω
τους, απογειώθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου